Τον τίτλο του σημερινού άρθρου δανείζομαι από το όγδοο κεφάλαιο της πραγματείας του Kenneth J. Freeman, «Schools of Hellas: An essay on the practice and theory of ancient Greek education from 600 to 300 B.C.» (Λονδίνο, 1907). Ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να δει το πόνημά του δημοσιευμένο (πέθανε σε ηλικία 24 ετών).

Σχετικά με την απόδοση ελληνικών όρων στα Αγγλικά, λέει: «I have preferred “Hellas” and “Hellene” to “Greece” and “Greek”. For a rose by any other name does not always smell as sweet».

Τι γλυκιά φράση! Το ρόδο δεν μυρίζει τόσο γλυκά, αν του δώσεις άλλο όνομα! Πραγματικά, αν ονομάσεις τον Έλληνα «Ρωμιό», χάνεις την ψυχή του Σωκράτη. Αν ονομάσεις τον Σλάβο «Μακεδόνα», χάνεις τον Σλάβο και σου μένει ο αλλόγλωσσος «Μακεδόνας».

Για τη σημερινή ελληνική Παιδεία δεν θα μιλήσουμε, γιατί είναι ανύπαρκτη. Αν υπήρχε, δεν θα βλέπαμε ουρές ανθρώπων να προσκυνούν ένα παλιό βρασμένο κάστανο του αγίου Παΐσιου (βλ. φωτογραφία), ούτε έναν ολιγογράμματο πρωθυπουργό να μιλά για δύο νησιά: Λέσβο και Μυτιλήνη! Αυτό που υπάρχει είναι η «χρήσιμη εκπαίδευση» που εξυπηρετεί ανάγκες της αγοράς. Έτσι έχουμε καλούς απαίδευτους επιστήμονες.

Θα μιλήσουμε για την αρχαία ελληνική Παιδεία – αυτή που έδωσε τον πρώτο λόγο στον Λόγο (λογική) και θεμελίωσε τον δυτικό πολιτισμό. Πολλά στοιχεία αντλούμε από την ως άνω πραγματεία του Freeman.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΟΓΜΑΤΟΣ
Στην αρχαία Ελλάδα η θρησκευτική Παιδεία (κατά το μεγαλύτερο μέρος) ήταν εξωσχολική, αφού αυτή δινόταν στο σπίτι και στη δημόσια ζωή. Το παιδί μάθαινε το τελετουργικό τυπικό για την κάθε θεότητα, με την άμεση συμμετοχή του, τραγουδώντας στις διάφορες γιορτές τα ιερά τραγούδια και χορεύοντας τους ιερούς χορούς.

Στην ελληνική θρησκεία δεν υπήρχε δόγμα που έπρεπε να μάθουν τα παιδιά. Στο ελληνικό πάνθεο πάντα υπήρχε χώρος για κάθε ξένη θεότητα. Ο θεός Σέραπις (ή Σάραπις), για παράδειγμα, ήρθε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, κι έτσι έχουμε στη Θεσσαλονίκη το περίφημο Σεράπειο. Γενικά, το φαινόμενο της μισαλλοδοξίας ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες.

Καθώς η ελληνική θρησκεία στηριζόταν σε πολυποίκιλους μύθους που διαφυλάσσονταν στην πρώιμη ποίηση, κάποια από τα ομηρικά και ησιόδεια ποιήματα έγιναν «ιερά βιβλία». Αυτή η «ιερή» φιλολογία ήταν το κύριο θέμα μελέτης στα πρωτοβάθμια σχολεία, όπου οι μαθητές τη διάβαζαν και τη μάθαιναν απ’ έξω.

ΟΙ «ΕΝΘΕΟΙ» ΔΑΣΚΑΛΟΙ
Από όλους τους ποιητές, οι Έλληνες θεωρούσαν τον Όμηρο ως τον άριστο και τον πιο «θείο» ποιητή. Έλεγαν πως αυτός είχε διαπαιδαγωγήσει την Ελλάδα και ότι τα ποιήματά του («Ιλιάδα» και «Οδύσσεια») αποτελούσαν τη βάση για την Παιδεία και για τον τρόπο ζωής, γενικά. Ακολουθούσε ο «ένθεος» Ησίοδος.

