Παρέκβαση: Ξεφύλλιζα το βιβλίο «Θίγοντας τα κακώς κείμενα» (έκδ. 2009) του μακαρίτη φίλου μου, Διονύση Συκιώτη, και βρήκα μια ενδιαφέρουσα ιρλανδέζικη προσευχή. Σταχυολογώ μερικές αράδες:

«Βρες τον καιρό να σκεφτείς. Αυτό είναι η πηγή της δύναμης. Βρες τον καιρό να παίξεις. Αυτή είναι η συνταγή της παντοτινής νιότης. Βρες τον καιρό να διαβάσεις. Αυτό είναι το θεμέλιο της σοφίας. Βρες τον καιρό να γελάσεις. Αυτή είναι η μουσική της ψυχής». Τέλος παρέκβασης.

Δανείστηκα τον τίτλο του σημερινού άρθρου από το επικό ποίημα του Κωστή Παλαμά, «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου». Στον Έκτο Λόγο, με υπότιτλο «Γύρω σε μια φωτιά», ο «Γύφτος» λέει:

«Άναβε φωτιές, καλόγερε, κάψε, κάψε, στα χαμένα καις./ Απ’ τη στάχτη της φωτιάς σου/ της Ιδέας ο χρυσαϊτός/ τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές / προς τα ύψη, προς το φως» (στ. 172-176).

ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΥΡ

Αν οι πληροφορίες τού βιογράφου Διογένη Λαέρτιου είναι σωστές, τα πρώτα βιβλία που ρίχτηκαν στις φλόγες, στην αγορά της αρχαίας «δημοκρατικής» Αθήνας του Περικλή, ήσαν αυτά του μεγάλου σοφιστή Πρωταγόρα (5ος αι. π.Χ.).

Ο Πρωταγόρας είχε τολμήσει να γράψει ένα σύγγραμμα «Περί θεών», που η Εισαγωγή του άρχιζε ως εξής: «Περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι ουθ’ ως εισίν, ουθ’ ως ουκ εισίν. Πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι, ή τ’ αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου».

Δηλαδή: «Σχετικά με τους θεούς, δεν έχω τρόπο να γνωρίζω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν. Διότι είναι πολλά αυτά που εμποδίζουν τη γνώση, όπως η θολούρα του θέματος αυτού, και ο ολιγόχρονος βίος του ανθρώπου».

Στην Αθήνα ο Πρωταγόρας συνδέθηκε φιλικά με τον Περικλή, αλλ’ εξαιτίας του αγνωστικισμού του ως προς την ύπαρξη (ή μη) των θεών, το 410 π.Χ. καταδικάστηκε από τους Αθηναίους για ασέβεια (όπως και ο Σωκράτης) και τα βιβλία του παραδόθηκαν στις φλόγες («τα βιβλία αυτού κατέκαυσαν εν τη αγορά»). Ο ίδιος προσπάθησε να διαφύγει δια θαλάσσης στη Σικελία, όμως το πλοίο ναυάγησε και ο άτυχος σοφιστής πνίγηκε!

Ο Πρωταγόρας κυνηγήθηκε άγρια και από τον Πλάτωνα, ο οποίος έγραψε τον ομώνυμο διάλογο «Πρωταγόρας». Παρεμπιπτόντως, θεωρώ πως ο Πλάτων δεν κατάφερε να πλήξει το homo mensura του Πρωταγόρα, δηλαδή την άποψη ότι ο Άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων («πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος»).

Ένας άλλος φίλος τού Περικλή, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα βιαστικά, ήταν ο φιλόσοφος Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές της Ιωνίας. Κατηγορήθηκε και αυτός ως «άθεος» και πέθανε στη Λάμψακο της Μ. Ασίας, το 428 μ.Χ. Το παρωνύμιο (παρατσούκλι) τού Αναξαγόρα ήταν ο «Νους», γιατί δίδασκε ότι κάποιος «νους» τακτοποίησε τα πάντα κ’ έγινε ο «κόσμος» (δηλ. «κόσμημα») που βλέπουμε γύρω μας.

