Στα 1820 δεν μπορούσαν να διανοηθούν οι Λατινοαμερικανοί επαναστάτες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, οι οποίοι μάχονταν κατά των Ισπανών, Πορτογάλλων, Γάλλων και Βρετανών αποικιοκρατών ότι, για παράδειγμα, οι Ενωμένες Περιφέρειες του Ρίο Ντε Λα Πλάτα, θα ενώνονταν μερικά χρόνια αργότερα σε μία νέα χώρα με δική της εθνική συνείδηση, την Αργεντινή (1824). Στα 1830, ρομαντικό αφήγημα ήταν για τους πολιτικούς και ιστορικούς ότι θα μπορούσε η ιταλική χερσόνησος με τα οκτώ ετεροπολιτιστικά κράτη, που την κατοικούσαν, θα μπορούσε τελικά να ιδρυθεί και να λειτουργήσει ένα εννιαίο πολιτικό μόρφωμα, το οποίο σαράντα χρόνια αργότερα θα ονομαζόταν Ιταλία (1870), με ενιαίο εθνικό προσανατολιμό και φιλοδοξίες, παρά τις υπαρξιακές διαφορές τους. Στα 1820 ελάχιστοι μόνον ρομαντικοί πολιτικοί και οπαδοί του νεο-ουμανισμού μπορούσαν να διανοηθούν ότι οι Έλληνες που ποτέ τους δεν κατόρθωσαν στα τελευταία 3500 να μορφώσουν ένα εννιαίο έθνος-κράτος, ως Ελλάδα, θα επαναστατούσαν εννιαία και μαζικά, ώστε να διαμελιστεί η αυτοκρατορία των Οθωμανών, μιας ουραλο-αλταϊκής εθνότητας και να παύσουν, οι Ασιάτες αυτοί, να έχουν ιστορικό και πολιτιστικό δικαίωμα στην Ευρώπη. Οι Ρωμιοί της αυτοκρατορίας αυτής από τη Μολδαβία, τη Βλαχία μέχρι την Κρήτη, από το Ιάσιο μέχρι και την Τρίπολη, από τη Χαλκιδική μέχρι και τη Μεσσηνία, ξεσηκώθηκαν και μετέβαλαν το μικρό και ισχνό βασίλειο που δημιουργήθηκε, σε ηγερία και μπροστάρη των Βαλκανίων.

Το νέο Βασίλειο των Ελλήνων στα 1830 δεν είχε δική του παράδοση διοίκησης, έλιπε το οργανωμένο κράτος. Δανείστηκε και εξάντλησε τα μοντέλα των Βαυβαρών και τη γενναιοδωρία τους, μιμήθηκε τους μηχανισμούς της κεντρικής Ευρώπης, των Αυστριακών, όπως και οι Ιταλοί γείτονές τους. Το νέο Βασίλειο της Ελλάδας ήταν ένα επεξεργασμένο μόρφωμα, αποτέλεσμα παζαριών και συνάξεων των Μεγάλων Δυνάμεων, που άφηνε ανελέητα στην τύχη τους τα 80% της ιστορικής ελληνικής Διασποράς. Το νέο κράτος των Ελλήνων ήταν αποτέλεσμα μιας γενναίας, μαρτυρικής, απόλυτα ιερής, αλλά και αποτυχημένης Επανάστασης, μέχρι το μοιραίο λάθος στο Ναυρίνο. Δημιουργήσαμε όμως μια ενιαία πανελληνια συνείδηση;

Οι συνέλληνες δεν είχαν εμπειρίες μιας καθολικής εθνικής συνείδησης. Ο αριθμός των ελεύθερων Ελλήνων δεν ξεπερνούσε στα 1830 τις 790.000 ψυχές. Σχεδόν πέντε εκατομμύρια Έλληνες παρέμεναν αλύτρωτοι, σκλαβωμένοι των Οθωμανών, ή πολίτες της Ρωσίας ή της Σικελίας, των παρευξείνιων περιοχών. ΄Ολα αυτά τα χρόνια, μετά την Ελληνιστική περίοδο και τη Ρωμαϊκή κατάκτηση οι Έλληνες, ως Γραικοί (το παλιό τους ομηρικό όνομα), ή ακόμη και ως Ρωμιοί (κληρονόμοι και της ελληνο-ρωμαϊκής βυζαντινής αυτοκρατορίας), διατήρησαν την εθνική τους συνείδηση, μέσα από τον λυτρωτικό, αποστολικό αλλά και κυρίαρχα ηγετικό ρόλο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που διατηρούσε στην Ανατολική Ευρώπη και στην επικράτεια των Οθωμανών. Ήταν λυτρωτικός γιατί η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία προέβαλε την ελληνική ιστορική και πολιτιστική παράδοση, διέσωσε την αρχαία ελληνική γραμματεία, διαφύλαξε τα συγγράμματα και την ποίηση της κλασικής Ελλάδας και συμφιλίωσε με τα συγγράμματα των Πατέρων το σχίσμα μεταξύ του Χριστού και του Έλληνα, παρά τον «ανθελληνικό» φανατισμό της παλαιοχριστιανικής περιόδου με πρόσχημα τον παγανισμό, που οδήγησε στο κλείσιμο και την καταστροφή των ελληνικών μνημείων γνώσης και πολιτισμού. Ήταν και αποστολικός ο ρόλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας γιατί μεγάλος αριθμός κληρικών μαρτύρησε με τη ζωή του και θυσιάστηκε για τα δίκαια και τον πολιτισμό των Ελλήνων, ενώ χιλιάδες ήσαν οι ιερείς που κράτησαν τις τοπικές τους κοινωνίες δίπλα στην ελληνική γλωσσα και πολιτισμό.

