Πρόσφατα η «Αυγή» δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο του Κώστα Παπαντωνίου για μια απεργία στη Βικτώρια που άφησε εποχή. Γράφει μεταξύ άλλων:

«Ένα ριζωμένο στερεότυπο, που ακόμη δεν λέει να εξαλειφθεί, είναι η εικόνα της γυναίκας ως νοικοκυράς στο σπίτι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από την καθημερινότητα αποτελεί η σταθερή αναφορά στο καλάθι της νοικοκυράς από το οικονομικό ρεπορτάζ, υπό την αιτιολογία ότι είναι παγιωμένος διεθνής όρος της πολιτικής οικονομίας. Λες κι ό,τι είναι παγιωμένο δεν είναι συντηρητικό.

Δουλειά της γυναίκας είναι να φροντίζει, πιστεύουν ακόμη και σήμερα πολλοί. Μέσα στο σπίτι, τον άντρα και τα παιδιά τους. Έξω από το σπίτι, ν’ ακολουθεί επαγγέλματα που της ταιριάζουν και συνδέονται με τη φροντίδα, όπως η νοσηλευτική. Εξ ου κι η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών στον κλάδο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο.

Μια πολύ καλή απάντηση στις στερεοτυπικές αντιλήψεις καταγράφηκε τον Οκτώβριο του 1986 από τις εργαζόμενες νοσηλεύτριες στην Πολιτεία της Βικτώριας, οι οποίες οργάνωσαν απεργία διαρκείας ενάντια στις περικοπές που προωθούσε η πολιτειακή κυβέρνηση στην υγεία. Με τον αγώνα τους οι γυναίκες κατάφεραν να συσπειρώσουν γύρω τους όχι μόνο τις συναδέλφισσες στον κλάδο, αλλά και κλάδους όπου κυριαρχούσαν πληθυσμιακά οι άνδρες και, βέβαια, να φτάσουν στην κατάκτηση μια ιστορικής εργατικής νίκης.

ΥΠΟΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ

Την περίοδο εκείνη τα νοσοκομεία στη Βικτώρια εμφάνιζαν πολύ σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό, απόρροια των πολύ χαμηλών αμοιβών στις νοσηλεύτριες. Από το 1982 και κάθε χρόνο, η κυβέρνηση των Εργατικών με επικεφαλής τον Τζον Κέιν προχωρούσε σταθερά σε περικοπές του προϋπολογισμού για την υγεία, οι οποίες όχι μόνο δεν επέτρεπαν αυξήσεις στις απολαβές, αλλά τις περιόριζαν.

Οι χαμηλές απολαβές σε συνδυασμό με τις πιεστικές συνθήκες λόγω των μεγάλων αναγκών ώθησαν από το ’85 μεγάλο τμήμα των εργαζομένων στην έξοδο από το επάγγελμα. Ειδικότερα το 1985 δέκα χιλιάδες μόνιμες νοσηλεύτριες και νοσηλευτές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον κλάδο και το 1986 αποχώρησαν οκτώ χιλιάδες ακόμη, που δεν ήθελαν να ανανεώσουν τα πιστοποιητικά εξάσκησής τους. Από αυτούς, αναπληρώθηκαν μόλις οι τέσσερις χιλιάδες.

Σημειώνεται ότι πριν την απεργία στις λίστες αναμονής ήταν πάνω από είκοσι επτά χιλιάδες ονόματα ασθενών.

ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ ΕΒΡΑΖΕ ΑΠΟ ΤΟ ’75

Οι αντιδράσεις για την κατάσταση στον χώρο της υγείας είχαν ξεκινήσει ήδη μια δεκαετία νωρίτερα. Το 1975 τέσσερις χιλιάδες νοσηλεύτριες/ές παρενέβησαν στη Βουλή της Βικτώριας, μπαίνοντας μέσα και ζητώντας ενίσχυση σε προσωπικό και αύξηση των αμοιβών τους. Στη συνέχεια, από το 1977 έως το 1979, οι νοσηλεύτριες στη Νέα Νότια Ουαλία και στο Κουίνσλαντ, στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας, πραγματοποίησαν μεγάλες πορείες, διεκδικώντας προσλήψεις στον τομέα και να μην κλείσουν κλινικές.

