Όλοι γνωρίζουμε ότι η αρχαία Ελλάδα απαρτιζόταν από πόλεις-κράτη. Ξεχώριζαν όμως δυο απ’ αυτές, η Αθήνα και η Σπάρτη. Η Σπάρτη θαυμάστηκε και θαυμάζεται ακόμα για την ανδρεία της. Τουλάχιστον ένδεκα πόλεις στις ΗΠΑ ονομάζονται Σπάρτη. Για την ομηρική Σπάρτη (τη Σπάρτη των ομηρικών επών) αναφέρθηκα άλλη φορά. Σήμερα θ’ αναφερθώ στη Σπάρτη των Δωριέων και των νεότερων χρόνων μέχρι σήμερα. Θεωρώ σημαντικό να γνωρίζουμε με λεπτομέρεια την ιστορία της πατρίδας μας.

Επειδή οι Σπαρτιάτες ήταν απόγονοι του Ηρακλή (εξ ου και Ηρακλείδες) ο οποίος φόνευσε τον λέοντα της Νεμέας, πολλά από τα ονόματά τους έφεραν την πρόθεση Λέων, ήτοι Λεωνίδας, Λεωτυχίδας και άλλα παρόμοια, που σημαίνουν γιος του λέοντα.

Η Σπάρτη είχε βασιλεία. Η βασιλεία της, όμως, δεν ήταν μοναρχική. Για τις απαρχές του θεσμού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, αλλά ο Ηρόδοτος διηγείται μια ωραία ιστορία για το πώς προέκυψε το παράδοξο καθεστώς της διπλής βασιλείας.

Παλιά -εξηγεί- μία και μοναδική ήταν στη Σπάρτη η βασιλική οικογένεια, όπως παντού στον πρώιμο ελληνικό κόσμο, και η διαδοχή στο ύπατο αξίωμα γινόταν με τον γνωστό κληρονομικό τρόπο. Η γυναίκα, όμως, του νεκρού βασιλιά Αριστόδημου γέννησε δίδυμα και προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε ποιο από τα δύο παιδιά της ήταν πρεσβύτερο. Ήθελε ν’ ανέβουν και τα δύο στον θρόνο.

Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα και αποφάσισαν να λύσουν το μυστήριο, ρωτώντας το Μαντείο των Δελφών. Η Πυθία αποκρίθηκε ότι έπρεπε να θεωρήσουν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά να τιμήσουν περισσότερο εκείνο που γεννήθηκε πρώτο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν και πάλι σε απορία. Η λύση δόθηκε από έναν Μεσσήνιο, ονόματι Πανίτη ο οποίος πρότεινε να κατασκοπεύσουν τη μάνα και να δουν ποιο παιδί φροντίζει πρώτο στο τάισμα και το πλύσιμο. Η ιδέα υπήρξε επιτυχής. Οι Σπαρτιάτες ανακήρυξαν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά αναγνώρισαν τα πρωτεία τιμής στον Ευρυσθένη.

Ο αδελφός του Προκλής αποδείχθηκε πολύ διαφορετικός χαρακτήρας, και οι δύο βασιλικές οικογένειες που προέκυψαν (οι Αγιάδες και οι Ευρυποντίδες) διέφεραν σημαντικά στη νοοτροπία. Κατά παράδοση, οι Αγιάδες, οι απόγονοι του Ευρυσθένη, αναγνωρίζονταν ως ανώτεροι. Οι δυο δυναστείες των Αιγειαδών και των Ευρυπωντιδών «ήταν και οι δύο από τη γενιά των Ηρακλειδών», βασιλεύουν από κοινού επί πέντε αιώνες, από τον 8ο έως τον 3ο αιώνα πριν κοινής εποχής (π.κ.ε.). Στον πόλεμο οδηγούσε το στρατό ένας από τους δυο βασιλιάδες, αυτός που είχε γιο.

Στους κόλπους των δύο βασιλικών οικογενειών, η διαδοχή είναι αυστηρά κληρονομική, χωρίς ο κανόνας της διαδοχής να είναι η πρωτοτοκία: σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 3), ο γιος που γεννήθηκε έπειτα από την άνοδο του πατέρα του στο βασιλικό αξίωμα έχει περισσότερα δικαιώματα από τον πρωτότοκο που γεννήθηκε από έναν πατέρα που ήταν τότε απλός ιδιώτης. Τα προνόμια των βασιλέων είναι γνωστά χάρη στους δύο καταλόγους που μας παρέδωσαν o Ηρόδοτος (6, 56-58) και ο Ξενοφών (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 115 και 130).

