Την έχουν πει το κρασί της παρέας. Έχει τη δροσιά του ελληνικού αμπελιού. Το χρώμα του μεσογειακού ήλιου. Και πιπεράτο άρωμα, με στυφή γεύση, από τη ρητίνη του πεύκου. Με την παρέα της έχουν συντροφευθεί μοναχικές βραδιές ερωτικών απογοητεύσεων στα ΚΨΜ στρατώνων και σε καπηλειά. Έχουν ποτίσει μνήμες από αξέχαστα φοιτητικά πάρτι μέχρι… τελικής πτώσεως κι έχουν αρχίσει ατελείωτα γλέντια σε ταβέρνες στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, γλυκαίνοντας την αίσθηση του νόστου στους ομογενείς μετανάστες.
Ρετσίνα λοιπόν. Αυτό το ποτό με την «ταπεινή» μεν καταγωγή, αλλά με πλούσιες αναφορές στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας, που έχει συνδεθεί κυρίως με τη νεολαία και με τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, καθώς συνδυάζει την προσιτή τιμή με την ποιότητα. Με την παραγωγή της, είναι αλήθεια ότι, έχουν ασχοληθεί πολλοί και θα βρει κανείς σήμερα στην αγορά να κυκλοφορούν αρκετά σήματα. Μηδέ εξαιρουμένων και κάποιων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, για λογαριασμό μεγάλων λιανεμπορικών αλυσίδων.
ΡΕΤΣΙΝΑ ΙΣΟΝ… ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ
Πλην, όμως, το καθημερινό crash test για την προσέλκυση της προτίμηση του πελάτη και η σκληρή (στο επίπεδο του ανταγωνισμού) πραγματικότητα, θέλει τη ρετσίνα να έχει σχεδόν ταυτιστεί στο υποσυνείδητο της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων καταναλωτών με την επωνυμία «Μαλαματίνα». Της οινοποιίας, δηλαδή, που έχει συμπληρώσει 120 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στη ζωή του τόπου και επιμένει να παραμένει οικογενειακή, παρά τις τρικυμίες και ενδεχομένως τις… σειρήνες που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει στην πορεία της. Σταθερά προσηλωμένη στις αρχές του σεβασμού προς τον πελάτη και στην ποιότητα του προϊόντος της, όπως άλλωστε παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο η κίτρινη φιγούρα με το κλειδί που αποτυπώνεται στην ετικέτα της ή το τσίγκινο καπάκι του μπουκαλιού της, υπενθυμίζοντας πως το παραδοσιακό μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με το σύγχρονο.
Με τέσσερα οινοποιεία κι ένα κεντρικό εμφιαλωτήριο, η Μαλαματίνα έχει μια παραγωγική δυναμικότητα της τάξης των περίπου 50 εκατομμυρίων φιαλών το χρόνο, αγοράζει περίπου 30-40.000 τόνους σταφύλια, από πάνω από 5.000 οικογένειες αμπελουργών κυρίως στην περιοχή της Αττικοβοιωτίας, ενώ στις καλές εποχές υπολογίζεται η ημερήσια κατανάλωση προσέγγιζε τις 300.000 φιάλες. Σήμερα, ωστόσο λόγω των ειδικών συνθηκών της κρίσης, εκτιμάται ότι κατά μέσο όρο εμφιαλώνονται 110-120.000 φιάλες τη μέρα, σε συσκευασία των 250 ml, τη λεγόμενη και «φοιτητική», την κλασσική των 500 ml, που αντικατέστησε πριν από δεκαετίες το παλιό «μπομπέ» (με φαρδύ πάτο) μπουκάλι και την επαγγελματική των 2 lt. Από τις αρχές του 2004, επίσης, παράγεται και το αρετσίνωτο κρασί «Μάλαμα», που κυκλοφορεί σε λευκό, ροζέ και κόκκινο, σε συσκευασία ασκού.