Οι δράσεις κλιμακώθηκαν το 1982 με περισσότερες ακόμη απεργίες και συγκεντρώσεις, κυρίως στη Νέα Νότια Ουαλία. Το 1982 στο Σίδνεϊ οι αντιδράσεις των νοσηλευτριών είχαν ως αποτέλεσμα να αποτραπεί το κλείσιμο ορισμένων ξενοδοχείων στην πόλη. Στις συγκεντρώσεις ενάντια στα λουκέτα σε νοσοκομεία συμμετείχαν επίσης εργάτες, όπως οικοδόμοι. Στις 19 Νοεμβρίου του 1983 οι νοσηλευτές της Νέας Νότιας Ουαλίας προχώρησαν σε γενική και διαρκή απεργία. Το 1985 ήταν η σειρά των νοσηλευτών στη Βικτώρια να προχωρήσουν στην πρώτη πολιτειακή τους απεργία.

Το 1986 ξεκίνησε χωρίς αναταραχές. Τον Φεβρουάριο οι νοσηλεύτριες στην πόλη Τράραλγκον επιχείρησαν να αναδείξουν τις ελλείψεις σε προσωπικό, ωστόσο χωρίς να επιτύχουν κλιμάκωση του αγώνα τους, καθώς το συνδικάτο έδειχνε ακόμη ανοχή στην κυβέρνηση, πιστεύοντας ότι μπορούσε να επιτύχει θεσμική λύση. Μ’ ένα μέτρο που δεν φάνηκε να ζύγισε καλά, η κυβέρνηση προσπάθησε να αντιδράσει στις πιέσεις που δεχόταν από τις εργαζόμενες και ανακοίνωσε πως θα προσλάβει εκατοντάδες Άγγλους και Ιρλανδούς νοσηλευτές για την κάλυψη των αναγκών. Το συνδικάτο εξέφρασε τότε την ανησυχία πως το μέτρο θα είχε ως συνέπεια την αδιαφορία της κυβέρνησης για άλλα κρίσιμα ζητήματα όπως ήταν οι αμοιβές των εργαζομένων και η υποστήριξη στη φροντίδα των παιδιών. Η κυβέρνηση καθυστέρησε να υλοποιήσει το μέτρο κι έτσι το συνδικάτο αποφάσισε να αναλάβει δράση, αντιδρώντας στις προσλήψεις από την Αγγλία, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να υπαναχωρήσει.

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ

Οι περισσότεροι νοσηλευτές επένδυαν τις ελπίδες τους για καλύτερους μισθούς και ανέλιξη στην επιτροπή κρατικών εργασιακών σχέσεων. Και μέχρι τον Ιούνιο καλλιεργούνταν η εντύπωση ότι οι εργαζόμενοι ήταν κερδισμένοι, καθώς θα έπαιρναν τις αυξήσεις που ήθελαν, μέσα από τη βελτίωση του τρόπου ανέλιξης που είχε εξαγγείλει και αποφασίσει να εφαρμόσει η κυβέρνηση. Ωστόσο, προέκυπταν ορισμένα βασικά ζητήματα, με κυριότερο ότι το μεγαλύτερο μέρος των νοσοκόμων, των ασκούμενων και των νοσοκόμων με μεταπτυχιακή εκπαίδευση που βρίσκονταν στο πρώτο έτος δεν επωφελούνταν από τον νέο σχεδιασμό.

Η κυβέρνηση εκτιμούσε πως η ομοσπονδία θα υποχρεωνόταν να αποδεχτεί «το γενναιόδωρο μέτρο» και ας μην ενισχύονταν τα πιο νέα μέλη της. Όμως οι νοσηλεύτριες είχαν διαφορετική άποψη. Μέσα σε πέντε μέρες, το συνδικάτο άφησε πίσω του οριστικά τη συμβιβαστική στάση και μπήκε σε τροχιά σύγκρουσης με την κυβέρνηση, με κεντρικό επίσης αίτημα την αναδρομική αύξηση των αποδοχών.

Τα ιδιωτικά νοσοκομεία αρνούνταν να πληρώσουν και έτσι τα μέλη του συνδικάτου ξεκίνησαν κινητοποιήσεις. Η κυβέρνηση απάντησε, απειλώντας να μην αναπληρώσει ούτε τους μισθούς των νοσοκόμων που απασχολούνται από κράτος εφόσον δεν σταματούσε η εκστρατεία. Με τη σειρά τους, οι νοσηλεύτριες αρνήθηκαν να υποχωρήσουν, με την επικεφαλής του συνδικάτου Ειρήνη Μπόλγκερ να δηλώνει τότε: «Δεν μπορώ να αναλάβω καμία δέσμευση που θα ξεπουλούσε τα μέλη μου».

