Η Αμερικανίδα συγγραφέας μαγειρικής Mary Francis Kennedy Fischer, είχε πει κάποτε ότι το να μοιράζεσαι φαγητό με κάποιον άλλον άνθρωπο είναι μια τόσο οικεία πράξη που θα έπρεπε να την απολαμβάνουμε με σεβασμό. Και είναι δύσκολο να μην συμφωνήσει κανείς με αυτή τη δήλωση, εάν αναλογιστεί πως από τις γλυκιές αναμνήσεις στη ζωή μας είναι αυτές που προέρχονται από οικογενειακά ή φιλικά τραπέζια.

Ιδιαίτερα για όσους έχουν μεγαλώσει σε ελληνικό περιβάλλον, κάτι τέτοιο θεωρείται σχεδόν αυτονόητο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι λέξεις φιλοξενία και φιλότιμο φέρνουν στο νου το καλωσόρισμα κάποιου με ένα γεύμα.

Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι το φαγητό αυτό καθεαυτό που ξεχωρίζει σε αυτές τις καταστάσεις, αλλά περισσότερο τα βιώματα που συνοδεύει, το μαγείρεμα για τα αγαπημένα μας πρόσωπα, οι μυρωδιές που κατακλύζουν το σπίτι, οι κουβέντες αλλά και ακόμη και οι στιγμές σιωπής που μοιραζόμαστε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι.

Σε πολλές κουλτούρες, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές τις αναμνήσεις έχουν οι γυναικείες φιγούρες της οικογένειας – η γιαγιά, η μητέρα, η κόρη – επιστρατεύοντας το φαγητό ως ένα μέσο για να εκφράσουν τη στοργή απέναντι στους αγαπημένους τους.

Αυτή ήταν και η εμπειρία της συγγραφέα Σπίρης Τζίντζιρα.

Παρ’ ότι ο χρόνος που πέρασε με τη γιαγιά από την πλευρά του πατέρα της Σπυριδούλα – από όπου πήρε και το όνομά της – δεν ήταν πολύς, οι συναντήσεις τους στην Ελλάδα την πρώτη φορά όταν ήταν επτά ετών, και αργότερα σε ταξίδια της ως ενήλικη, ήταν καθοριστικές για να μείνει στο μυαλό της ως κεντρικό πρόσωπο σε κάθε αξιομνημόνευτη στιγμή που είχε να κάνει με το φαγητό.

“Πραγματικά μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις που έχω είναι να την βλέπω να σφάζει ένα κοτόπουλο[…] και μετά να κάθεται και να το ξεπουπουλίζει και να το πλένει, να το κόβει σε κομμάτια και να φτιάχνει αυτό που ξέρω ως χωριάτικο κοτόπουλο”, θυμάται η Σπίρη.

Η γιαγιά Σπυριδούλα μαγείρευε το κοτόπουλο με μπαχαρικά και σάλτσα ντομάτας και το σέρβιρε με ζυμαρικά και μυζήθρα, φτιαγμένη από γάλα από τις δικές της κατσίκες.

Για τη Σπίρη, η εμπειρία ήταν μοναδική, με τη μυρωδιά, τη γεύση αλλά ακόμη και την όψη του φαγητού να ξεπερνά καθετί αντίστοιχο που είχε δει μεγαλώνοντας στην Αυστραλία.

Βέβαια πέρα από τη νοστιμιά του πιάτου, ήταν το βίωμα το ίδιο και τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτό που της έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη.

“Για εμένα, αυτό το πιάτο έχει άμεση σχέση με κάτι εορταστικό, με το γεγονός ότι ερχόμασταν στην Ελλάδα για πρώτη φορά και σφάζανε ολόκληρο το κοτόπουλο προς τιμήν μας”.

Ήταν παιδί όταν πρωτοβρέθηκε στη Βανάδα Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο, όπου η γιαγιά της είχε τον δικό της κήπο με ζαρζαβατικά, αλλά και κατσίκες και κοτόπουλα και την ξενάγησε σε όλα δείχνοντάς της τα κατατόπια του ορεινού χωριού.

“Αισθάνεσαι ότι όλα ήταν τόσο πιο κοντά σε αυτήν, αυτό που έτρωγες ήταν αυτό που παρήγαγες και το συνειδητοποιούσες, και συνδεόσουν με αυτό με τρόπο που νιώθω ότι έχουμε χάσει λίγο ζώντας σε μεγαλουπόλεις”, σχολιάζει η Σπίρη.

Από τα στοιχεία που ξεχωρίζει στην ελληνική κουζίνα είναι και ο εποχιακός της χαρακτήρας, που όπως εξηγεί τη βοηθά να έρχεται σε πιο άμεση επαφή με το περιβάλλον γύρω της, αλλά και η απλότητα των υλικών και της προετοιμασίας που καθιστά την παραδοσιακή μαγειρική υγιεινή αλλά και οικονομική εναλλακτική.