Στις διαθέσιμες αρχαίες πηγές υπογραμμίζεται έντονα το γεγονός ότι η πόλη ακολουθούσε αυστηρούς ευγονικούς κανόνες. Αν και πολλές περιπτώσεις βρεφών θα πέρασαν οπωσδήποτε απαρατήρητες, η έγκριση του κράτους ήταν καταρχήν απαραίτητη για την ανατροφή ενός νεογέννητου παιδιού, και υποτίθεται ότι την έδιναν οι έφοροι ως αρμόδιοι για όλα τα ζητήματα του καθημερινού βίου. Λέγεται, επίσης, ότι ο άτεκνος σύζυγος μπορούσε, αν ήθελε, να παραχωρήσει τη γυναίκα του σε κάποιον νεότερο και δυνατό Σπαρτιάτη για τεκνοποιία.

Ανεξάρτητα από την ιστορική ακρίβεια αυτών των πληροφοριών, γεγονός παραμένει ότι ολόκληρη η ερωτική ζωή των Λακεδαιμονίων πολιτών ήταν ιδεολογικά προσανατολισμένη στη δημιουργία ρωμαλέων απογόνων. Στο ίδιο πνεύμα οι Σπαρτιάτισσες είχαν ελευθερίες και προνόμια που θα ήταν απίστευτα οπουδήποτε αλλού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στη Σπάρτη, και μόνο εκεί, επιτρεπόταν -ή μάλλον επιβαλλόταν- στις γυναίκες να γυμνάζονται και να μετέχουν σε αγώνες, τα δε νεαρά κορίτσια αγωνίζονταν γυμνά, όπως και οι συνομήλικοί τους έφηβοι.

Επειδή ο Σπαρτιατικός λόγος χαρακτηρίζεται από την χρήση ελαχίστων λέξεων, του καθιερώθηκε ο όρος «Λακωνικός» όταν αναφερόμαστε στην μινιμαλιστική ομιλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα Λακωνικότητας αποτελεί η απάντηση του Λεωνίδα στην απαίτηση του Ξέρξη όπως οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες παραδώσουν τα όπλα τους. Με βάση τις ομιλίες των Αθηναίων στρατηγών που καταγράφονται στο Θουκυδίδη, είναι εύκολο να φαντασθεί κανείς τι θα είχε απαντήσει ένας Αθηναίος στρατηγός. Αναμφίβολα θα είχε εκφωνήσει έναν μακρύ και πλούσιο λόγο για τη δημοκρατία, την ελευθερία και την τιμή, καθώς και πόσο όμορφο είναι να πεθαίνει κάποιος για την πατρίδα του. Ο Λεωνίδας όμως απαντά με δύο μόνο λέξεις «Μολών Λαβέ».

Στα μέσα του δεύτερου αιώνα μετά κοινής εποχής (μ. κ. ε.) η Σπάρτη, μετά από μια σύντομη σύγκρουση, υποτάχθηκε στην κυριαρχία της Ρώμης. Κάτω από την κυριαρχία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, οι ελληνικές πόλεις ήταν κάτι περισσότερο από μουσεία. Στη Σπάρτη, οι σκληροί αγώνες που άλλοτε μετέβαλαν τους εφήβους σε άνδρες, τώρα γίνονταν εμπρός στους περιηγητές, στο θέατρο. Η αυστηρότητα είχε εξαλειφθεί από τη ζωή της Σπάρτης και η κοιλάδα του Ευρώτα ήταν γνωστή για την οκνηρή, ανέμελη χλιδή της.

Ο ερχομός του Χριστιανισμού επέφερε μια μεγαλύτερη αυστηρότητα στα ήθη. Αλλά φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες δεν ήταν πολύ πρόθυμοι να ενστερνιστούν τη νέα θρησκεία. Μόνο αφού προχώρησε για τα καλά ο 5ος αιώνας, γίνεται σαφώς λόγος για τον επίσκοπο της Λακεδαίμονος καθώς η Εκκλησία επανήλθε στο πιο παλιό και πιο μελωδικό από τα ονόματα της πόλης. Με το τέλος του πέμπτου αιώνα όλα τα σημάδια της παλιάς θρησκείας εξαφανίστηκαν. Οι αρχαίοι ναοί ερήμωσαν ή μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Τα αθλήματα και οι αγώνες εγκαταλείφθηκαν και οι μέλλουσες μητέρες δεν σκαρφάλωναν πια το λόφο της Θεράπνης να προσευχηθούν στο μνήμα της Ελένης.

