Από τη στήλη αυτή έχω κατά καιρούς αναφερθεί στον μεγάλο μελλοντικό κίνδυνο για την ανθρωπότητα από την ανερχόμενη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, και της συνεπαγόμενης κλιματικής αλλαγής, η οποία σύμφωνα με επιφανείς επιστήμονες προκαλείται από την εκπομπή στην ατμόσφαιρα αερίων του θερμοκηπίου που παράγονται από την αυξανόμενη χρήση ορυκτών, όπως ο λιγνίτης, και αερίων, όπως το φωταέριο, για την παραγωγή ενέργειας σε διάφορες πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Την περασμένη εβδομάδα, στην Ταορμίνα της Σικελίας έλαβε χώρα η Σύνοδος ηγετών της ομάδας που είναι γνωστή ως G7, η οποία απαρτίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο (Βρετανία), την Ιταλία, την Ιαπωνία και τον Καναδά. ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν και η κλιματική αλλαγή.

Εισαγωγικά σημειώνω πως το Δεκέμβριο του 2015 στο Παρίσι είχε γίνει διεθνής διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή, και τη συμφωνία στην οποία κατέληξε την είχαν υπογράψει τα 194 κράτη που είχαν πάρει μέρος, με την προϋπόθεση ότι θα ακολουθούσε η έγκρισή της από τα κοινοβούλιά τους.

Στην πρόσφατη διάσκεψη οι ηγέτες των έξι από τις προαναφερθείσες χώρες εξέφρασαν την υποστήριξή τους για τη Συμφωνία του Παρισιού αναφορικά με την αναγκαιότητα λήψης των απαραίτητων μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Σύμφωνα με το τελικό ανακοινωθέν της διάσκεψης, οι ΗΠΑ δεν ακολούθησαν τις έξι άλλες χώρες της ομάδας G7, οι οποίες εξέφρασαν την ουσιαστική τους δέσμευση στην εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων στην Συμφωνία του Παρισιού.

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε πως θα λάβει τις τελικές αποφάσεις του, αναφορικά με την Συμφωνία του Παρισιού, μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η στάση αυτή του κ. Τραμπ επέσυρε δυσμενή σχόλια από τους ηγέτες των άλλων κρατών.

Για παράδειγμα, ο Εμανουέλ Μακρόν, Πρόεδρος της Γαλλίας, είπε στον κ. Τραμπ πως επιβάλλεται, τόσο για τη φήμη, όσο και για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, να υποστηρίξει τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.

Επιπρόσθετα, ο κ. Μακρόν δήλωσε πως παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ της Γαλλίας και των ΗΠΑ για την κλιματική αλλαγή, η Γαλλία θα εξακολουθήσει να ασκεί πιέσεις, αλλά και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για ζητήματα που άπτονται της αλλαγής του κλίματος,

Η κ. Άνγκελα Μέρκελ, Καγκελάριος της Γερμανίας, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά της για την τελική έκβαση των διαβουλεύσεων της ομάδας G7. Όπως δήλωσε σε δημοσιογράφους μετά το πέρας της διάσκεψης, οι συζητήσεις με τις ΗΠΑ ήταν «πολύ δύσκολες και εξαιρετικά μη ικανοποιητικές», και έκανε λόγο για κοινό μέτωπο της ΕΕ και των έξι εκ των χωρών που συμμετείχαν, ενάντια στην αρνητική στάση που τήρησαν οι ΗΠΑ αναφορικά με τη διεθνή συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.

Σημειωτέον ότι ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, είχε υπογράψει τη Συμφωνία του Παρισιού το 2015, με τη δέσμευση ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τις ΗΠΑ θα έχουν μειωθεί μέχρι το 2025 κατά 26% έως 28% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005.

Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε πως η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται στους συμμάχους της, προφανώς εννοώντας τις ΗΠΑ, για θέματα όπως η συγκράτηση στην άνοδο της θερμοκρασίας, και πρέπει να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της, διατηρώντας όμως τη φιλία της προς τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, και άλλες χώρες. «Αυτό είναι το συμπέρασμα από τις εμπειρίες μου τις τελευταίες ημέρες», δήλωσε χαρακτηριστικά η Καγκελάριος της Γερμανίας.

Και ο Πάολο Τζεντιλόνι, Πρωθυπουργός της Ιταλίας, εξέφρασε την απογοήτευσή του από τη στάση των ΗΠΑ αναφορικά με την κλιματική αλλαγή στην πρόσφατη διάσκεψη της G7, όπως φαίνεται στην ακόλουθη δήλωσή του: «Είχαμε πραγματική συζήτηση. Κύριο πρόβλημα που προέκυψε, είναι πολιτικές για το περιβάλλον… Έξι στις επτά χώρες επιβεβαίωσαν τις δεσμεύσεις που αναλάβαμε στο Παρίσι, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται ακόμη σε φάση αναθεώρησης της πολιτικής τους. Μια φάση η οποία ελπίζω να ολοκληρωθεί γρήγορα και θετικά».

Η αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, σε δημοσίευμά της με τίτλο «ΗΠΑ: Προς απόσυρση από τη συμφωνία για το κλίμα;» (28/5/17) μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα:

«Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανέφερε σε στενούς συνεργάτες του ότι έχει αποφασίσει να αποσύρει τη χώρα του από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η οποία έχει ορίσει μακροπρόθεσμους στόχους σε κάθε χώρα-μέλος της για τη μείωση των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του Πλανήτη, σύμφωνα με κυριακάτικο δημοσίευμα που επικαλείται τρεις πηγές».

ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕ ΕΝΟΡΑΣΗ

Στον προϋπολογισμό της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Αυστραλίας για το οικονομικό έτος 2017 – 2018 δεν έχει ανακοινωθεί κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, παρά το γεγονός ότι πολλές περιοχές της χώρας ήδη επηρεάζονται αρνητικά από την ανερχόμενη θερμοκρασία, και από τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται από αυτήν. 

Ο Κυκλώνας Debbie στις αρχές του περασμένου Απριλίου έπληξε μια περιοχή 600 χιλιομέτρων κατά μήκος της βορειοανατολικής Αυστραλίας, κατέστρεψε μεγάλο αριθμό κατοικιών και έργων υποδομής, και οι πλημμύρες που ακολούθησαν προξένησαν τεράστιες ζημιές σε αγροκτήματα.

Το άρθρο της εφημερίδας The Age με τίτλο “Climate-change flood risk doubled in new modelling” (23/5/17) αναφέρεται σε μελέτη του οργανισμού “US National Oceanic and Atmospheric Association”, οι προβλέψεις του οποίου για τις καταστροφές που θα υποστεί η Αυστραλία κατά τα τέλη του αιώνα μας από την ανερχόμενη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, αν δεν ληφθούν έγκαιρα προληπτικά μέτρα, είναι τρομακτικές. Ενδεικτικά δίνω την πρώτη παράγραφο του άρθρο σε μετάφραση.

«Δεκάδες χιλιάδες σπίτια και επιχειρήσεις στη Μελβούρνη αντιμετωπίζουν αυξανόμενο κίνδυνο από παλιρροιακές πλημμύρες κατά τα τέλη του αιώνα, με κύριους δρόμους και βιομηχανικές περιοχές να κατακλύζονται από νερά, καθώς η στάθμη των θαλασσών ανέρχεται, σύμφωνα με νέα μελέτη».

Η ίδια μελέτη προβλέπει πως παραθαλάσσιες περιοχές της Βικτώριας θα πληγούν από την ανερχόμενη στάθμη της θάλασσας κατά 74 εκατοστά του μέτρου από το λιώσιμο των παγόβουνων της Αρκτικής και της Γροιλανδίας μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα. Ακόμα και συνοικίες της Μελβούρνης, όπως Altona, Williamstown, Elwood, St. Kilda, Seaford και άλλες, θα πλήττονται κατά περιόδους από θαλάσσια ύδατα.

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη η στάθμη των ωκεανών έχει ανέλθει κατά 24 εκατοστά του μέτρου από το 1880. Οπότε οι προβλέψεις για περαιτέρω άνοδο κατά 74 εκατοστά του μέτρου μέχρι του 2100 δεν είναι υπερβολικές, όταν λάβουμε υπόψη πως η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ανέρχεται με γρηγορότερο ρυθμό από τις συνεχώς αυξανόμενες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Παρ’ όλες τις άκρως ανησυχητικές προβλέψεις των επιστημόνων, η Αυστραλιανή Κυβέρνηση διαπραγματεύεται με την ινδική εταιρεία Adani τη δημιουργία ορυχείου λιγνίτη στην περιοχή Carmichael της Βορειοανατολικής Κουηνσλάνδης. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο ορυχείο λιγνίτη της Αυστραλίας.

Η εταιρεία Adani ζητά από την Αυστραλιανή Κυβέρνηση δάνειο ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων με ευνοϊκούς όρους για τη χρηματοδότηση του ορυχείου.

Σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας The Age “Voters reject subsidies for coal mine” (22/5/17), σε πρόσφατη δημοσκόπηση 63% των ψηφοφόρων Αυστραλών τάχθηκαν κατά της χορήγησης του δανείου από την Αυστραλιανή Κυβέρνηση, και μόνο 7% υπέρ. Το υπόλοιπο 30% των ψηφοφόρων δεν εξέφρασε άποψη. Πάλι σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, σε μια άλλη δημοσκόπηση 33% των ψηφοφόρων εξέφρασαν την άποψη πως η Αυστραλιανή Κυβέρνηση πρέπει να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία νέων μονάδων για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, όπως είναι οι ανεμογεννήτριες και οι παλιρροιακές εγκαταστάσεις.

Παρά το γεγονός ότι η Αυστραλία είναι η ήπειρος που σε μεγαλύτερο βαθμό από τις άλλες ηπείρους επηρεάζεται αρνητικά από την ανερχόμενη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, υστερεί σε μεγάλο βαθμό στη λήψη μέτρων, που παράλληλα με τα μέτρα που παίρνουν άλλες χώρες, θα συμβάλουν μέχρι κάποιο βαθμό στον μετριασμό του περιβαλλοντικού αυτού κινδύνου. 

Ένα θετικό βήμα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης προς αυτήν την κατεύθυνση θα είναι η επαρκής χρηματοδότηση προγραμμάτων για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες, μη ρυπογόνες πηγές, η εκπόνηση μακρόχρονου περιβαλλοντικού προγράμματος, και η ενεργή συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς για την προστασία του περιβάλλοντος.

Είμαι της γνώμης πως ως πολίτες της χώρας αυτής έχουμε το δικαίωμα, ή μάλλον την υποχρέωση, να κάνουμε γνωστές τις ανησυχίες μας στους πολιτικούς μας αντιπροσώπους για τα ανεπαρκή μέτρα που παίρνει η Κυβέρνηση αναφορικά με το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Επιπλέον, είναι καθήκον μας να ρυθμίζουμε τη ζωή μας με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να αφήσουμε έναν βιώσιμο Πλανήτη στις επερχόμενες γενιές.