Πλέον η ίδια μητέρα δύο παιδιών, η ομογενής συγγραφέας είναι μεν βασισμένη στη Μελβούρνη, όμως προσπαθεί όσο μπορεί να ενσωματώσει αυτά ακριβώς τα στοιχεία της ανατροφής της στη ζωή της οικογένειάς της.

Κεντρική θέση έχει η φιλοσοφία που θέλει το φαγητό ως κάτι που αξίζει να μοιράζεσαι με αγαπημένα πρόσωπα, είτε πρόκειται για συγγενείς, φίλους ή ακόμη και αγνώστους.

“Ένα πράγμα που τα παιδιά μου σίγουρα γνωρίζουν είναι πως όταν έχουμε παρέα υπάρχει πάντα φαγητό”, λέει γελώντας.

“Ενίοτε μαγειρεύω κάποιο μεγάλο πιάτο και η κόρη μου ρωτά ‘Περιμένουμε κάποιον; Γιατί είναι ξεχωριστή περίσταση;’ Πιστεύω γνωρίζουν πως το φαγητό είναι μεγάλο μέρος της κουλτούρας μας.

“Η ιδέα για το φαγητό ήταν πάντοτε ότι το μοιράζεσαι, ακόμη κι αν πρόκειται απλώς για λίγο τυρί ή ψωμί, λατρεύω αυτό το σκεπτικό, αυτό το συναίσθημα”.

Θυμίζοντάς μας ότι καμία γεύση δεν μπορεί να συναγωνιστεί το σπιτικό φαγητό, η Σπίρη μοιράζεται μαζί μας μια αγαπημένη συνταγή της γιαγιάς της Σπυριδούλας που πέρασε στη γενιά της μητέρας της και πλέον μαγειρεύει και η ίδια για τα δικά της παιδιά.

Χωριάτικο κοτόπουλο με μακαρονάδα
6-8 μερίδες
Συστατικά
Ένα ολόκληρο κοτόπουλο (κατά προτίμηση ελευθέρας βοσκής ή χωριάτικο) κομμένο σε μερίδες
1 μεγάλο κρεμμύδι σε κύβους
4 κουτ. σούπας ελαιόλαδο
3 σκελίδες σκόρδο, ψιλοκομμένες
4 κουτ. σούπας πελτέ ντομάτας
3 ώριμες ντομάτες, αποφλοιωμένες και τριμμένες στον τρίφτη
1 κουτ. γλυκού ρίγανη
Μια πρέζα κανέλα, γαρίφαλο και μοσχοκάρυδο
Τριμμένη μυζήθρα προαιρετική
500γρ. μακαρόνια σπαγγέτι
Αλάτι

Προετοιμασία
1. Πλένουμε τα κομμάτια κοτόπουλου
2. Ζεσταίνουμε το λάδι σε μια βαθιά κατσαρόλα και τσιγαρίζουμε τα κομμάτια κοτόπουλου ωσότου ροδοκοκκινίσουν
3. Προσθέτουμε το κρεμμύδι, το σκόρδο και τον πελτέ ντομάτας και ανακατεύουμε ώσπου τα κρεμμύδια να μαλακώσουν και το κοτόπουλο να καλυφθεί από το μείγμα.
4. Προσθέτουμε την κανέλα, το γαρίφαλο, το μοσχοκάρυδο και την τριμμένη ντομάτα. Κατόπιν ρίχνουμε βραστό νερό ίσα μέχρι να καλυφθεί το μείγμα και το αφήνουμε να σιγοβράσει για περίπου 45 λεπτά, ώσπου το κοτόπουλο να μαλακώσει και η σάλτσα να πηχτώσει.
5. Αλατίζουμε και συνεχίζουμε να ανακατεύουμε το μείγμα προσθέτοντας νερό αν χρειαστεί.
6. Βράζουμε τα μακαρόνια σε αλατισμένο νερό ωσότου φτάσουν στο σημείο al dente και στραγγίζουμε. Σερβίρουμε τα μακαρόνια σε μια μεγάλη πιατέλα και τοποθετούμε πάνω τους τα κομμάτια κοτόπουλου με σάλτσα. Στο τέλος, προσθέτουμε την τριμμένη μυζήθρα.

*Η Σπίρη Τζίντζιρα είναι συγγραφέας των βιβλίων ‘My Ikaria’ και ‘Afternoons in Ithaka’. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.tribaltomato.com
*Εάν θέλετε να μοιραστείτε κάποια αγαπημένη οικογενειακή συνταγή και να τη δείτε δημοσιευμένη στον “Νέο Κόσμο” μπορείτε να στείλετε email στη διεύθυνση anastasia@neoskosmos.com