Φίλες και φίλοι της αρχαίας ελληνικής ψυχής, χαίρετε! Στο βαθύ πέλαγος της αδιαφορίας μου χάθηκαν τα «Διάφορα…». Αλλά, βρε πονηρόφθαλμε φιλάρχαιε Αναγνώστη, που μέσα σου κρύβεις έναν αθυρόστομο Αριστοφάνη, μη παρασύρεσαι από τον πιο πάνω τίτλο. Όχι, δεν πέρασα όλον αυτόν τον καιρό ξαπλωμένος «εν κλίνη μαλακή», σιμά σε κάποιο αναμμένο τζάκι, ρουφώντας «οίνον γλυκύν» και τραγουδώντας παρθενικούς έρωτες της «δολοπλέχτρας» Αφροδίτης. Τέτοιος μεγαλοπρεπής αστεϊσμός μακριά από μένα

Όμως το ξέρεις πως δεν μπορώ να δραπετεύσω από τα γλυκά βλέφαρα της Αλήθειας. Γεννήθηκα επικίνδυνα ειλικρινής και θα σου πω τι έκανα όλον αυτόν τον καιρό. Μην ανυπομονείς σα μαϊμού δυστυχισμένη που βλέπει λιχουδιά χαμένη! Θα την έχεις, αλλά πρώτα, δύο μόνο λόγια κατατοπιστικά (και πειστικά) για τα ρεβίθια.

Στους «Δειπνοσοφιστές» ο Δίφιλος λέει ότι οι ερέβινθοι είναι «δύσπεπτοι, σμηκτικοί (καθαρτικοί), ουρητικοί, πνευματικοί» (2.44). Συνεπώς, εάν τα ρεβίθια είναι «πνευματικά», δηλ. προξενούν αέρια (πνεύμα = αέρας), τότε τρέξε να αυξήσεις την «πνευματικότητά» σου, καταβροχθίζοντας «ερεβίνθους πνευματικούς» και ένα ξηρό κρεμμύδι για τη σπιρτάδα του μυαλού σου.

Χάθηκα λοιπόν, φίλε μου, γιατί έγινα «βάναυσος». Δηλαδή εργαζόμουν σκληρά με τα χέρια (χειρώναξ), στήνοντας ξύλινα καταστρώματα, καλλίρροους κρουνούς, συνθετικούς χλοοτάπητες και άλλα παντοδαπά χειροτεχνήματα στη νεόδμητη οικία της κόρης μου. Και μαζί με τόνους σκουπιδιών, πέταξα στη χωματερή και κάποιες παλιές, σκουριασμένες ιδέες που βάραιναν το κεφάλι μου. Αλλά φτάνει τόση εισαγωγική λογόρροια.

ΠΕΡΙ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ

Με ιδιαίτερη ικανοποίηση είδα την πολιτεία μας να νομιμοποιεί την εθελοντική ευθανασία. Πριν από 22 χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο, με τίτλο: «Ευθανασία: Ένα ανθρώπινο δικαίωμα» (4/5/1995). Και όταν σε λιγότερο από ένα μήνα η βουλή της Βόρειας Επικράτειας (Northern Territory) είχε περάσει νόμο που επέτρεπε την ευθανασία, έγραψα δεύτερο άρθρο, με τον ενθουσιώδη τίτλο: «Αλληλούια! Γεννήθηκε ο αξιοπρεπής θάνατος!» (1/6/1995).

Αλλά ο ενθουσιασμός μου δεν κράτησε πολύ. Με πρωτοβουλία τού τότε βουλευτή Kevin Andrews, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πέταξε στον νεροχύτη τον νόμο της Βόρειας Επικράτειας, κι έτσι επιστρέψαμε στα ίδια.

Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς (10/12/1995), στην αίθουσα εκδηλώσεων της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στο Prahran, οργανώθηκε σεμινάριο, με θέμα: «Η ευθανασία και η Κοινωνία Σήμερα». Ομιλητές, ο Kevin Andrews (πολιτικός), ο Γιάννης Καραμάνος (ψυχοθεραπευτής), ο Ευάγγελος Νικολακάκης (θεολόγος), η Όλγα Κανιτσάκη (λέκτορας στο Πανεπιστήμιο La Trobe) και εγώ, η υπογράφουσα μετριότητά μου.

ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ
ΑΜΦΟΤΕΡΩΘΕΝ

Όπως τότε έτσι και τώρα είμαι υπέρ της εθελοντικής ευθανασίας. Θεωρώ πως η ζωή μου δεν ανήκει σε κανέναν έξω από μένα. Και είμαι εγώ που θα φροντίσω για το δικό μου «ευ ζην» και για το δικό μου «ευ αποθνήσκειν».

Απέναντί μου στέκονται αυτοί που πιστεύουν ότι η ζωή μου δεν είναι δική μου, γιατί δεν την έφτιαξα εγώ. Είναι «δώρο» κάποιου αόρατου θεού, που ενδιαφέρεται για μένα. Και το ενδιαφέρον του είναι τόσο έντονο, που φτάνει μέχρι την κρεβατοκάμαρά μου όταν είμαι γυμνός (για να θυμηθώ εδώ τον Sam Harris). Όμως στους φονικούς σεισμούς το ενδιαφέρον του ξαφνικά χάνεται και την ευθύνη αναλαμβάνει κάποιος Εγκέλαδος!

Δεν θέλω να θίξω κανέναν φιλόθρησκο συμπάροικο. Τι γίνεται όμως όταν εγώ δεν θέλω κανέναν θεό να ενδιαφέρεται για μένα; Μπορεί άραγε να αγνοήσει τη θέλησή μου; Εάν ναι, τότε μου αφαιρεί την ελευθερία μου. Και όταν νιώθω να χάνεται η ελευθερία μου, τότε ενώνω τη φωνή μου με αυτή του Patrick Henry και φωνάζω: «Δώσε μου ελευθερία ή δώσε μου θάνατο!»

Όχι, δεν μπορώ να δεχτώ κάποιον να μου λέει: «Βίτκο, θα πεθάνεις όπως εγώ θέλω!». Δηλαδή πεταμένος σε κάποιο νοσοκομείο, διασωληνωμένος και με στόμα σα σκοτεινή σπηλιά ανοιγμένο, και με το περιβάλλον μου παντελώς χαμένο. Και να λέει ο γιατρός στους δικούς μου: «Αν ήταν σκύλος, θα μπορούσα να κάνω κάτι. Δυστυχώς είναι άνθρωπος και δεν μπορώ. Θα πάω φυλακή…»

ΤΟ «ΕΥ ΑΠΟΘΝΗΣΚΕΙΝ»
ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ

Ο μόνος πόνος (άλγος) που ένιωσε ο Σωκράτης στο δεσμωτήριο, ήταν όταν του αφαίρεσαν τις πέδες (δεσμά) από τα πόδια του. Ο θάνατός του ήταν ανώδυνος. Ο Φαίδων που ήταν εκεί, διηγείται:

«Αφού είδε ο Σωκράτης τον δούλο (που ετοίμαζε το κώνειο), είπε: Ε, καλέ μου άνθρωπε, τι πρέπει να κάνω, γιατί εσύ βέβαια γνωρίζεις καλά. – Τίποτε άλλο, απάντησε, παρά αφού το πιείς, να γυρίζεις γύρω-γύρω, μέχρις ότου αισθανθείς βάρος στα σκέλη, οπότε πρέπει να ξαπλώσεις. Έτσι το φάρμακο θα ενεργήσει μόνο του. Και την ίδια στιγμή πρόσφερε το ποτήρι στον Σωκράτη. […]

»Και εξέταζε τα πόδια και τα σκέλη τού [Σωκράτη] και έπειτα, πιέζοντας πολύ το πόδι του, τον ρώτησε εάν αισθάνεται. Και ο Σωκράτης είπε ότι δεν αισθάνεται. Έπειτα πίεσε την κνήμη του και προχωρώντας προς τα πάνω, ψηλαφώντας με το χέρι, μας έδειξε ότι πάγωνε. Και μας είπε ότι, όταν η ψύξη φτάσει στην καρδιά, θα πεθάνει.

»Ήδη είχε γίνει ψυχρό το μέρος γύρω από το υπογάστριο και ο Σωκράτης, αφού ξεσκεπάστηκε, είπε τις τελευταίες του λέξεις: Κρίτων, στον Ασκληπιό χρωστάμε έναν πετεινό. – Αυτό θα γίνει σίγουρα, είπε ο Κρίτων. Άλλη παραγγελία έχεις; Στην ερώτηση αυτή [ο Σωκράτης] δεν απάντησε. Αλλά κινήθηκε λίγο… Είχε τα μάτια ακίνητα. Ο Κρίτων το αντιλήφθηκε και του έκλεισε το στόμα και τα μάτια».