ΑΝ ΤΟ μακελειό στο κέντρο της Μελβούρνης είχε συμβεί δύο ώρες πριν την ώρα που συνέβη την περασμένη Παρασκευή, στην πρώτη σελίδα του «Νέου Κόσμου» το Σάββατο θα φιλοξενούνταν δύο ειδήσεις για δύο ελληνικής καταγωγής νέους που λόγω ψυχικών διαταραχών που προκλήθηκαν από την παρατεταμένη χρήση ναρκωτικών κατηγορούνται ότι έσπειραν τον θάνατο σε αθώους ανθρώπους.

Ο «Νέος Κόσμος» δημοσίευσε την είδηση στην ιστοσελίδα του λίγο μετά το συμβάν, συμπεριλαμβάνοντας επίσης και την πληροφορία ότι ο φερόμενος ως δράστης του μακελειού ήταν ελληνικής καταγωγής. Αυτό επιβεβαιώθηκε λίγες ώρες μετά.

Τα σχόλια που συνόδευσαν την είδηση όταν την μοιραστήκαμε στη σελίδα του «Νέου Κόσμου» στο facebook, ήταν πολλά, μεταξύ τους και κάποια ιδιαίτερα υβριστικά. Δεν θα ασχοληθώ με όσους θεώρησαν σωστό να χρησιμοποιήσουν τη συγκεκριμένη γλώσσα, τη στιγμή που η Μελβούρνη είχε μουδιάσει από το σοκ και τον πόνο και κάποιοι συνάνθρωποί μας πάλευαν για τη ζωή τους. Αν μη τι άλλο είμαι της άποψης, ότι αν κάποιος καταφεύγει στις βρισιές για να εκφράσει την άποψή του, αυτό αφορά αποκλειστικά τον ίδιο και θα πρέπει να τον προβληματίσει σε προσωπικό επίπεδο γιατί στην ουσία φανερώνει το επίπεδό του.

Θα ασχοληθώ, όμως, εκτενέστατα με το ότι πολλοί απ’ αυτούς που σχολίασαν την είδηση, επέκριναν το γεγονός ότι ο «Νέος Κόσμος» συμπεριέλαβε στην είδηση ότι ο φερόμενος ως δράστης ήταν ελληνικής καταγωγής, λέγοντας μάλιστα ότι αυτό διασύρει το όνομα της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης.

Κατ’ αρχήν, είναι πάγια τακτική του «Νέου Κόσμου» να κάνει πάντα αναφορά σε γεγονότα όχι μόνο καλά, αλλά και άσχημα, που αφορούν ή στα οποία εμπλέκονται άτομα ελληνικής καταγωγής. Και όταν πρόκειται για άσχημες ειδήσεις, το κάνουμε πάντα με την δέουσα ευαισθησία και προσπαθούμε πάντα -όσο αυτό είναι στο χέρι μας- να μη στοχοποιούμε τους οικείους τους – που δυστυχώς πολλές φορές είναι τα αθέατα θύματα αυτών των καταστάσεων.

Το ότι κάποιος φερόμενος ως εγκληματίας έχει ελληνικές ρίζες δεν διασύρει το όνομα της παροικίας. Είμαι σίγουρη ότι όλοι γνωρίζουμε ότι στην κοινωνία μας και στην παροικία μας κατ’ επέκταση υπάρχουν καλοί, κακοί, ψυχικά άρρωστοι, επιτυχημένοι και μη άνθρωποι και κάθε καρυδιάς καρύδι, όπως λέει και η παροιμία.

Η αναφορά στο ότι ο κατηγορούμενος για το μακελειό στο κέντρο της Μελβούρνης είναι ελληνικής καταγωγής, είναι εντούτοις σημαντική για έναν και μοναδικό λόγο: για να μας αφυπνίσει ως παροικία.

