Ο μαθητής τού Σωκράτη Αντισθένης είπε: «κρείττον εις κόρακας ή κόλακας εμπεσείν: οι μεν γαρ νεκρούς, οι δε ζώντας εσθίουσιν» (καλύτερα να πέσεις σε κοράκια παρά σε κόλακες, γιατί αυτά τρώνε πεθαμένους, ενώ οι κόλακες ζωντανούς). Όμως ο Σωκράτης δεν επιλογή: κόρακες και κόλακες χίμηξαν να τον φάνε!

Ο Αριστοφάνης τον διακωμωδεί ανελέητα: τον εμφανίζει ως σοφιστή, φυσιοδίφη, μετεωρολόγο κι επικίνδυνο νεωτεριστή (βλ. «Νεφέλες»).

Φυσικά όλ’ αυτά ουδεμία σχέση έχουν με τον ιστορικό Σωκράτη που συναντούμε στα κείμενα των μαθητών του, Πλάτωνα και Ξενοφώντα. Ωστόσο, αυτή η τερατώδης στρέβλωση της προσωπικότητάς του επηρέασε τους δικαστές στην περιβόητη δίκη του.

Από την άλλη, υπάρχει η άποψη (εγώ δεν την υιοθετώ), που λέει ότι ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Σωκράτη ως ήρωα στη συγκεκριμένη κωμωδία όχι για να πλήξει τον ίδιο, αλλά εκείνους που διέστρεφαν τη διδασκαλία του. Στην άποψη αυτή συνηγορεί η κίνηση του Πλάτωνα να πλέξει το εγκώμιο του Αριστοφάνη, μετά το θάνατο του ποιητή.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ
Όπως και να έχει το πράγμα, θ’ αφήσουμε τον Αριστοφάνη και θα πάμε στον Διογένη Λαέρτιο. Ποιος είναι αυτός; Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα! Άγνωστη η καταγωγή του, η ζωή του, η μόρφωσή του, ακόμη και το ίδιο τ’ όνομά του! Πρόκειται για αίνιγμα, που ούτε οι αρχαίοι δεν κατάφεραν να το λύσουν.

Όμως στα χέρια μας έχουμε ένα δικό του έργο, που φέρει τον σχοινοτενή τίτλο: «Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων και των εκάστη αιρέσει αρεσκούντων εν επιτόμω συναγωγή». Όλο αυτό μπορεί να μαζευτεί σε δύο λέξεις: «Βίοι φιλοσόφων».

Το έργο αυτό έχει μεγάλη αξία, διότι εμπεριέχει πολλές βιογραφικές ειδήσεις, που προέρχονται από προγενέστερους συγγραφείς. Αλλά, όπως σημειώνει ένας νεότερος μελετητής του, πρόκειται για μία άκριτη «κακοσύνθετη συναγωγή ερανισμάτων».

ΕΡΑΝΙΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τον Λαέρτιο, ο Σωκράτης συνεργαζόταν με τον Ευριπίδη και γι’ αυτό ο Μνήσαρχος γράφει: «Τούτο είναι το νέο δράμα του Ευριπίδη, με τον τίτλο «Φρύγες», για το οποίο τα φρύγανα τα προμήθευσε ο Σωκράτης». Για τον Μνήσαρχο, ο Ευριπίδης ήταν «μια μηχανή που τη στέριωσε ο Σωκράτης».

Ως γνωστόν, ο πατέρας τού Σωκράτη, Σωφρονίσκος, ήταν λιθοξόος (μαρμαροτεχνίτης, μπορεί και γλύπτης). Την τέχνη αυτή έμαθε και ο νεαρός Σωκράτης, και μάλιστα λέγεται ότι οι τρεις Χάριτες στην Ακρόπολη, που απεικονίζονταν ντυμένες, ήταν έργο του Σωκράτη.

Με αφορμή αυτό, ο Τίμων επιτίθεται στον Σωκράτη, γράφοντας: «Από τέτοια καταγωγή βαστάει ο λιθοξόος, ένας φλύαρος γύρω από τους νόμους, ο γόης της Ελλάδας, ο εφευρέτης λεπτολόγων επιχειρημάτων, χλευαστής με λεπτούς λόγους, μισοαττικός στην ειρωνεία του».

