Πέρασαν είκοσι τέσσερα χρόνια από τότε που είχα την τιμή και τη χαρά να συζητήσω και στη συνέχεια να συνδειπνήσω με τον αείμνηστο Στυλιανό. Αφορμή για τη γνωριμία μας ήταν μία ανάλυση που είχα κάνει σε τρία από τα ποιήματά του, με θέμα τον θάνατο.

Θυμάμαι που από την πρώτη κιόλας στιγμή της συνάντησής μας, και ενώ ετοιμαζόμουν να ανοίξω τη συζήτηση με κάποιο φιλοσοφικό θέμα, μου συνέστησε να πάψω να σκέφτομαι με το «τσερβέλο». Στην ερώτησή μου, με τι άλλο πράγμα να σκέφτομαι, αν όχι με το μυαλό, η σθεναρή κα βροντώδης απάντησή του ήταν: «Με την καρδιά!». Την άλλη μέρα έγραψα ένα άρθρο, με τίτλο: «Άνθρωπος με καρδιά γουρουνιού» («Νέος Κόσμος», 15/5/1995).

Το πώς έβλεπε ο ποιητής (και όχι ο αρχιεπίσκοπος) Στυλιανός τον θάνατο, φαίνεται στα δύο ποιήματά του που ακολουθούν:

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

«Αρπάζοντας ό,τι θέλει χωρίς να ρωτήσει / δεν έχει ανάγκη από διαφημίσεις / μήτε χρειάζεται να πείσει κανένα / ο αδυσώπητος θάνατος. / Προφασιζόμενος ότι συμβαδίζει με το χρόνο / εξαπατά κι αυτόν τον έμπιστο συνεργάτη / ληστεύοντας γαστέρες εγκύων / λεηλατώντας στήθη θηλαζόμενα. / Μα μ’ όλα τούτα υπάρχουν κάποιες τρυφερότητες. / Στο απάνθρωπο βασίλειό του: οι νεκροί δεν υποφέρουν, δεν αρρωσταίνουν, δεν γερνούν!» (Audiatur et Altera Pars).

Στο δεύτερο ποίημα, γράφει: «Πρέπει να δεις πώς γκρεμίζουν ένα σπίτι / για να καταλάβεις με τι παπούτσια / μπορεί να ‘ρχεται ο θάνατος!» (Κατεδαφισμένο αίμα).
Από τα δύο αυτά ποιήματα γίνεται φανερό ότι ο θάνατος απασχολούσε πάρα πολύ τον Στυλιανό. Δυστυχώς, η σύντομη γνωριμία μου με τον ποιητή δεν μετεξελίχτηκε σε βαθιά και διαρκή φιλία, επειδή μεσολάβησε το «επεισόδιο Βέη» στον ιερό ναό του Αγίου Ευσταθίου.

Ωστόσο, δεν έπαυσα να θαμάζω την αγχίνοιά του, την ευστροφία του και την τόλμη του να σκέπτεται φωναχτά. Παρότι με προέτρεψε να σκέφτομαι μόνο με την καρδιά, θεωρούσα τον Στυλιανό ως τον καλύτερο συζητητή που θα μπορούσα να έχω σε θέματα φιλοσοφικά, αλλά και θεολογικά.

ΕΧΑΣΑ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσουμε σε βάθος το θέμα τού φόβου θανάτου και πώς αυτός ο φόβος μπορεί να νικηθεί με τη φιλοσοφία. Ό,τι και να πω τώρα, είναι ανώφελο για εκείνον, και για μένα. Αλλά εάν εκείνος πίστευε ότι η ασώματη ψυχή έχει αφτιά και ακούει, θα του έλεγα:

Αδερφέ μου Στυλιανέ. Εύχομαι οι «τρυφερότητες» στο «απάνθρωπο βασίλειο» του θανάτου, όπως τις περιγράφεις στο ποίημά σου, να είναι πραγματικές. Θα πονέσω πολύ αν δεν τις βρεις, γιατί τόσο πολύ τις πίστευες και τις επιθυμούσες.

Από τη δική μου πλευρά, θα έλεγα να μη σε νοιάζει αν η ψυχή σου είναι αθάνατη. Εγώ θέλω εσύ να είσαι αθάνατος! Και η δική μου ψυχή μπορεί να είναι αθάνατη. Αυτό δεν με απασχολεί. Με γεια της με χαρά της! Ας είναι αυτή αθάνατη όσο θέλει. Το ερώτημα, αδερφέ μου Στυλιανέ, είναι τι θα γίνει με μας. Εμείς θα είμαστε αθάνατοι χωρίς μνήμη; Τα «παπούτσια» του θανάτου που κατεδαφίζουν τη ζωή μας τα βλέπω κ’ εγώ να καλπάζουν προς το μέρος μου! Κλείνω τ’ αφτιά μου, δεν τ’ ακούω! Ακούγονται μόνο στη φαντασία μου.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ

Η ειλικρίνειά σου, αδερφέ Στυλιανέ, να ομολογήσεις ότι δεν κατανοείς τον άδικο θάνατο, φέρνει δάκρυα στα μάτια μου. Αυτή η ενδόμυχη εξομολόγησή σου γοήτευσε την καρδιά του γουρουνιού που έχει φωλιάσει στο πήλινο στήθος μου. Σε θαύμασα που απέφευγες τις αβασάνιστες υπεκφυγές κ’ έλεγες τα πράγματα με τ’ όνομά τους.

Ναι, θαυμάζω τους πνευματικούς ανθρώπους που είναι επικίνδυνα ειλικρινείς. Σε μένα τέτοιος άνθρωπος φάνηκες, και σ’ ευχαριστώ που με παρέσυρες – χωρίς να το ξέρεις – να είμαι κ’ εγώ το ίδιο. Σε κάποια στιγμή σε είδα να πολεμάς την «ωφέλιμη» ψευτιά και με χαμηλωμένα μάτια να μουρμουρίζεις: «Δεν ξέρω…». Τρελάθηκα από τη χαρά μου όταν το άκουσα αυτό. Ούτε κ’ εγώ ξέρω, αδερφέ μου Στυλιανέ. Ο πραγματικός φιλόσοφος είναι αυτός που δεν ξέρει.

Δεν πιστεύω στη προσωπική αθανασία χωρίς την αθανασία της μνήμης. Για μένα είσαι αθάνατος, όχι γιατί νίκησες τον θάνατο – αυτόν κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει – , αλλά επειδή το πνεύμα σου έμεινε πίσω στη γη. Άφησες το ποιητικό σου έργο, άφησες τι σκέψεις σου, άφησες τα πιστεύω σου. Όλ’ αυτά είναι η αθανασία σου, αδερφέ μου.

Έμαθα πως τα τελευταία χρόνια είχες τον θάνατο μέρα και νύχτα στο προσκέφαλό σου. Δεν ξέρω πόσο υπόφερες ή όχι. Αλλά τώρα ήρθε ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής, ο Μέγας Θάνατος. Θέλω να πιστεύω πως δεν το φοβήθηκες, γιατί ο παππούλης μας, ο Επίκουρος, είπε: «Όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν, όταν δε ο θάνατος παρή, τόθ’ ημείς ουκ εσμέν».

Νιώθω αφόρητη ντροπή και ενοχή που δεν δοκίμασα, όλ’ αυτά τα χρόνια του πόνου σου, να σου δείξω τον σεβασμό και την αγάπη μου έμπρακτα.
Καλό σου ταξίδι στην απεραντοσύνη του σύμπαντος κόσμου, αδερφέ μου Στυλιανέ…