Μετά από συνεχιζόμενες αντιδράσεις και απειλές του συνδικάτου για απεργία, η κυβέρνηση υποχώρησε τελικά στο τέλος του μήνα. Ωστόσο, η σύγκρουση μεταξύ συνδικάτου και κυβέρνησης αναζωπυρώθηκε, με νέα αιτία τη διαφωνία στα δικαιώματα ανακατάταξης και επιμόρφωσης. Κι η κόντρα έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν, στις 7 Αυγούστου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι καταργεί το επίδομα επαγγελματικής εκπαίδευσης. Αντί της αύξησης των μισθών που είχε αρχικά εξαγγείλει δηλαδή, εφάρμοσε περικοπές. Τα επίσημα στοιχεία, βέβαια, εμφάνιζαν ότι δεν θα υπάρξει μείωση για κανένα νοσοκόμο, όμως τα μέλη του συνδικάτου είχαν διαφορετική πληροφόρηση.

Μέσα από επιλεκτικές νοσηλείες και στάσεις εργασίας οι νοσοκόμες κλιμάκωναν σιγά – σιγά τον αγώνα τους. Τα ΜΜΕ έγραφαν εναντίον τους, αναφέροντας ότι δεν γίνεται να αποφασίζουν ποιοι θα νοσηλεύονται και ποιοι όχι. Η διοίκηση αποφάσισε να αποσύρει τους νοσηλευτές και η κυβέρνηση απείλησε να μην μεταβιβάσει στον κλάδο των νοσηλευτριών την εθνική αύξηση των μισθών κατά 2,3%, εφόσον συνέχιζαν τις συνδικαλιστικές δράσεις.

ΜΠΗΚΑΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥΣ

Στη συνέχεια, η κυβέρνηση προχώρησε σε πιο σκληρά κατασταλτικά μέτρα και μέχρι τις 29 Αυγούστου 79 νοσοκόμες είχαν απομακρυνθεί. Στο νοσοκομείο Austin, ωστόσο, τρεις διευθυντές δεν μπόρεσαν να απομακρύνουν τη νοσηλεύτρια που είχε στοχοποιηθεί για τη συνδικαλιστική της δράση, γιατί βρέθηκαν αντιμέτωποι μ’ ένα ανθρώπινο τείχος προστασίας της από τις συναδέλφους της. Η πιο έντονη αντίδραση ήρθε στο νοσοκομείο St Vincents στον όπου 150 εργαζόμενες παραιτήθηκαν ως απάντηση σε οκτώ απομακρύνσεις.

Δύο εβδομάδες μετά, 3.500 εργαζόμενες αποφάσισαν να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι να δικαιωθούν τα αιτήματά τους. Στις διεκδικήσεις είχε προστεθεί πλέον η κανονική καταβολή των μισθών, χωρίς απώλειες, όσων είχαν απομακρυνθεί. Και σε αυτό το χρονικό σημείο ακολούθησε η ιστορική απόφαση 5.000 νοσοκόμων, απόφαση από τη βάση, να ξεκινήσει απεργία με επ’ αόριστον διάρκεια στις 31 Οκτωβρίου.

Οι μονάδες κρίσιμες φροντίδας ήταν πια τραγικά υποστελεχωμένες. Ελάχιστοι είχαν απομείνει στις θέσεις τους. Την 1η Νοεμβρίου τα περισσότερα μητροπολιτικά νοσοκομεία είχαν βυθιστεί σε κρίση. Παρά την πίεση από τα ΜΜΕ όμως ο κόσμος εξέφραζε τη στήριξή του στον αγώνα, σε σημείο που τα φαγητά, τα καυσόξυλα, τα χρήματα, τα γράμματα και τα τηλεγραφήματα στήριξης που στέλνονταν στο συνδικάτο προκάλεσαν μπλακ άουτ στις ταχυδρομικές υπηρεσίες της χώρας με προορισμό τα κεντρικά γραφεία του συνδικάτου.

Η απεργιακή επιτροπή συνεδρίαζε καθημερινά. Για να διασφαλιστεί ότι τα μέλη και οι εργαζόμενοι του συνδικάτου θα έχουν τακτική επαφή με τις εξελίξεις, η επιτροπή αποφάσισε να πραγματοποιεί ενημερωτική εκπομπή για τις εξελίξεις μέσω του κοινοτικού ραδιοφωνικού σταθμού και να αποστέλλει ημερήσιο δελτία απεργίας στα υπόλοιπα ΜΜΕ. Για να διατηρήσουν το ηθικό και την αλληλεγγύη τους, οι απεργοί έκαναν μπάρμπεκιου, διοργάνωναν αθλητικά δρώμενα και περιστασιακά έφτιαχναν πρωινά με σαμπάνια. Ομάδες νοσηλευτριών επισκέπτονταν καθημερινά τις περιφέρειες της χώρας και ενίσχυαν τη στήριξη στο κίνημα, μέσα από την ενημέρωση για τον αγώνα και τα αιτήματά τους.

