Κρυμμένες σε δημόσια θέα, οι κοινωνικές λέσχες της Μελβούρνης τείνουν να σβήσουν μπροστά στον θόρυβο των καφέ της πόλης. Οι περισσότερες βρίσκονται εκεί για δεκαετίες, τα παράθυρά τους σκοτεινά πίσω από ξεθωριασμένες κουρτίνες και πινακίδες που προδίδουν την ηλικία τους. Αλλά παρά τον αστικό εξευγενισμό και την οικιστική ανάπτυξη, παραμένουν, φιλοξενώντας μία μονοπολιτισμική πελατεία που περνά τις μέρες της πίνοντας καφέ, παίζοντας χαρτιά και ρίχνοντας διαπεραστικά βλέμματα στους περαστικούς. Παραμένουν στην πλειοψηφία τους κρυμμένα μέρη.

Πριν από μερικά χρόνια, αποφάσισα ότι θέλω να γίνω μέρος αυτού του μυστικού και επισκέφθηκα την λέσχη της περιοχής μου, τον Οίκο του Ηρακλή (House of Hercules).

Η απόφαση αυτή δεν οφείλεται μόνο στην παρορμητική ανάγκη να γίνω μέρος ενός πράγματος με το οποίο δεν έχω καμία σχέση. Είμαι μία Ελληνοαυστραλή τρίτης γενιάς. Πέρα από την άμεση οικογένειά μου, δεν είχα μεγάλη ευκαιρία να εκφράσω ή να εξερευνήσω την «ελληνικότητά» μου, παρ’ ότι ήταν μεγάλο μέρος της ταυτότητάς μου. Πήγαινα σε ένα μικρό σχολείο, με τόσο αγγλοσαξωνικό πληθυσμό που η σταρένια επιδερμίδα μου θεωρούνταν «εξωτική». Στο πανεπιστήμιο, σπούδασα Φιλοσοφία και παρά τις ελληνικές ρίζες του αντικειμένου, ήμουν μέρος μιας κυρίως αγγλοκέλτικης τάξης. Ένας από τους λέκτορες χρησιμοποίησε την επιδερμίδα μου ως ευκαιρία να συζητήσει την «λευκότητα» – τι είναι, ήμουν κι εγώ μέρος της; Η τάξη μου κλήθηκε να ψηφίσει. Για μένα ήταν συναρπαστικό που βρήκα μια κοινωνική ομάδα Ελληνοαυστραλών – όποιος έχει περάσει την εμπειρία να μεγαλώνει με δύο κουλτούρες θα καταλάβει γιατί με προσέλκυσε παρά τον μέσο όρο ηλικίας των μελών της.

Κι έτσι, με τα σπαστά ελληνικά μου, μπήκα μέσα και ζήτησα έναν ελληνικό μέτριο. Η παρουσία μου αντιμετωπίστηκε, όπως θα περίμενε κανείς, με μια σχετική αμηχανία. Δεν ένιωσα ότι δεν ήμουν ευπρόσδεκτη, αλλά αναρωτήθηκα μήπως το γεγονός ότι ήμουν εκεί ήταν «χοντράδα». Πολλές κοινωνικές λέσχες είναι αποκλειστικά για μέλη και παρά το γεγονός ότι ο Οίκος του Ηρακλή δεν είχε τέτοια προϋπόθεση, δεν ήταν και ότι έστελνε το μήνυμα «περάστε ελεύθερα» (και σίγουρα δεν εξέπεμπε το μήνυμα «όλες οι νεαρές γυναίκες είναι ευπρόσδεκτες»).

Στην πραγματικότητα, δεν είχα λόγο ανησυχίας. Εκείνη τη μέρα, όπως και κάθε άλλη μέρα έκτοτε, η λέσχη δεν ήταν τίποτα άλλο από φιλόξενη. Έχω βρεθεί αμέτρητες φορές στον Οίκο του Ηρακλή τρώγοντας, πίνοντας και συζητώντας. Ενδιαφέρονται για μένα -για την καταγωγή μου, για το πώς έμαθα να μιλάω Ελληνικά -και εγώ με τη σειρά μου ενδιαφέρομαι για τις ιστορίες και τις συμβουλές τους- γιατί ήρθαν στην Αυστραλία, που είναι το καλύτερο ελληνικό φαγητό στη Μελβούρνη, ποιοι είναι οι κανόνες για το τάβλι; Είχα μία προσφορά μέσω της λέσχης όταν έψαχνα να νοικιάσω φτηνό δωμάτιο σε μια φίλη «γιαγιά» ενός μέλους και άλλη μια προσφορά για δουλειά.

Τα Σαββατοκύριακα ο Οίκος του Ηρακλή μένει ανοιχτός ως αργά. Χορεύουμε με ελληνική μουσική, τρώμε και πίνουμε ρετσίνα. Τα πράγματα «αγριεύουν», σπάμε πιάτα και πάντα έχουμε σφηνάκια Bailey’s.

Συχνά ανησυχώ για το τι θα γίνουν αυτοί οι χώροι στο μέλλον. Τώρα που οι Έλληνες που έχουν ζήσει για πολλές γενιές στην Αυστραλία, υπάρχει ανάγκη για τέτοιους χώρους που έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό την εθνικότητα; Η εμπειρία ενός Ελληνοαυστραλού τρίτης γενιάς μοιάζει περισσότερο με την εμπειρία ενός μη Έλληνα Αυστραλού παρά με αυτή των Ελλήνων μεταναστών του ’50. Εμείς η τρίτη γενιά μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, έχουμε ένα δίκτυο υποστήριξης και, κυρίως, την κοινή γλώσσα με την οποία μπορούμε να διασχίσουμε τον κόσμο. Λέσχες σαν τον ‘Οίκο του Ηρακλή’ αντιμετωπίζουν την πίεση της οικιστικής ανάπτυξης και του αστικού εξευγενισμού, ειδικά αν οι νεότεροι δεν αναλάβουν δράση. Εκτιμώ την αξία αυτού του μέρους. Ελπίζω σε είκοσι χρόνια να υπάρχει ακόμα ένα μέρος που να νιώθω τόσο άνετα όσο η τοπική ελληνική ανδρική λέσχη.