Διατηρήθηκε επίσης η εθνική συνείδηση των Ελλήνων μέσα από την κοινή χρήση της Ελληνικής, της μεγάλης αυτής γλώσσας που λειτούργησε και λειτουργεί ως πηγή και τροφός των άλλων γλωσσών μέχρι και τις μέρες μας. Διατηρήθηκε όμως και χάρις της ιδαίτερα σημαντικής προσφοράς που είχε η τοπική κοινωνία, με τα τοπικά της ήθη και έθιμα, τις δικές της παραδόσεις. Οι κλειστές κοινωνίες των Ελλήνων, μέσα στα όρια του χωριού για εκατοντάδες χρόνια, εξαιτίας του δύσβατου, γεωγραφικά απομονωμένου και απρόσιτου διαμόρφωσαν μια δική τους ιδιαίτερη κοινωνία, με δική τους ντοπιολαλιά, με δική της προφορική παράδοση, χορούς και μουσική. Ο εθνοτοπικός αυτός σημαντικός στην περίοδο της τουρκοκρατίας ρόλος, ο οποίος είχε λυτρωτικό για την ταυτότητα του Έλληνα χαρακτήρα, και δημιούργησε έναν τοπικό πολιτισμό στον οποίον στρέφονταν με αξιοπρέπεια αλλά και θάρρος όλοι οι συγχωριανοί, είχε και τις αρνητικές του συνέπειες.

Μετά την απελευθέρωση και αφού μαρτύρησε ο κύριος κορμός του Ελληνισμού, ιδιαίτερα μετά το 1922, με πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς και εξορίστους στα μέτωπα της Ασίας και άλλα τρία εκατομμύρια αυτοεξόριστους μετανάστες στην Ευρώπη και στις νέες χώρες των Αμερικών και της Ωκεανίας, συνεχίσαμε να διατηρούμε με έπαρση και αλαζονεία την εθνοτοπική μας ταυτότητα, τον τοπικό αυτό σωβινισμό, που αποχύμωσε τη ζωτικότητα του Ελληνισμού και κατέστρεψε την εθνική συνοχή αλλά και τη συνεκτικότητα (την πορεία προς τη συνοχή) των Ελλήνων. Και ποια είναι, λοιπόν, αυτή η πανελλήνια εθνική συνείδηση του συγκαιρινού Έλληνα; Την απάντηση τη δώσαμε και στο παρελθόν: Η σύγχρονη ελληνική ταυτότητα συνίσταται από τέσσερα κύρια συστατικά γνωρίσματα, είναι το αποτέλεσμα, το κοινωνικο-πολιτιστικό μόρφωμα που προκύπτει από την κλασική Ελλάδα, την Ορθοδοξία, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό όπως αναπτύχθηκε από τους ουμανιστές και τους νεο-ουμανιστές και από την καθ΄ημάς Ανατολή.
Παρά την τεχνολογική επανάσταση, την παγκοσμιοποίηση, τη μεταφύτευση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων σε μεταναστευτικές χώρες, ακόμη συνεχίζουμε, κυρίως στη Διασπορά (όπου έχει κολλήσει ο χρόνος) την άδικη και άλογη προσήλωση και την «κρυφή» μας λατρεία σε ό,τι έχει σχέση αποκλειστικά με τον τόπο μας. Απολησμονούμε επιλεκτικά την πανελλήνια καταγωγή μας και όταν το επιθυμούμε για διάφορους λόγους, επικαλούμαστε την τοπική μας καταγωγή. Χωρίζουμε συνεργάτες και φίλους και επαγγελματίες σε «δικούς» μας και σε «ξένους», σηκώνουμε τα φρύδια όταν ο γιος του γείτονα νυμφεύθηκε μια «ξένη» από το διπλανό χωριό, μασάμε σίδερα όταν ο γιος μας νυμφεύεται μια ετερότοπη, ή ακόμη χειρότερα, μια αλλογενή, πέφτουμε σε μαράζι όταν ο υπάλληλος που προσλάβαμε στην επιχείρησή μας δεν είναι από το ίδιο χωριό, για παράδειγμα από την Πελοπόννησο ή τη Μακεδονία.

