To όνομα Catherine Itsiopoulos δεν είναι μόνο γνωστό στον χώρο της διατροφολογίας, αλλά είναι πλέον συνώνυμο με την «Ελληνική Μεσογειακή Διατροφή». Για περισσότερα από 25 χρόνια, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου LaTrobe κάνει έρευνα πάνω στο ζήτημα, δημοσιεύοντας βιβλία όπου αναλύει τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής στην υγεία, συνδυάζοντας παράλληλα το επιστημονικό έργο με την πρακτική του διάσταση, καθώς το βιβλίο με συνταγές που εξέδωσε θεωρείται ήδη κλασικό στο είδος του. Αυτή η εμπειρία είναι που κάνει την Κατερίνα Ιτσιοπούλου ιδανική ομιλήτρια στη δημόσια συζήτηση που θα λάβει χώρα το Σάββατο, στην έκθεση για τον Διαβήτη (Diabetes Expo), όπου ένα πάνελ ειδικών θα επιχειρηματολογήσει για την πιο αποτελεσματική δίαιτα στην αντιμετώπιση του διαβήτη.

Έχοντας συμμετάσχει και στο παρελθόν στην έκθεση, πρόκειται να αναπτύξει το θέμα που γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους, καθώς βρίσκεται στο επίκεντρο της δουλειάς της ως διαιτολόγου: τον ρόλο της μεσογειακής διατροφής στην πρόληψη και τον έλεγχο του διαβήτη. «Ξεκίνησα μελετώντας τις διαφορές στην υγεία μεταξύ των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία και των Αυστραλογεννημένων, με ή χωρίς διαβήτη», θυμάται η ίδια, αναφερόμενη στους Έλληνες που έφτασαν στην χώρα με το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του ’50 και του ’60, οι οποίοι τώρα είναι πάνω από 70 ετών, ορισμένοι δε έχουν ξεπεράσει τα 90. Από την έρευνα αυτή, προέκυψε ο τύπος του ‘Υγιούς Έλληνα Μετανάστη’.

«Συνεχίζουμε την έρευνα για την ιστορία των Ελλήνων μεταναστών, γιατί αυτό που έχουμε ανακαλύψει είναι ότι η πρώτη γενιά μεταναστών έχει μακροζωΐα, κάτι τους προστατεύει από την πρόωρη θνησιμότητα, από τον καρκίνο, τα εγκεφαλικά και την καρδιαγγειακή νόσο», εξηγεί. «Η πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών του ’50 και του ’60 ήρθαν από αγροτικές περιοχές της ελληνικής επαρχίας, όπου υπήρχε μικρή διαθεσιμότητα κρέατος. Και ήλθαν σε μία χώρα όπου υπήρχε παντού διαθέσιμο κρέας σε χαμηλές τιμές και σε μεγάλη ποσότητα. Μπορούσες να αγοράσεις ένα ολόκληρο αρνί με λίγα σελίνια. Τα πρώτα χρόνια λοιπόν, άλλαξαν τις διατροφικές τους συνήθειες κι άρχισαν να καταναλώνουν περισσότερο κρέας και γαλακτοκομικά. Αυτό μπορεί να τούς οδήγησε στην παχυσαρκία και να τους εξέθεσε στον κίνδυνο του διαβήτη, παράλληλα όμως, είχαν διατηρήσει όλα τα θετικά στοιχεία της Ελληνικής Μεσογειακής διατροφής. Χρησιμοποιούν έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ως βασική πηγή λιπαρών στην διατροφή τους, καταναλώνουν όσπρια σε τακτική βάση, καθώς και λαχανικά, ντομάτες, κρεμμύδια και σκόρδο. Η θεωρία μας λοιπόν είναι ότι η Μεσογειακή διατροφή τους προστατεύει κατά κάποιον τρόπο από τις επιπλοκές του διαβήτη».

ΟΣΠΡΙΑ, ΟΧΙ ΣΟΥΒΛΑΚΙ

Προτού επεκταθεί στα οφέλη της Μεσογειακής Διατροφής, η Κατερίνα Ιτσιοπούλου φροντίζει να ξεκαθαρίσει τι εννοούμε με τον όρο. «Σε κάθε συζήτηση ή παρουσίαση στην οποία συμμετέχω, ξεκινώ από την κατάρριψη του μύθου της ‘τυπικής Μεσογειακής διατροφής’ και ξεκαθαρίζω ότι μιλάω για την ‘Ελληνική Μεσογειακή Διατροφή» λέει. Αυτό φυσικά, δεν περιλαμβάνει τα σουβλάκια και τα άλλα προϊόντα ψησταριάς.

