ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τα λεφτά. Τα λεφτά, που θα κόστιζε η μετονομασία του σταθμού «Ευαγγελισμός» και η αλλαγή όλων των σημάτων του δικτύου, μπήκαν αργά στην κουβέντα.

Δεν είναι ούτε η ρουτίνα. Το νέο όνομα θα δοκιμαζόταν και, πιθανότατα, θα γινόταν αόρατο, όπως τόσες άνωθεν ονοματοδοσίες της στιγμής που δεν κατάφεραν ποτέ να εγγραφούν στη συνείδηση της πόλης.

Το πρόβλημα με τη ματαιωμένη απόπειρα της αναβάπτισης του σταθμού σε «Παύλος Μπακογιάννης» είναι μάλλον πολιτικό. Η ένταση των υπερκομματικών αντιδράσεων οφείλεται στην εντύπωση ότι η νέα εξουσία κάνει ό,τι και οι προηγούμενες: Ξηλώνει ακόμη και τις σταθερότερες από τις σταθερές της δημόσιας ζωής – όχι μόνο τη γραφειοκρατία και τις ταμπέλες των υπουργείων, αλλά και τα τοπωνύμια της αστικής γεωγραφίας.

Η περίπτωση «Ευαγγελισμός» θύμιζε την έμπνευση της προηγούμενης κυβέρνησης να βαφτίσει τις σήραγγες της εθνικής οδού με ονόματα μαρτύρων και ηρώων τους οποίους ήθελε να οικειοποιηθεί και εγκαταστήσει στο νωπό φαντασιακό του ΣΥΡΙΖΑ. Καπετάν Νικήτας, Νίκος Τεμπονέρας και, βεβαίως, Ανδρέας Παπανδρέου: Όλοι για το μάρκετινγκ της πασοκικής μετεμψύχωσης.

Τότε ο Σπίρτζης χρησιμοποιούσε σαν κομματικό εικονοστάσι έναν νέο εθνικό δρόμο. Σήμερα η παρέμβαση πολιτικού αναχρωματισμού προοριζόταν για έναν ζωντανό κόμβο του αθηναϊκού βίου – σημείο καθημερινής αναφοράς για εκατομμύρια πολίτες και όχι απλώς μια σήραγγα που περνάς τρέχοντας χωρίς καν να τη βλέπεις.

Είναι ο Παύλος Μπακογιάννης «κομματικό» σύμβολο που επιδέχεται προπαγανδιστική χρήση; Δεν ήταν ο ίδιος ένα πρώιμο υπόδειγμα πολιτικού που υπερβαίνει τις γραμμές; Δεν πρέπει η δολοφονία του να διατηρείται σαν οδυνηρό κτήμα της εθνικής μνήμης;

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους η τιμή φάνηκε ανάξια του τιμωμένου. Φάνηκε σαν η μνήμη του να είχε ανάγκη την κομματική επιβολή ή το οικογενειακό λόμπινγκ, προκειμένου να βρει τη θέση της στην ιστορία. Ο κίνδυνος αυτός –να αποσπαστεί το όνομα του Μπακογιάννη από την ιστορία και να γίνει επιπόλαια βορά της δικτυακής αγοράς– έγινε αντιληπτός, έστω και σε δεύτερο χρόνο.

Τριάντα χρόνια μετά τη δολοφονία του, ο Μπακογιάννης είναι ακόμη σύνθημα στα στόματα μιας ακραίας δράκας που παραμένει υποτελής εμφυλιακών ιδεασμών. Όμως η ιστορικότητα του προσώπου δεν έχει χρεία προστασίας. Τη μνήμη του τίμησε τότε πρώτη η παράταξή του. Τίμησε το συμφιλιωτικό του υπόδειγμα με την επιλογή της να μη ρίξει κι άλλο μίσος στον μύλο της βίας. Να δώσει στη δημοκρατία τη δυνατότητα της επούλωσης.

Τριάντα χρόνια πριν, η πολιτική του οικογένεια έκανε ό,τι θα έκανε και ο Μπακογιάννης.