Αυτός ο τοπικισμός που κατέστρεψε τη ενότητα των Ελλήνων στην Αυστραλία, που απέτρεψε τις πανελλήνιες εκδηλώσεις, που έβλαψε τα συμφέροντα των Ελλήνων ως εννιαίου συνόλου, που οδήγησε στην ίδρυση πρώτα των τοπικών αδελφοτήτων και μετά των πανελλήνιων κοινοτήτων σε πολλά μέρη της Αυστραλίας, παραμένει ακόμη σύμβουλος και σημαντικότατος παράγοντας στη λήψη των αποφάσεων. «Φτάνει να είναι δικός μας, από το χωριό μας, άντε και από τον Νομό μας. Να είναι Αρκάς, Μεσσήνιος, Χιώτης, Σαμιώτης, τότε θα του συγχωρέσουμε κάποια αβελτερία, κάποια αδυναμία, τότε θα τον προτιμήσουμε». Μερικοί το πάνε και πιο βαθιά: «Μα δεν βρήκανε έναν Αρκά, έναν Λάκωνα να γράψει την ιστορία της Αρκαδίας ή της Λακωνίας και προτίμησαν έναν ξένο…!!». Ο «ξένος» μπορεί να είναι ένας άλλος συν-Έλληνας, ναι αλλά δεν είναι Αρκάς δεν είναι Λάκωνας!! Άρα την ιστορία της καταστροφής των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης κακώς την έγραψε ο Κεφαλλονίτης Ελληνοαμερικανός Σπύρος Βρυώνης, έπρεπε να τη γράψει μόνον ο μακαρίτης ο Σαρρής ή ο Γιαβρόγλου. Μα και την επτάτομη ιστορία της Ελλάδας, γιατί να τη γράψει ο ξένος, ο Σκωτζέζος o George Finley, έπρεπε να την γράψει κάποιος από τον Δρυμό της Θεσσαλονίκης, «ένας δικός μας» για να έχει αξία! Και άλλος θα παρατηρήσει με περισσή σοφία χιλίων πιθήκων: «Μα χάθηκαν οι δικοί μας, γιατί ανάθεσαν το έργο σε έναν μη δικό μας;;;» Εύλογη η απορία του σοφού που διαμαρτύρεται. Ωστόσο, εάν ισχύσουν τέτοιες γελοίες και ανισσόροπες θέσεις τότε οι μισοί και περισσότεροι από εμάς θα πρέπει να ερωτηθούμε γιατί δεν παντρευτήκαμε γυναίκες από το χωριό μας (άντε να τις/τους χωρίσουμε αφού δεν είναι «δικές μας»), ή γιατί δεν πήγαμε στον ογκολόγο ή τον γιατρό από το χωριό μας και ζητήσαμε τον καλύτερο και αρτιότερο και πλέον επιστημονικά καταρτισμένο για να μάς γιατρέψει.

Σε τέτοιου είδους παραδοξολογίες και παραλογίες καταλήγουν ακόμη κάποιου, οι οποίοι δεν μπορούν να αντιληφθούν την αξία και τη διάσταση του «συνέλληνα», δεν μπορούν να κατανοήσουν τη σημασία που έχει για την ενότητα και την κοινή μας καταγωγή, ως φιλάδελφοι αδελφοί και συμπατριώτες, να αποτάξουμε τον τοπικισμό και να αγκαλιάσουμε τον «΄Ελληνα, τον Γραικό, τον Ρωμιό» στη Διασπορά. Και εάν τέλος πάντων δεν μπορούμε ακόμη να φτάσουμε στο επίπεδο της πανελλήνιας κοινής μας καταγωγής, τότε ας καταλήξουμε ότι τέλος πάντων, ο «ξένος» ή «ξένη» που επέλεξαν οι άλλοι ή και εμείς, μπορεί να είναι καλύτερος σε αρετές και ικανότητες και προσόντα από ένα δικό μας. Δεν θα είναι αυτό πολιτισμένα πιο έντιμο και αληθινό;;

Αναστάσιος Τάμης