Το 376 η αυτοκρατορική διοίκηση επέτρεψε στο βάρβαρο έθνος των Βησιγότθων να διαβεί τον Δούναβη και να εισχωρήσει στην Αυτοκρατορία. Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, οδηγούμενοι από τον ανήσυχο αρχηγό τους Αλάριχο, θυμωμένοι που δεν τους δόθηκε γη να εγκατασταθούν, εισέβαλαν στην ελληνική χερσόνησο. Έτσι, βιαστικά διέσχισαν τον Ισθμό της Κορίνθου προς την Πελοπόννησο, λεηλατώντας τα μέρη απ’ όπου περνούσαν και, τελικά, προς το τέλος του καλοκαιριού του 395, επιτέθηκαν στην ανυπεράσπιστη Σπάρτη.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η πόλη λεηλατήθηκε. Φαίνεται πως ο Αλάριχος οραματίστηκε την ίδρυση ενός δικού του βασιλείου στην Πελοπόννησο αλλά μετά από λίγους μήνες, τμήμα του αυτοκρατορικού στρατού της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό τον στρατηγό Στελέχωνα που πλησίαζε, τον έκανε να μετακινηθεί προς τα βόρεια, στην Ιλλυρία, και να αρχίσει ξανά την ανήσυχη πορεία του που θα έφερνε τον πόλεμο στην Ιταλία και σε αυτήν ακόμη την πόλη της Ρώμης.

Η ειρήνη επέστρεψε στην κοιλάδα της Σπάρτης για δύο σχεδόν αιώνες. Αλλά η αυτοπεποίθηση είχε πια χαθεί. Επιτέλους, κτίστηκαν τείχη για να προστατευτεί η ίδια η πόλη. Αυτοί οι αιώνες παρακολούθησαν την παρακμή κάθε ευημερίας στην ελληνική χερσόνησο. Με το θρίαμβο της Χριστιανοσύνης, οι πόλεις της Ελλάδας έχασαν το παλιό τους μεγαλείο και οι πιο δραστήριοι πολίτες τους, τις εγκατέλειψαν για επαρχίες με μεγαλύτερη κίνηση.

Οι σλαβικές φυλές που είχαν αποτραβηχτεί στην οροσειρά του Ταϋγέτου και στα βουνά της Αρκαδίας προσπαθούσαν να λεηλατήσουν τις πεδιάδες και στρατιωτικές αποστολές έπρεπε να σταλούν εναντίον τους για να αποκαταστήσουν την υπακοή και να τους αποσπάσουν τους φόρους υποτέλειας. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πείσθηκαν να ασπαστούν το Χριστιανισμό, κυρίως χάρις στις προσπάθειες ενός Αγίου του δέκατου αιώνα, του Νίκωνα επονομαζόμενου «Μετανοείτε», που γεννήθηκε στο θέμα Αρμενικών της αρχαίας Παφλαγονίας (Πολεμωνιακός Πόντος) από πλούσια οικογένεια, που περιπλανιόταν στα βουνά της Λακωνίας κηρύττοντας με επιμονή το Ευαγγέλιο.

Ήταν ένας άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα, αλλά με μια απωθητική αδιαλλαξία. Όταν ένας λοιμός έπληξε τη Σπάρτη, αρνήθηκε να μπει μέσα στην πόλη ως την ώρα που εκδιώχθηκαν όλοι οι Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί εκεί τα τελευταία χρόνια. Τότε ήρθε στην πόλη όταν ο λοιμός εξαφανίστηκε με μιας αφού τα βυρσοδεψία των Εβραίων είχαν μετατοπιστεί. Ήταν ένας ακούραστος θεμελιωτής εκκλησιών, ιδίως μέσα στη Σπάρτη ή κοντά σ’ αυτήν. Όταν πέθανε τον κατέταξαν μεταξύ των Αγίων και οι ευγνώμονες Σπαρτιάτες τον ανακήρυξαν προστάτη τους Άγιο.

Η πόλη είχε επεκταθεί, από το 10ο και κυρίως κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, στα νότια και δυτικά της τειχισμένης ακρόπολης, με νέα δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα, ναούς, λουτρά, εργαστήρια. Η ζωή της πόλης συνεχίστηκε απρόσκοπτα μέχρι το 2ο μισό του 13ου αιώνα. Η Λακεδαιμονία ήταν ονομασία του βυζαντινού συνοικισμού που θεμελιώθηκε στα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης, δηλαδή στη θέση της σημερινής πόλης. Τότε, ήταν ένας μικρός οικισμός, ο οποίος κάλυπτε τον χώρο της αρχαίας ακρόπολης και των γύρω λόφων.