Το προϊόν διατίθεται σε όλη την επικράτεια, αλλά ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα μιλάμε για μια μοναδική αποδοχή, που φτάνει τα όρια της ηγεμονικής κυριαρχίας για τη Μαλαματίνα. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, αν θέλει κάποιος να πιει ρετσίνα, αρκεί να απευθυνθεί στο σερβιτόρο λέγοντας «πιάσε μια… Μαλαματίνα» και θα εξυπηρετηθεί χωρίς άλλες διευκρινίσεις, διότι, εν προκειμένω τα ευκόλως εννοούμενα… παραλείπονται
Τα ίδια και… χειρότερα όταν μιλάμε για τους οπαδούς της ποδοσφαιρικής ομάδας του ΠΑΟΚ, στην οποία η οινοποιία Μαλαματίνα είναι και χορηγός. Μπετόν… αρμέ. Μονοκούκι, που λένε. Οι φίλοι του Δικεφάλου του Βορρά, κυρίως οι σκληροπυρηνικοί των πετάλων που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους όταν πρόκειται για την ομάδα τους, πριν από κάθε ματς, όταν αυτό διεξάγεται στη θρυλική Τούμπα, μαζεύονται, σχεδόν σαν να ακολουθούν ιεροτελεστία, στα μαγαζιά, αλλά και στις καντίνες που βρίσκονται πέριξ του γηπέδου και συζητούν, αρκετές ώρες πριν από την έναρξη του αγώνα, για τον αγαπημένο τους ΠΑΟΚ, πίνοντας μεγάλες ποσότητες ρετσίνα Μαλαματίνα.
ΠΑΙΖΕΙ ΜΠΑΛΑ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΛΑΡΙΣΑ ΚΑΙ ΠΑΝΩ
Πέραν της Θεσσαλονίκης, όμως, αν επιχειρούσε κανείς να προσδιορίσει γεωγραφικά τα σημεία της επικράτειας, στα οποία η Μαλαματίνα παίζει… μπάλα σχεδόν μόνη της, θα έλεγε πως από τη Λάρισα και πάνω το μερίδιο αγοράς της, παραδοσιακά, κινείται σε ποσοστό που υπερβαίνει το 80% σήμερα και πάνω από 90% παλαιότερα, όπως ανέφερε πηγή που είναι σε θέση να γνωρίζει για την παρουσία της οινοποιίας στην εγχώρια αγορά.
Η αγορά, ωστόσο, όπως παραδέχονται γνώστες του κλάδου είναι ήδη δύσκολη, ένεκα του αυξανόμενου ανταγωνισμού και γίνεται ακόμη δυσκολότερη λόγω της οικονομικής κρίσης που έχει χτυπήσει τη χώρα. «Η ρετσίνα θέλει παρέα και ο κόσμος από τότε που είδε το διαθέσιμο εισόδημά τους να περικόπτεται ξανά και ξανά, έχει πάψει πλέον να βγαίνει στις ταβέρνες με το ρυθμό που το έκανε στο παρελθόν, με συνέπεια να έχει περιοριστεί και η κατανάλωση της ρετσίνας», εξηγούν χαρακτηριστικά οι συνομιλητές μας. Εκτιμούν δε, πως από τη σμίκρυνση που έχει υποστεί η πίτα της αγοράς δεν έμεινε αλώβητος ούτε και ο «ηγέτης», προσδιορίζοντας την πτώση των πωλήσεών του, για το 2014, κατά τουλάχιστον 15%, έναντι της αμέσως προηγούμενης χρονιάς, που επίσης είχε σημειώσει πτωτική τάση.
ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΣΕ ΓΝΩΡΙΜΑ… ΛΗΜΕΡΙΑ
Τη μείωση στις πωλήσεις, η διοίκηση της οινοποιίας επιχειρεί να τις καλύψει –αν και ακόμη μάλλον απέχει από το να το κάνει αυτό ικανοποιητικά- από την εξαγωγική της δράση, η οποία ήδη, αναπτύσσεται σε πάνω από 37 χώρες του κόσμου με προοπτική να διευρυνθεί έτι περαιτέρω. Συγκεκριμένα, το focus γίνεται κυρίως σε αγορές όπου υπάρχει ομογενειακό στοιχείο ή το καταναλωτικό κοινό τους είναι, ήδη, εξοικειωμένο με την ελληνική ρετσίνα, είτε γιατί οι άνθρωποι αυτοί έχουν επισκεφτεί τη χώρα μας για τουριστικούς λόγους, είτε γιατί υπήρξαν οικονομικοί μετανάστες στην Ελλάδα.