«Όταν οι άνθρωποι σκέφτονται το ελληνικό φαγητό, έχουν στο μυαλό τους αυτό που βρίσκουν στα εστιατόρια, δηλαδή το γιορτινό φαγητό: πολλά κρέατα, αρνιά στην σούβλα, ψωμιά και σάλτσες» λέει.

«Αλλά παραδοσιακά, η Ελληνική Μεσογειακή Διατροφή του ’50 και του ’60 ήταν κυρίως βασισμένη στα λαχανικά. Το ελαιόλαδο είχε βασικό ρόλο στο μαγείρεμα, τις σαλάτες, ακόμα και τα γλυκά, τα όσπρια ήταν η βασική πηγή πρωτεϊνών και βρίσκονταν στο τραπέζι τρεις – τέσσερις φορές την εβδομάδα, ενώ τα φρούτα ήταν το πιο διαδεδομένο επιδόρπιο. Η κατανάλωση γαλακτοκομικών ήταν περιορισμένη και αφορούσε κυρίως προϊόντα ζύμωσης, όπως το γιαούρτι, όχι απλώς ποτήρια γάλα και σε καμία περίπτωση αυτό που βλέπουμε σήμερα, να πίνει κανείς τεράστιες κούπες καφέ με ένα λίτρο γάλα μέσα» προσθέτει γελώντας.

«Η φέτα και τα άλλα είδη τυριού καταναλώνονταν με μέτρο, ενώ σήμερα βλέπουμε να σερβίρουν ‘χωριάτικη σαλάτα’ με 250 γραμμάρια τυρί να κάθονται πάνω. Δεν είναι σωστό να τρώει κανείς τόση ποσότητα τυριού σε καθημερινή βάση. Το κρέας επίσης καταναλώνεται με μέτρο, όπως και το ψάρι. Πολλοί θεωρούν ότι η Μεσογειακή διατροφή είναι γεμάτη ψάρι. Αυτό ισχύει για τις παραθαλάσσιες περιοχές, αλλά και πάλι σημαίνει να τρώει κανείς ψάρι δύο φορές την εβδομάδα, όχι περισσότερο. Ένα άλλο κοινό σημείο είναι το να πίνει κανείς ένα ποτήρι κρασί με τα γεύματα, αλλά όχι στο ενδιάμεσο και όχι σε βαθμό μέθης. Αυτό είναι που ορίζουμε ως τυπικό Μεσογειακό γεύμα».

Τι είναι όμως αυτό που καθιστά αυτήν την διατροφή τόσο επωφελή για την διαχείριση του διαβήτη;

«Η πρώτη μελέτη που έκανα, πάνω από είκοσι χρόνια πριν, ήταν πάνω σε Αυστραλο-γεννημένους, Αγγλοκέλτικης καταγωγής με διαβήτη τύπου 2», θυμάται. «Τους βάλαμε σε ένα πρόγραμμα παραδοσιακής Μεσογειακής δίαιτας και τους παρακολουθήσαμε για τρεις μήνες. Ύστερα από αυτό, επέστρεψαν στην συνηθισμένη τους διατροφή και όχι μόνο είχαν βελτιώσει τον έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα, αλλά σημείωσαν και πολλές άλλες θετικές αλλαγές στην υγεία τους. Η πιο περίτρανη απόδειξη που έχουμε για τα οφέλη της Μεσογειακής διατροφής είναι από μία Ισπανική Έρευνα την PREDIMED (Prevención con Dieta Mediterránea – Πρόληψη με Μεσογειακή Διατροφή), η οποία στρατολόγησε 7500 ανθρώπους που αντιμετώπισαν κίνδυνο διαβήτη, λόγω βάρους, υπέρτασης κ.ο.κ. Μέσα σε πέντε χρόνια, εκείνοι που ακολουθούσαν την Μεσογειακή διατροφή είχαν 50% λιγότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη σε σχέση με όσους ακολουθούσαν απλώς μία διατροφή με χαμηλά λιπαρά. Αυτό συμβαίνει γιατί η Μεσογειακή διατροφή είναι πλούσια σε υγιή λιπαρά. Το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, για παράδειγμα, είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά.

Μία από τις επιπλοκές του διαβήτη είναι η βλάβη στα κύτταρα από την οξείδωση. Μία δίαιτα πλούσια σε αντιοξειδωτικά, προστατεύει τον οργανισμό από αυτόν τον κίνδυνο. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι Ελληνο-Αυστραλοί διαβητικοί είχαν μικρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια στα μάτια τους, σε σχέση με τους υπόλοιπους Αυστραλούς. Αυτό είναι γιατί καταναλώνουν πολλά αντιοξειδωτικά στην τροφή τους. Ο άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η ισορροπία μεταξύ των υδατανθράκων, των λιπαρών και της πρωτεΐνης, που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της Μεσογειακής δίαιτας. Είναι μία διατροφή που σε χορταίνει, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα να καταφύγει κάποιος σε ενδιάμεσα γεύματα, υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάναθρακες. Επιπλέον, όταν έχει κάποιος διαβήτη, αυτό που κυρίως επηρεάζεται η ικανότητα του οργανισμού να διαχειριστεί τους υδατάνθρακες. Όσο περισσότερους υδατάνθρακες καταναλώνει κανείς, τόσο περισσότερη ινσουλίνη χρειάζεται. Οπότε αν ακολουθεί κανείς μία δίαιτα με ήπιους υδατάνθρακες και χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, όπως τα όσπρια ή το προζυμένιο ψωμί, βοηθά τον οργανισμό του». Η έμφαση στο ‘προζύμι’ δεν είναι τυχαία.