Κάθε Έλληνας είχε τον αγαπημένο του στίχο. Ο Ξενοφώντας, στα «Απομνημονεύματά» του (1.3), λέει ότι ο αγαπημένος στίχος του Σωκράτη ήταν από τον Ησίοδο: «καδ δύναμιν δ’ έρδειν ιερ’ αθανάτοισι θεοίσι», δηλ. «κατά τη δύναμή σου κάνε ιερουργίες στους αθάνατους θεούς» («Έργα και ημέρες», 336).

Από τα έργα του Ομήρου, που κάποιοι τα ήξεραν απ’ έξω, αντλούσαν ηθικά διδάγματα. Η Κίρκη λ.χ. μετάτρεψε τους συντρόφους τού Οδυσσέα σε γουρούνια εξαιτίας της απληστίας τους και της υπερβολικής ηδονής που ένοιωθαν μπροστά στο γεμάτο τραπέζι. Ο Οδυσσέας όμως, από συμβουλή τού Ερμή, και τη δική του αυτοσυγκράτηση, γλίτωσε.

ΟΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ
Προϊόντος του χρόνου, κάποιοι εχέφρονες Έλληνες αναζήτησαν μια υψηλότερη ηθική. Ο πρώτος που επιτέθηκε στην ηθική των μεγάλων ποιητών ήταν ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.). Ένα σπάραγμα από έργο του που χάθηκε, λέει: «πάντα θεοίσ’ ανέθηκαν Όμηρος θ’ Ησίοδός τε, όσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν». Δηλ. «ο Όμηρος και ο Ησίοδος φόρτωσαν στους θεούς όλα όσα είναι όνειδος και ψόγος για τους ανθρώπους: να κλέβουν, να μοιχεύουν και να απατά ο ένας τον άλλον» (Diehl, απόσπ. 10).

Ο Ηράκλειτος προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, λέγοντας πως στον Όμηρο ταιριάζει ένα χεράκι ξύλο! (Εδώ ο Freeman δεν δίνει πηγή.) Ακόμη και ο συγκρατημένος κι ευσεβής Πίνδαρος προσπάθησε ν’ αλλοιώσει κάποιους μύθους, για να τους προσαρμόσει στη δική του ηθική, ενώ ο Αισχύλος ερωτοτροπεί μ’ έναν υφέρποντα μονοθεϊσμό.

Τη μεγάλη αφύπνιση φέρνουν οι φιλόσοφοι και οι Σοφιστές, που απομακρύνονται από τις τερατολογίες της ησιόδειας «Θεογονίας». Παράλληλα οι τραγωδοί παρουσιάζουν τη μυθολογία μπροστά στα μάτια των θεατών κι εκθέτουν τις αδυναμίες της. Ο «από σκηνής φιλόσοφος» Ευριπίδης υπονομεύει τα θεμέλια της πίστης.
Όμως παρ’ όλες τις προσπάθειες των φιλοσόφων, ο μέσος Έλληνας παραμένει επίμονα προσκολλημένος στις παλιές θεότητες. Οι θεοί και οι θεές δεν γίνεται να θυσιαστούν. Η θρησκεία δεν πέφτει. Ο Όμηρος ερμηνεύεται τώρα αλληγορικά, όχι κατά γράμμα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Όπως τότε έτσι και σήμερα, η κοινή γνώμη δεν ξεκολλά εύκολα από τις παλιές θρησκευτικές της πεποιθήσεις. Δεν θέλει τη θυσία κανενός θεού: προτιμά τη θυσία του Λόγου – και την πετυχαίνει: καταδικάζει έναν Αναξαγόρα, έναν Πρωταγόρα, έναν Σωκράτη.

Σήμερα οι προσκυνητές του κάστανου του αγίου Παΐσιου συνεχίζουν τη θυσία του Λόγου, διότι στερούνται της κοινής λογικής. Απολαμβάνουν το όπιο της θρησκείας που παράγεται από μια άγουρη Παιδεία.