«Η Γερμανία είναι η καλύτερη αγορά για τη ρετσίνα Μαλαματίνα και ακολουθούν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο κλπ, ενώ πρόσφατα προστέθηκαν η Αλβανία, η Σερβία, αλλά και άλλες γειτονικές βαλκανικές χώρες που γνωρίζουν το προϊόν» τονίζεται αρμοδίως και υπενθυμίζεται ότι βάσει ανακοινώσεων από την επιχείρηση οι εξαγωγές της ναι μεν προς το παρόν αντιπροσωπεύουν μονοψήφιο ποσοστό, όμως στόχος είναι να αυξηθούν στο επόμενο διάστημα, προκειμένου να αποτελέσουν αντίβαρο στις απώλειες από την κρίση στην εσωτερική αγορά.
Τα πρώτα σημάδια πάντως από το… τσούγκρισμα της «Μαλαματίνα» με τις επιπτώσεις της κρίσης, είχαν γίνει ορατά και αποτυπωθεί στον ισολογισμό του 2012, όταν η οινοποιία για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, διαρκούς παρουσίας στη λίστα με τους «πρωταθλητές» κερδών του κλάδου, κατέγραψε μείωση τζίρου και ζημίες στο αποτέλεσμά της, κάτι που συνεχίστηκε και το 2013.
ΜΕ ΡΙΖΕΣ ΣΤΗΝ ΤΕΝΕΔΟ
Οι ρίζες της Ρετσίνας Μαλαματίνα απλώνονται πίσω στο χρόνο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στα αμπέλια που καλλιεργούσε το 1860 ο Ευστράτιος Μαλαματίνας στην Τένεδο, παράγοντας λευκό κρασί. Το 1895 ο υιός του Ευστράτιου, Κωνσταντίνος Μαλαματίνας, θα βάλει τα θεμέλια δημιουργίας του σημερινού επιχειρηματικού οικοδομήματος, ιδρύοντας το πρώτο οινοποιείο στην Αλεξανδρούπολη, με την επωνυμία «Η Τένεδος». Το 1922 η οικογένεια χάνει τη γη της στην Τένεδο και μετακομίζει στην Ελλάδα και παρασκευάζει τη ρετσίνα, προσθέτοντας σταγόνες ρητίνης στο άσπρο κρασί, ενώ θα αποκτήσει «στέκι» στο Πόρτο Λάγος και στην Βοιωτία και θα ιδρύσει και οινοποιητική μονάδα στην Αυλίδα, στην οποία θα αξιοποιήσει την τοπική παραγωγή σταφυλιών της ποικιλίας Σαββατιανό, η οποία μέχρι και σήμερα αποτελεί βάση για την παραγωγή της ρετσίνας Μαλαματίνα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα ηνία της οινοποιίας τα παίρνει ο Ευάγγελος Μαλαματίνας και μεταξύ άλλων προχωρά στην εμφιάλωση της ρετσίνας, τον εκσυγχρονισμό του οινοποιείου του Φάρου Αυλίδας, τη δημιουργία του οινοποιείου Ριτσώνας και του εμφιαλωτηρίου στη Θεσσαλονίκης. Το 1989 με το θάνατο του Ευάγγελου Μαλαματίνα, αναλαμβάνουν οι δύο φυσικοί διάδοχοι της οικογένειας, ο Κωνσταντίνος και η Μυρτώ Μαλαματίνα. Ακολουθεί η ρήξη στις σχέσεις τους και από το 2005 επικεφαλής αναλαμβάνει ο Κώστας Μαλαματίνας μαζί με τη σύζυγό του Αικατερίνη και τις δύο κόρες τους.