Στην Ελλάδα η γιορτή του πατέρα άρχισε να γιορτάζεται τα τελευταία μόνο χρόνια και δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, τουλάχιστον όσο ζούσα εκεί. Έτσι δεν έχω καθόλου προσωπικές μνήμες από μια τέτοια επέτειο με τον μπαμπά μου. Απ’ όταν τον έχασα –πριν από περίπου δύο χρόνια– τέτοια μέρα σκέφτομαι τι θα έκανα αν ζούσε. Θα τον έπαιρνα τηλέφωνο, θα του έστελνα μια έξυπνη κάρτα, ένα συμβολικό δωράκι ή θα τον καλούσα στο skype από κάποιο όμορφο σημείο της Μελβούρνης για να πιούμε μαζί, έστω και εξ αποστάσεως το καφεδάκι μας «κουτσομπολεύοντας» τη μαμά, ή αναλύοντας την πολιτική ζωή της Ελλάδας και γελώντας χωρίς όρια.

Έτσι όπως σκέφτομαι αυτά, συνειδητοποιώ πως τελικά στη γιορτή του πατέρα δεν θα έκανα τίποτα περισσότερο από ό,τι έκανα πάντα. Γιατί αυτά που μόλις σας περιέγραψα ήταν αυτά που έκανα με κάθε ευκαιρία. Είτε ζούσα είκοσι λεπτά είτε είκοσι δύο ώρες μακριά του.

Ό,τι καλό μου συνέβαινε θα το μάθαινε πρώτος ο μπαμπάς. Ό,τι άσχημο, πάλι ο μπαμπάς. Ακόμη και τώρα –γιατί ο «μπαμπάκας» υπάρχει ακόμα στις επαφές στο κινητό μου– μηχανικά θα τον καλέσω για να του πω τα νέα μου μιας και αυτή η αυτόματη σκέψη: «να το πω στον μπαμπά» θα πάρει καιρό για να παροπλιστεί…
Και είναι αυτά που μου λείπουν περισσότερο από οτιδήποτε τώρα που μας χωρίζει ο ουρανός. Την ίδια στιγμή είναι αυτές οι μικρές καθημερινές αναμνήσεις που απαλύνουν κάπως τον πόνο της απώλειάς του.

Αν, λοιπόν, ήταν εδώ, την Κυριακή θα τον καλούσα για να του θυμίσω κάτι που είχε συμβεί όταν ήμουν περίπου εννιά χρονών. Ήταν χειμώνας, Σάββατο πρωί στο εξοχικό μας στην Κόρινθο. Ως συνήθως, συνόδευα τον μπαμπά στα ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Βγαίνοντας, είχε αρχίσει να βρέχει. Τον θυμάμαι να αφήνει τις τσάντες στο πεζοδρόμιο για να μου κουμπώσει το μπουφάν μου και να μου φορέσει την κουκούλα. «Μην μου κρυώσεις, κοριτσάκι», μου είπε με τη γλυκιά φωνή του και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Κι εγώ για άλλη μια φορά, απολάμβανα την προστασία του νιώθοντας αληθινά ξεχωριστή. Εκείνη τη στιγμή πέρασε δίπλα μας ένας παππούς. Παρ’ όλη τη βροχή, στάθηκε και μου είπε: «Αυτή τη στιγμή να την θυμάσαι γιατί δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να σ’ αγαπά και να σε προσέχει όπως αυτός ο άνθρωπος» κι έγνεψε κατά τον πατέρα μου.

Δεν είπαμε τίποτα γι’ αυτό το γεγονός, ούτε τότε μα ούτε και αργότερα. Το μόνο που θυμάμαι είναι να απλώνω το χέρι μου στον μπαμπά κι εκείνος να το παίρνει και να το κλείνει προστατευτικά μέσα στο δικό του, όπως έκανε πάντα.
Όπως έκανε και τη μέρα που έμπαινα στο αεροπλάνο για την Αυστραλία, όπως έκανε και στο κρεβάτι του πόνου λίγο πριν ξεψυχήσει, όπως έκανε και όταν βρισκόμουν εγώ στο κρεβάτι του πόνου για να μου δώσει κουράγιο. Κι ας μην ήταν εκεί…
Γιατί αυτός ήταν και παραμένει για μένα ο πατέρας μου, ο μπαμπάκας μου: ο φύλακας άγγελός μου. Και δεν χρειάζεται καμιά «γιορτή» για να μου το θυμίσει…