Τα τελευταία δύο χρόνια, κάθε βδομάδα σχεδόν ακούω για έναν ακόμα νέο μας (ελληνικής καταγωγής) που κάνει χρήση του ναρκωτικού ice, βρίσκεται στη φυλακή ή κατέληξε σε κάποιο νοσοκομείο με σοβαρή ψυχική διαταραχή λόγω της χρήσης του ναρκωτικού. Η συχνότητα με τρομάζει.

«Κάθε μέρα, πολύς κόσμος» ήταν μέσες-άκρες οι απαντήσεις που μου έδωσαν ιερείς (τρεις για την ακρίβεια) από διαφορετικές Ενορίες της Μελβούρνης, όταν τους ρωτούσα πριν από λίγο καιρό πόσο συχνά άνθρωποι με σοβαρά προβλήματα λόγω ναρκωτικών, χτυπούν την πόρτα της Εκκλησίας για να ζητήσουν βοήθεια, είτε αυτοί είναι χρήστες είτε γονείς τους.

Είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε είτε όχι, το πρόβλημα είναι μεγάλο και στους κόλπους της παροικίας μας. Και ενώ το γνωρίζουμε και το ακούμε, επιλέγουμε να μη μιλάμε γι’ αυτό και να το κρύβουμε.

Και ερχόμαστε στον στρουθοκαμηλισμό της παροικίας μας.

Όταν, λοιπόν, έρχεται η τραγική εκείνη μέρα που οποιοσδήποτε Ελληνο-αυστραλός διαπράττει ή κατηγορείται για κάποιο αποτρόπαιο έγκλημα, σοκαριζόμαστε. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι πιθανότητες το παιδί μας, ο αδελφός μας, ο εξάδελφος, η φίλη μας που έχει μπει στον φαύλο κύκλο του ναρκωτικού ice, μπορεί να είναι εν δυνάμει ο επόμενος εγκληματίας ή αυτόχειρας. Και το λέω αυτό γιατί το λένε οι άνθρωποι που έρχονται σε καθημερινή επαφή με τα θύματα του ναρκωτικού ice -είτε είναι ψυχίατροι είτε νοσοκόμες και νοσοκόμοι, είτε τραυματιοφορείς, είτε αστυνομικοί.  Και αυτό που λένε όσο πιο δυνατά μπορούν είναι ότι η ζημιά που προκαλεί το ναρκωτικό ice στον εγκέφαλο του χρήστη είναι τόσο σοβαρή που τον οδηγεί στη διάπραξη ασύλληπτα βίαιων εγκλημάτων.

Θεωρούμε, επίσης ως παροικία, ότι η φροντίδα και η θεραπεία αυτών των νέων ανθρώπων ελληνικής καταγωγής που είτε λόγω συγκυριών είτε λάθος επιλογών κατέληξαν στα ναρκωτικά, είναι δουλειά μόνο των υγειονομικών Αρχών.

Αλήθεια, γνωρίζουμε ότι οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων απέχουν συστηματικά από τη δημιουργία κέντρων αποτοξίνωσης; Η Πολιτεία προτιμά να επιδοτεί ιδιώτες αντί να δημιουργεί κρατικά κέντρα αποτοξίνωσης. Αυτή είναι η πολιτική της. Μακάρι να αλλάξει αλλά κανένας δεν ξέρει πότε και εάν θα συμβεί κάτι τέτοιο

Η οργανωμένη παροικία μας -και σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνεται και η Εκκλησία μας-, πρέπει να καταλάβει ότι έχει και πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο στο να βοηθήσει τους νέους της που έχουν σοβαρά προβλήματα λόγω της χρήσης του ναρκωτικού ice.

Και ο ρόλος της είναι, αφενός, από θεσμικής και, αφετέρου, πρακτικής βάσης.