Η κυβέρνηση αρνούνταν να υποχωρήσει για εβδομάδες. Ο πολιτειακός πρωθυπουργός Κέιν εκτόξευε κάθε είδους απειλή προς το συνδικάτο, από την επίρριψη κατηγοριών για ανθρωποκτονία (λόγω της άρνησης των εργαζομένων να δεχτούν νοσηλείες) μέχρι τη λήψη μέτρων για τη μη αναγνώριση και κατάργηση του συνδικάτου. Οι απειλές δεν ήταν εύκολο να αγνοηθούν, καθώς η κυβέρνηση είχε προχωρήσει σε αντίστοιχες ενέργειες διαγραφής για το μαχητικό συνδικάτο των οικοδόμων.

Μέχρι τις 19 Νοεμβρίου σαράντα νοσοκομεία βρίσκονταν σε απεργία, ενώ και τα συνδικάτα των οικοδόμων προειδοποιούσαν για νέες κινητοποιήσεις. Στις 21 Νοεμβρίου διεξήχθη συνεδρίαση μεταξύ αντιπροσώπων απ όλα τα κόμματα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 8 Δεκεμβρίου το συνδικάτο κλιμάκωσε και πάλι τη δράση του. Ακόμη κι έτσι όμως, το 50% των νοσοκομειακών κλινών παρέμενε διαθέσιμο, κυρίως εξαιτίας της απεργοσπασίας στα ιδιωτικά νοσοκομεία.

Η κυβέρνηση σκλήρυνε κι άλλο τη στάση της, απειλώντας με επίταξη εργασίας για να καλύψει τα κενά σε όσους εργαζόμενους ήταν περασμένοι στα κρατικά μητρώα. Ήταν η στιγμή που είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Οι νοσηλεύτριες αντέδρασαν εκ νέου με δυναμικό τρόπο, έχοντας μάλιστα τη στήριξη των πιο αγωνιστικών σωματείων από τη Νέα Νότια Ουαλία και το Κουίνσλαντ.

Στην κυβέρνηση είχε απομείνει μόνο το ACTU. Μετά από πολύωρες συζητήσεις μεταξύ του συνδικάτου των νοσηλευτριών με το ACTU, υπήρξε τελικώς συμφωνία για το κείμενο που θα υποβαλλόταν προς την κυβέρνηση στις 15 Δεκεμβρίου και τα αιτήματα που θα συμπεριελάμβανε. Το συνδικάτο των νοσηλευτριών είχε κάνει κάποιες παραχωρήσεις, είχε όμως υποχρεώσει ταυτόχρονα το ACTU να συμφωνήσει με όλες τις σημαντικές του αξιώσεις.

Δύο ημέρες πριν την ολοκλήρωση της απεργίας, η κυβέρνηση απέσυρε τελικά την απειλή της για την επίταξη εργασίας και το συνδικάτο έστειλε πίσω μέλη του σε μονάδες κρίσιμης φροντίδας.

Τελικώς, στις 19 Δεκεμβρίου ο Γουάιτ, εκ μέρους της κυβέρνησης Κέιν, συμφώνησε με όλο το πακέτο και οι νοσοκόμες επέστρεψαν στις δουλειές τους. «Παρά τις επιφυλάξεις, οι νοσηλεύτριες αποδείχτηκαν ισχυρές και πέτυχαν σημαντικά οφέλη. Χρειάστηκαν πέντε εβδομάδες, αλλά η κυβέρνηση τελικά συμφώνησε», έγραψε μια εβδομάδα αργότερα η εφημερίδα «The Australian» σε δημοσίευμά της για τη μεγάλη εργατική νίκη.

H απεργία των νοσηλευτριών, παρά τα προβλήματά της, έδειξε τη δύναμη της αλληλεγγύης σε επίπεδο βάσης, όχι μόνο μεταξύ των απεργών, αλλά και της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Αλλά και πώς μια ομάδα γυναικών εργαζομένων μπορεί να οργανώσει ένα ισχυρό και μαζικό συνδικαλιστικό αγώνα και να φέρει κοντά της κι άλλους κλάδους, όπου πλειοψηφούν οι άντρες εργαζόμενοι. Οι γυναίκες δεν είναι για το σπίτι. Είναι για τον αγώνα και για όπου αλλού θέλουν.