Αναμφίβολα, ο Πλάτωνας δεν «χώνευε» και τον Δημόκριτο (αποφεύγει να τον αναφέρει στους διαλόγους του), όχι επειδή ήταν συμπατριώτης του Πρωταγόρα αλλά επειδή ήταν «υλιστής»!

Ο Αριστόξενος, στο έργο του «Ιστορικά Υπομνήματα», λέει ότι ο Πλάτωνας ήθελε να κάψει τα συγγράμματα του Δημόκριτου, τουλάχιστον όσα μπορούσε ν’ αγοράσει («Πλάτωνα θελήσαι συμφλέξαι τα Δημοκρίτου συγγράμματα, όπόσα εδυνήθη συναγαγείν»). Όμως οι πυθαγορικοί, Αμύλκας και Κλεινίας, τον εμπόδισαν («κωλύσαι αυτόν»), γιατί έβλεπαν πως κάτι τέτοιο θα ήταν ανώφελο, αφού τα βιβλία τού Δημόκριτου τα είχαν πολλοί («παρά πολλοίς γαρ είναι ήδη τα βιβλία»).

ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ…

Και φτάνουμε στον μεγάλο ελληνοθρεμμένο σοφό, διαμορφωτή του νέου Ελληνισμού, Γεώργιο Γεμιστό-Πλήθωνα (1360-1452), που ζει και πνευματικά μεγαλουργεί στο απολυταρχικό θεοκρατικό Βυζάντιο.

Ο Γ. Γεμιστός-Πλήθων («Πλήθων» θυμίζει «Πλάτων» και είναι αρχαία μετάφραση της λέξης «γεμιστός») έβλεπε τον Χριστιανισμό ως κίνδυνο –και όντως ήταν– για την ελεύθερη φιλοσοφική σκέψη. Στις μέρες του, το κράτος δεν μπορούσε να ελέγξει την Εκκλησία, η οποία ήθελε να έχει λόγο στον χώρο τον πολιτικό, τον κοινωνικό αλλά και στον χώρο της παιδείας (όπως συμβαίνει και σήμερα).

Αυτή η κατάσταση δεν άρεσε στον Γεμιστό-Πλήθωνα και η αντίδρασή του ήταν να στραφεί προς την αρχαία κλασική παιδεία, που όλοι αναγνώριζαν την ανωτερότητά της. Στην Πελοπόννησο ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, με πολλούς μαθητές και θερμούς οπαδούς.

Μετά τον θάνατό του, ανάμεσα στα χειρόγραφά του βρέθηκε ένα αδημοσίευτο έργο, με τον τίτλο «Νόμων συγγραφή» (θυμίζει τους «Νόμους» του Πλάτωνα). Το σύγγραμμα αυτό κατέληξε στα χέρια τού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιου. (Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μωάμεθ Β’ διόρισε τον Γεννάδιο στη θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αμέσως μετά την Άλωση, το 1453.)

Ο Γεννάδιος, ως καλός «χριστιανός», αφορίζει και καταστρέφει το τελευταίο συγγραφικό έργο τού Γεμιστού-Πλήθωνα, παραδίνοντάς το στις άπληστες φλόγες. Κ’ έτσι επιστρέφουμε στους στίχους τού Κωστή Παλαμά:

«Της φωτιάς βιγλάτορες,/ η φωτιά τι καίει εδώ;»/ [. . .] «Τρέμε/ γύφτε, κι οι άπιστοι όλοι! Καίμε/ το βιβλίο τ’ αφορισμένο,/ το γραμμένο απ’ το Γεμιστό…».
Φαίνεται πως η δεισιδαιμονία τού όχλου είναι ακαταμάχητη, όπως και η βλακεία του. Ο όχλος σκότωσε τον Σωκράτη, ο όχλος σκότωσε τον Χριστό. Σοφοί και οι δύο – δεν έγραψαν βιβλία!