Ξέρουμε όλοι μας -υποθέτω- τι είναι στην ουσία τα ωραία λόγια των πολιτικών που ακούμε κατά καιρούς, για την ελληνική παροικία. Ζητούν και ελπίζουν στην ψήφο μας. Έχουμε αποκτήσει συνεπώς κάποια σημαντική διαπραγματευτική δύναμη σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό κυβερνητικό επίπεδο. Το να χρησιμοποιούμε αυτήν τη δύναμή μας για να μας δώσουν κονδύλια για ένα ακόμα πολιτιστικό κέντρο ή για να γράψουμε ένα ακόμα βιβλίο για την παρουσία μας στους Αντίποδες, δεν λέω είναι καλό και ευγενές. Το ίδιο ωραίο είναι, έστω και αν προσωπικά το θεωρώ άσχετο και ανώφελο, ο κάθε Σύλλογος ή Αδελφότητα να μαζεύει τα μέλη του μία φορά τον χρόνο για μία βραδιά ταβέρνας στο αχρησιμοποίητο για τον περισσότερο χρόνο κτίριο του αξίας $2 εκατ. (παράδειγμα φέρνω), για ένα μεζεδάκι.

Αναρωτιέμαι, όμως, είναι αυτό αρκετό; Μήπως το κοινωνικό πρόβλημα που φαίνεται να αντιμετωπίζει η παροικία μας -και αναφέρομαι στα ναρκωτικά- πρέπει να μας απασχολήσει κάποια στιγμή σοβαρά; Μήπως το αχρησιμοποίητο κτίριο των $2 εκατ. αλλά και η προσφορά αυτών των συλλόγων, που διαθέτουν τέτοια κτίρια, στα παιδιά τους, θα ήταν πιο σημαντική αν αυτοί οι σύλλογοι ένωναν τις δυνάμεις τους και τα χρήματά τους για να δημιουργήσουν ένα κέντρο αποτοξίνωσης που όχι μόνο θα βοηθήσει τους συνανθρώπους τους, αλλά θα συνεισφέρει έμμεσα και στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας μέσα στην οποία μεγαλώνουν και θα μεγαλώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας; Μήπως θα πρέπει, η δεύτερη και πρώτη γενιά να ρίξουν μία καλή ματιά στο παρελθόν προκειμένου να δουν ότι μία φορά και έναν καιρό οι σύλλογοι και οι όποιες άλλες οργανώσεις της παροικίας μας δεν αρκούνταν στο να έχουν σχολεία και να διοργανώνουν φεστιβάλ, αλλά δημιούργησαν γηροκομεία και υπηρεσίες όπως η Αυστραλοελληνική Πρόνοια, τεκμήρια όχι μόνο της προσφοράς τους, αλλά και της κοινωνικής τους ευαισθησίας;

Ας μην ξεχνάμε ότι τα γηροκομεία τα φτιάξαμε για να φροντίζουν τους ηλικιωμένους μας προσφέροντας υπηρεσίες πολιτισμικά ευαίσθητες.

Η κατανόηση της πολιτισμικής ταυτότητας, της κουλτούρας και του τρόπου που μεγάλωσαν μέσα σε μία ελληνική οικογένεια τα παιδιά αυτά που σήμερα κινδυνεύουν να χαθούν από το ναρκωτικό ice παρασύροντας μαζί τους ολόκληρες οικογένειες, παίζει καθοριστικό ρόλο στη «σωτηρία» τους. Γι’ αυτό πρέπει να δούμε πολύ σοβαρά την προοπτική δημιουργίας ενός κέντρου αποτοξίνωσης για ελληνόπουλα. Γι’ αυτό είναι δουλειά όλων μας. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να κάνουμε κάτι πριν χάσουμε και άλλους νέους μας.

Kαλά τα φεστιβάλ, νόστιμα τα σουβλάκια, αλλά είναι η κοινωνική προσφορά αυτής της παροικίας που την έχει τοποθετήσει μεταξύ των πιο επιτυχημένων εθνοτικών κοινοτήτων της Αυστραλίας.

Η τραγωδία της Μελβούρνης ας λειτουργήσει ως αφύπνιση όλων μας. Ας μην πάει χαμένο το αίμα τόσων αθώων ψυχών που έφυγαν εκεί. Όσο είναι δικό μας παιδί ο ελληνικής καταγωγής ο διακεκριμένος επιστήμονας άλλο τόσο είναι και ο χρήστης ναρκωτικών.