Η οχύρωση του οικισμού είχε ξεκινήσει από την περιοχή του αρχαίου θεάτρου, αμέσως μετά την καταστροφή της πόλης από τον Αλάριχο (396) και πιθανολογείται ότι ολοκληρώθηκε μετά την εμφάνιση των Σλάβων (τέλη 6ου αι.). Η αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων ετών απέδειξε ότι, στους χρόνους του Ιουστινιανού και έως τα μέσα περίπου του 6ου αι., συνεχιζόταν η οικοδόμηση στο βόρειο τμήμα της σύγχρονης Σπάρτης. Σώζονται ελάχιστες πληροφορίες, αρχαιολογικές ή φιλολογικές, για τις πρώτες φάσεις της Λακεδαιμονίας.

Στις αρχές του 1729, ο Fourmont ένας Γάλλος ιερωμένος, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ως απεσταλμένος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ, και εφοδιάσθηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου Αχμέτ του Γ, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους αρχαιολογικούς χώρους ήθελε εντός της επικρατείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αυτό το φιρμάνι στο χέρι, ο Γάλλος ιερωμένος κατέστη κυριολεκτικά ασύδοτος και επί δύο περίπου έτη διήλθε την κυρίως Ελλάδα, όχι μελετώντας αλλ’ αντιθέτως καταστρέφοντας συστηματικά σπάνιες αρχαιότητες.

Ο φοβερός αυτός χριστιανός κληρικός έφθασε στο Μυστρά αποφασισμένος πλέον να καταστρέψει από την Αρχαία Σπάρτη οτιδήποτε δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να σταλεί στη Γαλλία. Αμέριμνοι οι δημογέροντες του τόπου τον υποδέχθηκαν φιλικά και του παρείχαν διευκολύνσεις, καθώς ξήλωνε από τα μεσαιωνικά τείχη μερικά εντοιχισμένα ενεπίγραφα σπαρτιατικά βάθρα και αργότερα είκοσι ακόμη επιγραφές.

Το συνεργείο του Γάλλου αβά ήταν πολυπληθέστατο, περίπου 60 εργάτες. Επί 53 συνεχείς ημέρες, σάρωσε σχεδόν τα πάντα στο Μυστρά, τη Σπάρτη και τις Αμύκλες. Κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας μανιωδώς, απεκάλυψε περίπου 300 επιγραφές τις οποίες αντέγραψε και μετά άφησε έκθετες ή κατέστρεψε, καθώς και διάφορα άλλα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία φόρτωσε σε πλοία και έστειλε στην Γαλλία.

Στην ίδια τη Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του μοχθηρού Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και βαρβαρότητα, όπως φαίνεται μέσα από επιστολή του τον Απρίλιο του 1730 προς τον φίλο του Φρενέ: «Τα ισοπέδωσα όλα, τα εκθεμελίωσα όλα. Από τη μεγάλη αυτή πολιτεία δεν απέμεινε πλέον λίθος επί λίθου. Εδώ και πάνω από ένα μήνα, συνεργεία μου από 30 και μερικές φορές 40 ή 60 εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν τη Σπάρτη». Έτσι εξαφανίστηκαν από τη Σπάρτη πολλά ανεκτίμητα αρχαιολογικά μνημεία.

Η νέα Σπάρτη ξανακτίστηκε το 1834 με εντολή του Όθωνα κατόπιν συμβουλής του πατέρα του Λουδοβίκου Α΄ βασιλιά της Βαυαρίας, ο οποίος του είπε, δεν μπορεί να υπάρχει Ελλάδα χωρίς την πόλη Σπάρτη. Έτσι χτίστηκε η καινούργια πόλη δυτικά του Ευρώτα ακριβώς πάνω στην αρχαία Σπάρτη. Αυτή είναι περιληπτικά η ιστορία της σύγχρονης Σπάρτης με περίπου 18.000 κατοίκους. Θεωρώ ότι είναι υποχρέωση του κάθε Έλληνα να γνωρίζει λεπτομερώς την ιστορία της χώρας μας που έδωσε τον ένα και μοναδικό πολιτισμό στην ανθρωπότητα.