Στη δύσκολη οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με την οικονομική ύφεση που την ταλανίζει από το 2010, το συνακόλουθο πρόβλημα της υψηλής ανεργίας, και τη φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή μεγάλων διαστάσεων, το έργο της Ελληνικής Κυβέρνησης από τη μια να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες στους πολίτες της χώρας, και από την άλλη να επενδύει σε έργα υποδομής, απαραίτητα για την ανάκαμψη της οικονομίας, έχει καταστεί ιδιαίτερα δυσχερές.

Επειδή οι όροι ‘φοροαποφυγή’ και ‘φοροδιαφυγή’ μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι συνώνυμοι, κρίνω πως στο σημείο αυτό χρειάζεται μια διευκρίνιση. 

‘Φοροαποφυγή’ αποκαλείται η εφαρμογή καλά σχεδιασμένων λογιστικών πρακτικών με μοναδικό στόχο τη μείωση του φορολογητέου εισοδήματος ενός προσώπου ή επιχείρησης για την πληρωμή χαμηλότερου φόρου.

‘Φοροδιαφυγή’ είναι η τέλεια αθέτηση των νόμιμων φορολογικών υποχρεώσεων, με άλλα λόγια η απάτη εις βάρος του κράτους με την απόλυτη απόκρυψη του φορολογητέου εισοδήματος.

Η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, συνέβαλαν στη μείωση των κρατικών εσόδων, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις της περιόδου αυτής να προβούν στη σύναψη δανείων διά μέσου των μνημονίων από την Ευρωζώνη και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Αποτέλεσμα αυτών των δανείων (μνημονίων) είναι το χρέος της Ελλάδας να έχει φτάσει στο 184% του ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος), ή σε 315 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που θεωρείται μη βιώσιμο, και ως εκ τούτου η αποπληρωμή του θα κρέμεται ως Δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των μελλοντικών γενεών.

Για να γίνει αντιληπτό το ύψος του ελληνικού χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ και όχι σε απόλυτους αριθμούς, γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ δύο χωρών, σημειώνω πως το χρέος της Αυστραλίας είναι μόνο 38% του ΑΕΠ της χώρας, σε σύγκριση με το 184% της Ελλάδας.

Για να μπορέσει η Κυβέρνηση να ανταποκριθεί, έστω και στοιχειωδώς, στις υποχρεώσεις της, αναγκάσθηκε να επιβάλει από την αρχή του 2017 μια σειρά άμεσων και έμμεσων φόρων, οι οποίοι πρόσθεσαν ένα επί πλέον βάρος στις ήδη δυσβάστακτες υποχρεώσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αλλά ιδιαίτερα στους συνταξιούχους και στους χαμηλόμισθους, με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση της εθνικής οικονομίας, αλλά και την επιδείνωση των οικονομικών προβλημάτων ενός μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού της χώρας.

Πρόσφατα ανακοινώθηκε πως κατά τη διάρκεια του 2016 τα χρέη των πολιτών και των επιχειρήσεων στην Εφορία ανήλθαν στα 13 δισεκατομμύρια ευρώ, με αποτέλεσμα οι συνολικές οφειλές στο δημόσιο από την αρχή της κρίσης το 2010 να έχουν φτάσει το τεράστιο ποσό των 96 δισεκατομμυρίων ευρώ! Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις που δεν έχουν τακτοποιήσει τις φορολογικές τους υποχρεώσεις στο κράτος ανέρχονται σε 4.300.000 και από αυτούς 1.700.000 αντιμετωπίζουν ή ήδη βιώνουν τον κίνδυνο κατασχέσεων. 

Στο κύριό της άρθρο με τίτλο «Η γάγγραινα της οικονομίας», η αθηναϊκή εφημερίδα «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» (10/3/17) γράφει τα ακόλουθα μεταξύ άλλων: 

{…}Το «υπερόπλο» της εφορίας το οποίο θα ελέγχει τις μεγάλες συναλλαγές ή το ξαφνικό «φούσκωμα» των καταθέσεων ενεργοποιείται, όπως λέει το υπουργείο Οικονομικών. Σίγουρα μια πολύ θετική εξέλιξη καθώς η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα δεν χτυπήθηκε από την κρίση, αντιθέτως άνοιξαν παράθυρα ευκαιρίας για όσους ήθελαν να διακινήσουν «μαύρο» χρήμα.

{…} Είναι δεδομένο ότι η απόκτηση φορολογικής συνείδησης θα αργήσει πολύ να έρθει στην Ελλάδα. Επομένως, μόνο με αυστηρά μέτρα μπορεί να αντιμετωπιστεί το άκρως επικίνδυνο φαινόμενο της φοροδιαφυγής. Άλλωστε, είναι σίγουρο ότι από τα περίπου 96 δισεκατομμύρια ευρώ που είναι οι οφειλές προς το Δημόσιο, ένα μεγάλο μέρος αφορά σε στρατηγικούς κακοπληρωτές.

{…} Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα μπορεί να προσδιοριστεί σε ένα ποσοστό από 6% ως 9% του ΑΕΠ, δηλαδή ανάμεσα σε 11 και 16 δισεκατομμύρια τον χρόνο. Είναι ασφαλώς η «γάγγραινα» που μολύνει αργά – αργά την οικονομία και προκαλεί μια τεράστια αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων.

