Αφιερωμένος σχεδόν αποκλειστικά στους άνδρες, ο θεσμός του παραδοσιακού καφενείου μετράει πλέον αιώνες στην ελληνική κοινωνία και αποτελεί σημαντικό κομμάτι της παράδοσης της πατρίδας μας, το οποίο όμως σχεδόν αβίαστα κατόρθωσε να «ταξιδέψει» και να σημαδέψει και την μεταναστευτική ιστορία της Αυστραλίας.

Τόπος συνάντησης για ξερή, δηλωτή, τάβλι, ποδοσφαιρική και πολιτική συζήτηση αλλά και το ιδανικό μέρος για να απολαύσει κανείς ελληνικό καφέ στη χόβολη και παραδοσιακούς μεζέδες, τα καφενεία δεν περιορίστηκαν αποκλειστικά στα χωριά και τις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας αλλά έκαναν την εμφάνισή τους δυναμικά σε όλες σχεδόν τις Πολιτείες της Αυστραλίας.

«Για μας το καφενείο είναι τόπος συνάντησης και χαράς που μας θυμίζει την πατρίδα» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο 71χρονος Κίμωνας Καϊπαλέξης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια διευθύνει ένα από τα πέντε συνολικά καφενεία που λειτουργούν στην Αδελαΐδα.

Το «Ελληνικό Καφενείο» της οδού Morphett, άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του το 1968, με ιδιοκτήτη τον Ηρακλή Παρασκευά, κουρέα στο επάγγελμα, ο οποίος μετανάστευσε στην Αυστραλία από τον Πύργο Ηλείας και απεβίωσε πριν δύο χρόνια σε ηλικία 95 ετών, αφήνοντας πίσω το αγαπημένο του ελληνικό μαγαζάκι το οποίο πλέον έχει περάσει στην ιδιοκτησία της 97χρονης συζύγου του που μαζί με τη κόρη της εξακολουθεί να το κρατά σε λειτουργία στη μνήμη του συζύγου της.
«Ανοίγω το μαγαζί κάθε πρωί γύρω στις 6.30 και μέσα σε λίγη ώρα υποδέχομαι περίπου 35 φίλους συμπαροίκους που έρχονται για να πιούν το καφεδάκι τους, να συζητήσουν, να ανταλλάξουν απόψεις, να παίξουν χαρτιά και τάβλι και γενικά να περάσουν την ώρα τους ευχάριστα και ελληνικά όπως έκαναν και πριν φύγουν από την πατρίδα» λέει ο Κίμωνας, ο οποίος ασχολείται με την επιχείρηση από το 1992 και έλκει την καταγωγή του από τη Θεσσαλονίκη.

«Το καφενείο είναι θεσμός στην παροικία και αυτό δεν έχει να κάνει με το καφέ που θα πιούμε ή με το τάβλι που θα παίξουμε αλλά με την βαθύτερη έννοια της παρέας που έχουμε πλέον δημιουργήσει μεταξύ μας. Το καφενείο είναι επικοινωνία, διέξοδος και ψυχαγωγία ειδικά για εμάς τους συνταξιούχους» συμπληρώνει ένας από τους θαμώνες, ο 86χρονος Γιάννης Βλαχολιάς από τη Σπάρτη της Λακωνίας, ο οποίος τα τελευταία 54 χρόνια είναι τακτικός επισκέπτης του.

«Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, όταν εμείς είμασταν ακόμα νεαροί και είχαμε πρωτοέρθει από την Ελλάδα, η επιχείρηση λειτουργούσε 24 ώρες το 24ωρο.
«Θυμάμαι πολλές φορές τελειώναμε τη δουλειά αργά και πριν πάρουμε το δρόμο για το σπίτι περνούσαμε μια βόλτα από εδώ περισσότερο για να πούμε δύο κουβέντες στη γλώσσα μας, να ανταλλάξουμε γνώμες και απόψεις και να νιώσουμε την Ελλάδα μέσα μας. Τις περισσότερες μέρες δεν υπήρχε άδεια καρέκλα να κάτσουμε ενώ τα σαββατοκύριακα εδώ ήταν ο τόπος συνάντησης μας από όπου φεύγαμε όλοι μαζί παρέες για να πάμε στο γήπεδο» θυμάται ο κ. Γιάννης, ο οποίος ξυπνάει κάθε πρωί, ετοιμάζεται και περιμένει το λεωφορείο της γραμμής που περνάει έξω από το σπίτι του στις 6.10.

«Δεν οδηγώ πια και έτσι παίρνω το λεωφορείο και μέσα σε λίγα λεπτά βρίσκομαι εδώ. Προτιμώ χίλιες φορές να είμαι στην παρέα των φίλων μου παρά να κάθομαι στο σπίτι και να βλέπω τηλεόραση μονάχος» λέει.
Το καφενείο αρχίζει να γεμίζει από νωρίς το πρωί και πολλές φορές δεν κλείνει πριν τις 7 το απόγευμα.

«Πιστεύω πραγματικά πως το καφενείο βοηθά να καταπολεμήσουμε εμείς οι μεγαλύτεροι τη μοναξιά και τη μελαγχολία.
«Εδώ ερχόμαστε, ταξιδεύουμε πίσω στο χρόνο, στα χωριά της πατρίδας μας, μιλάμε για τη ζωή και τις αναμνήσεις μας, συζητάμε και όλη αυτή η διαδικασία βοηθάει στην ψυχολογία μας γιατί πρωτίστως νιώθουμε πως ανήκουμε κάπου, επικοινωνούμε στην γλώσσα μας, καταλαβαίνουμε και μας καταλαβαίνουν.
«Ίσως τελικά το καφενείο να νικάει τη μοναξιά της ξενιτιάς» καταλήγει ο Κίμωνας.