Πολλές φορές, λέει ο Λαέρτιος, όταν ο Σωκράτης παρουσίαζε εντονότερα τα επιχειρήματά του, του έδιναν καρπαζιές και τον τραβούσαν από τα μαλλιά.Και, κατά το μεγαλύτερο μέρος των συζητήσεων, τον περιγελούσαν και τον ταπείνωναν. Όλ’ αυτά αυτός τα δέχονταν με ανεξικακία. Γι’ αυτό, όταν κάποιος τον κλώτσησε, δεν αντέδρασε. Στον διπλανό αυτόπτη που απόρησε, ο Σωκράτης απαντά: «Αν με κλωτσούσε ένας γάιδαρος, θα τον πήγαινα στο δικαστήριο;».

Για τη γυναίκα του, την Ξανθίππη, η οποία, αφού του έσυρε πολλά και ύστερα τον κατάβρεξε, ο Σωκράτης είπε στους φίλους του: «Δεν σας έλεγα εγώ ότι η Ξανθίππη, μετά τις βροντές θα καταλήξει στη βροχή;».

Στον Αλκιβιάδη που του είπε ότι η Ξανθίππη είναι ανυπόφορη με τις στριγκλιές της, Ο Σωκράτης απαντά: «Αλλά εγώ συνήθισα, σαν ν’ ακούω συνεχώς το τρίξιμο της τροχαλίας».

ΤΑ ΕΠΑΙΝΕΤΑ
Όταν ο Αλκιβιάδης θέλησε να δωρίσει στον Σωκράτη ένα μεγάλο οικόπεδο για να φτιάξει σπίτι, ο Σωκράτης του λέει: «Αν είχα ανάγκη από παπούτσια, και μου έδινες ένα ολόκληρο δέρμα για να φτιάξω ένα ζευγάρι, δεν θα ήμουν καταγέλαστος αν το έπαιρνα;».

Πολλές φορές, βλέποντας το πλήθος των αγαθών που πωλούνταν στην αγορά, αναφωνούσε: «Ω, πόσα πράγματα δεν μου χρειάζονται!». Και διαρκώς απήγγειλε τους στίχους: «Τα ασημικά και η πορφύρα, είναι χρήσιμα στο θέατρο, όχι στη ζωή».

Περιφρόνησε και τον Μακεδόνα βασιλιά Αρχέλαο, και άλλους επιφανείς Θεσσαλούς (τον Κρανώνιο Σκόπα, τον Λαρισαίο Ευρύλοχο), αφού ούτε τα δώρα τους δέχτηκε ούτε να τους επισκεφτεί φρόντισε. Ακόμη και τους δούλους που του πρόσφερε ο Χαρμίδης (για να εισπράττει από αυτούς εισόδημα, στέλνοντάς τους σε ξένες δουλειές) αρνήθηκε.

Όταν ο ρήτορας Λυσίας έμαθε ότι ο Σωκράτης κατηγορείται για ασέβεια, εισαγωγή νέων θεοτήτων, διαφθορά των νέων, και με προτεινόμενη ποινή τον θάνατο, ετοίμασε έναν απολογητικό λόγο. Ο Σωκράτης, αφού τον διάβασε, του λέει:

«Πολύ καλός είναι ο λόγος, Λυσία, αλλά δεν μου ταιριάζει». Τον βρήκε πολύ δικηγορίστικο! «Μα πώς γίνεται να είναι καλός και να μη σου ταιριάζει;», απορεί ο Λυσίας. Και ο Σωκράτης ρωτά: «Δεν υπάρχουν καλά ρούχα και παπούτσια που εμένα να μη μου κάνουν;».

Ο Λαέρτιος, κλείνοντας τη βιογραφία τού Σωκράτη, γράφει: «Αφιερώσαμε κ’ εμείς σ’ αυτόν τους παρακάτω στίχους: Πίνε λοιπόν τώρα, Σωκράτη, στο παλάτι τού Δία, γιατί αν πραγματικά σοφό σε ονόμασε ο θεός, η σοφία είναι θεός. Γιατί εσύ με απλότητα δέχτηκες το κώνειο από τους Αθηναίους, αυτοί όμως το ήπιαν από το στόμα σου».