{…} Ίσως ήρθε η ώρα προς αποκατάσταση της φορολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ 

ΚΑΙ ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗΣ

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον βρήκα το άρθρο με τίτλο «Η Φοροδιαφυγή στην Ελλάδα – Μια Έρευνα» που δημοσίευσε ο οργανισμός Έρευνας και Ανάλυσης «διαΝΕΟσις» σε συνεργασία με την βρετανική εταιρεία Ernst & Young. Αναλύοντας σχετικά στοιχεία, η έρευνα αυτή κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα για τις αιτίες της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής: 

* Η πολυνομία και η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος. 

* Από το 1975 στην Ελλάδα ψηφίστηκαν 250 φορολογικά νομοσχέδια και υπήρξαν 115.000 υπουργικές αποφάσεις.

*Η συνεχιζόμενη αύξηση των φόρων. Στα χρόνια της κρίσης έχει αυξηθεί η φορολογία εισοδήματος των φυσικών προσώπων και των νομικών προσώπων.

* Η ανυπαρξία πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

* Τεχνολογική ανεπάρκεια και γραφειοκρατία.

Από την πλευρά του, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), σε πρόσφατη έκθεσή του αναφέρεται στις αιτίες που η Ελλάδα δεν κατάφερε να ακολουθήσει την πορεία άλλων χωρών με οικονομικά προβλήματα, όπως η Ιρλανδία και η Κύπρος, για την έξοδό της από τα μνημόνια.

Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, ο κύριος λόγος για την αποτυχία των μνημονίων στην περίπτωση της Ελλάδας οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές λανθασμένα βασίστηκαν κατά κύριο λόγο στην αύξηση της φορολογίας και όχι στη μείωση των δαπανών.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση γίνεται η ακόλουθη επισήμανση:

«Η αύξηση της φορολογίας αποθαρρύνει την ανάπτυξη, αλλοιώνει τα κίνητρα των ατόμων, αυξάνει τη φοροδιαφυγή, διώχνει επιχειρήσεις και δυναμικά στοιχεία από τη χώρα, οι συνεχείς φορολογικές αυξήσεις εξαντλούν τη φοροδοτική ικανότητα ακόμα και των συνεπών φορολογούμενων. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από την ραγδαία αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο».

Στην ίδια έκθεση γίνεται αναφορά και στο γεγονός ότι το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο των μνημονίων δεν κατανεμήθηκε δίκαια, καθότι έπληξε περισσότερο τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, π. χ, τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους χαμηλόμισθους. 

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, ήταν να διογκωθούν οι εισοδηματικές ανισότητες, με άλλα λόγια μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στους πλουσιότερους και φτωχότερους πολίτες. 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ακόλουθο δημοσίευμα στην αθηναϊκή εφημερίδα «Η Καθημερινή» (31/3/17), το οποίο αναφέρεται σε σχόλιο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) της Ελλάδας με τίτλο «Ένδειξη υπανάπτυξης τα υψηλά ποσοστά αυτο-απασχόλησης»:

«Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολουμένων μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών έχει η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει στο εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ, επισημαίνοντας ότι το γεγονός αυτό αποτελεί «ένδειξη υπανάπτυξης της οικονομίας, εκτεταμένης φοροδιαφυγής και καθήλωσης του πληθυσμού σε ένα σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δελτίο, το οποίο επικαλείται στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή), της Eurostat (Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Β’ τρίμηνο 2016) και της World Bank, το ποσοστό αυτοαπασχολουμένων στην Ελλάδα είναι 34%, έναντι 16% στην Ε.Ε. των 28, και 7% στις ΗΠΑ».

Για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής η Κυβέρνηση θα αρχίσει να κάνει τη χρήση ενός καινοτόμου ηλεκτρονικού συστήματος διασταύρωσης των τραπεζικών λογαριασμών και των φορολογικών δηλώσεων, το οποίο είναι γνωστό ως ΑΦΜ (Αριθμός Φορολογικού Μητρώου), με το οποίο θα γίνεται η διασταύρωση των τραπεζικών λογαριασμών και των φορολογικών δηλώσεων των πολιτών.

Με το ηλεκτρονικό αυτό σύστημα η αρμόδια δημόσια υπηρεσία θα είναι σε θέση να εντοπίζει όλες τις ροές κεφαλαίων εντός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με τους σχεδιαστές του, ο μηχανισμός αυτός θα μπορεί να εντοπίσει τις τραπεζικές καταθέσεις 1.270.000 φορολογουμένων. Αυτό θα είναι δυνατό για τις ήδη υπάρχουσες τραπεζικές καταθέσεις. 

Κυβερνητικοί παράγοντες εκτιμούν πως το νέο ηλεκτρονικό σύστημα θα συμβάλει σημαντικά στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, αφού σταδιακά θα οδηγήσει στην οικειοθελή αποκάλυψη αδήλωτων έως τώρα εισοδημάτων, με αποτέλεσμα την αύξηση των δημοσίων εσόδων κατά 20 με 25 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. 

Συμπερασματικά, η Κυβέρνηση καλώς έπραξε που εισήγαγε αυτό το μέτρο, γιατί με τις περικοπές στις συντάξεις, μέχρι τώρα υπολογίζεται ότι βρίσκονται στα όρια της φτώχειας ενάμιση εκατομμύριο ηλικιωμένοι, αφού οι συντάξεις τους κυμαίνονται γύρω στα 4.500 ευρώ τον χρόνο.