«Ξέρω πολλούς Έλληνες που τούς αρέσει να τρώνε λευκό, αφράτο ψωμί» λέει γελώντας, «Πρέπει να εκπαιδεύσουμε ακόμη κι αυτούς να επιστρέψουν στην παραδοσιακή διατροφή».

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΑΥΣΤΡΑΛΟΥΣ

Η διάδοση της Ελληνικής Μεσογειακής διατροφής στην Αυστραλία είναι ένα μεγάλο στοίχημα για την καθηγήτρια και τους συνεργάτες της. «Ένα από τα βασικά θέματα που μας απασχολούν τώρα είναι το πώς να ‘μεταφράσουμε’ αυτήν την δίαιτα στους μη Έλληνες, μη Μεσογειακούς Αυστραλούς για να αποδείξουμε ότι η Μεσογειακή διατροφή μπορεί να εφαρμοστεί στην Αυστραλία, ότι δεν είναι κάτι που λειτουργεί μόνο στην Ευρώπη», λέει.

«Αυτό είναι το θέμα της ομιλίας μου στην Έκθεση. Αυτό που κάνουμε στο LaTrobe είναι να προσαρμόζουμε τις αρχές της Μεσογειακής διατροφής σε άλλους πολιτισμούς. Εργαζόμαστε με ανθρώπους όλων των εθνοτήτων και εισάγουμε στοιχεία στην δίαιτά τους, προτείνοντας αλλαγές, όπως το να χρησιμοποιούν, για παράδειγμα, ελαιόλαδο στο κάρι. Μέχρι στιγμής, η ανταπόκριση έχει υπάρξει πολύ θετική».

Η καθηγήτρια Κατερίνα Ιτσιοπούλου

Αλλά υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη για να αλλάξουν οι Αυστραλοί τις συνήθειές τους. «Σύμφωνα με στοιχεία μίας εθνικής έρευνας για την διατροφή του 2010-2011, το ένα τρίτο των θερμίδων που καταναλώνουν οι Αυστραλοί προέρχεται από τροφές με μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λιπαρά, επεξεργασμένη τροφή και αλκοόλ», τονίζει. «Την ίδια στιγμή ένα πολύ μικρό ποσοστό Αυστραλών, μόλις το 7% καταναλώνει αρκετά λαχανικά την ημέρα. Στην Ελληνική Μεσογειακή Διατροφή, τα 4/5 του πιάτου είναι λαχανικά και μόλις το 1/5 είναι ζωικής προέλευσης. Στην Αυστραλιανή δίαιτα, η αναλογία είναι δύο προς ένα ή ακόμη και 1 προς 1 – μισό πιάτο σαλάτα και μισό κρέας που δεν είναι καλή ισορροπία. Παράλληλα, μία φοιτήτριά μου που κάνει διδακτορικό στην Καμπέρα, έκανε μία αναλυτική μελέτη στην κατανάλωση κρέατος και βρήκε ότι οι μερίδες που καταναλώνουν οι Αυστραλοί είναι πολύ μεγαλύτερες από τις προτεινόμενες. Μία τυπική μερίδα κρέατος είναι 200-250 γρ., ενώ η προτεινόμενη μερίδα είναι 80γρ. κρέατος, τέσσερις φορές την εβδομάδα. Αυτό σημαίνει 300 γρ. την εβδομάδα σε μικρές μερίδες, όχι όλο σε μία μερίδα».

Αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση δεν αφορά το περιεχόμενο του πιάτου, αλλά τον γενικότερο τρόπο ζωής που σχετίζεται με την Ελληνική Μεσογειακή διατροφή. «Δεν είναι απλώς μία δίαιτα, είναι μία νοοτροπία. Το να βασίζεσαι όσο περισσότερο μπορείς στα φρέσκα υλικά και το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό, αποφεύγοντας τις κατεργασμένες τροφές και το έτοιμο φαγητό», λέει η καθηγήτρια. «Οι ηλικιωμένοι Έλληνες μετανάστες δεν τρώνε έξω, δεν αγοράζουν φαγητό σε πακέτο, τρώνε σπιτικό φαγητό. Από την εμπειρία μου στην κλινική διαιτολογία, αυτό είναι το πρόβλημα των Αυστραλών, το ότι δεν ετοιμάζουν οι ίδιοι το φαγητό τους. Εργαζόμαστε πολλές ώρες, δεν έχουμε χρόνο να μαγειρέψουμε, συχνά δεν ξέρουμε πώς να μαγειρέψουμε, όλα αυτά παίζουν τον ρόλο τους», τονίζει, λέγοντας ότι οι νέοι άνθρωποι θα έπρεπε να διδαχτούν από τις συνήθειες των παππούδων τους στην κουζίνα ή τον κήπο. Το να καλλιεργεί κανείς λαχανικά στην αυλή του είναι ένας παράγοντας που ωφελεί την υγεία καθώς είναι βέβαιο ότι αυτό που παράγεται θα βρεθεί στο τραπέζι τους, αλλά και και η ίδια η δραστηριότητα της κηπουρικής, ως άσκηση, βελτιώνει την υγεία.

Αλλά φαγητό δεν είναι μόνο τα υλικά και το μαγείρεμα. Είναι και η κοινωνική διάσταση, το να κάθονται οι άνθρωποι στο τραπέζι.

«Όταν βλέπει κανείς τους νέους πίνακες με την διατροφική πυραμίδα, όπως έχουν διαμορφωθεί στην Ευρώπη, αλλά ακόμη και στην νότια Ασία, θα διαπιστώσει ότι στην βάση της πυραμίδας υπάρχει μία εικόνα που δείχνει ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι, την ιδέα δηλαδή του να τρώει κανείς με παρέα», εξηγεί. «Το να τρως με άλλους, να κάθεσαι στο τραπέζι με την οικογένειά σου, μακριά από την τηλεόραση, είναι μία ευκαιρία να επικοινωνήσεις, να μιλήσεις, είναι πολύ σημαντικό. Στην Ευρώπη και κυρίως σε μέρη όπως η Ελλάδα ή η Γαλλία, δεν βλέπεις ανθρώπους να μασουλάνε στο δρόμο, ενώ στις δικές μας κοινωνίες, παίρνουμε ένα μεγάλο ποτήρι καφέ κι ένα ντόνατ και τρέχουμε, αντί να κάτσουμε κάτω να απολαύσουμε την ημέρα. Τρώμε πολύ γρήγορα, κι αυτό προκαλεί προβλήματα δυσπεψίας, είναι μέρος μιας κουλτούρας υψηλού στρες που μας εκθέτει στον κίνδυνο χρόνιων νοσημάτων. Πρέπει να βρούμε μία ισορροπία ανάμεσα στην δουλειά και την ζωή μας».

Αυτό είναι κάτι που η Κατερίνα Ιτσιοπούλου έμαθε από την ελληνική της καταγωγή, που τής φάνηκε πολύ χρήσιμοι όταν πήγε για έρευνα στην Ικαρία, «το νησί της μακροζωΐας».

«Αν δεν μιλούσα ελληνικά δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό», λέει. Η ελληνική της καταγωγή επίσης την βοήθησε να δημιουργήσει ισχυρούς ακαδημαϊκούς δεσμούς με πανεπιστημιακά ιδρύματα όπως το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ή το Χαροκόπειο. Αλλά η Ελλάδα ήταν άλλωστε και η αφετηρία της ερευνητικής της διαδρομής. «Όταν έκανα τις πρώτες κλινικές δοκιμές στην δεκαετία του ’90, χρησιμοποίησα όλες τις συνταγές της μητέρας μου, τις οποίες και δημοσίευσα στο πρώτο μου βιβλίο», θυμάται, ανατρέχοντας σε μία διαδρομή που ξεκίνησε από την διαχείριση του διαβήτη και συνέχισε στην μελέτη καρδιαγγειακών νοσημάτων και τώρα στην εργασία με μία στρατιά διδακτορικών ερευνητών με αντικείμενο την επίδραση της Μεσογειακής Διατροφής στην διαχείριση της κατάθλιψης και του περιορισμού της νόσου του Αλτσχάιμερ. «Είναι υπέροχο το ότι μεγάλωσα σ’ αυτό το περιβάλλον και ότι τώρα μπορώ να συνδυάζω την καταγωγή μου με το ακαδημαϊκό μου έργο», λέει.

* Η έκθεση για τον Διαβήτη θα λάβει χώρα το Σάββατο, 25 Φεβρουαρίου (από τις 9πμ μέχρι τις 5μμ.) στο Συνεδριακό και Εκθεσιακό Κέντρο Μελβούρνης στο South Wharf. Για περισσότερες πληροφορίες καλέστε στο 1300 136 588 ή επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.diabetesvic.org.au