«Η μητέρα μου όταν έφτασε τα 100 είπε ότι δεν θέλει να γιορτάζουμε πια τα γενέθλιά της, ήταν αρκετά πια» μας λέει η συμπάροικος Έφη Σιγάλα για τη μητέρα της Περσεφόνη.

«Εμείς όμως συγκεντρωνόμαστε κάθε χρόνο για να τις ευχηθούμε χρόνια πολλά, γιατί για μας είναι σημαντικό να είμαστε μαζί της».

Η ιστορία της Περσεφόνης Πιανακάτου ξεκινάει πολλά χρόνια πριν, στις 14 Νοεμβρίου 1916, στην Ατσική Λήμνου. Ήταν εκεί που γεννήθηκε, μεγάλωσε και πήγε σχολείο. Ήταν εκεί που έζησε τις στερήσεις και τις κακουχίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς όμως να λυγίσει. Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, αρραβωνιάστηκε τον έρωτα της ζωής της, τον Αθανάσιο και σύντομα απέκτησαν δύο κοριτσάκια, την Έφη και την Ελπίδα. Όλα έμοιαζαν ειδυλλιακά για το νέο ζευγάρι, που βοηθούσε και σεβόταν ο ένας τον άλλο, και έβλεπε τα παιδιά του να μεγαλώνουν και να γίνονται κοπέλες. Αυτά μέχρι το 1958, όταν ο Αθανάσιος, δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή.

Αν και δύσκολα στην αρχή, η Περσεφόνη έσφιξε τα δόντια και δεν τα παράτησε. Πήγαινε στα χωράφια καθημερινά και προσπαθούσε όπως μπορούσε να αναθρέψει τα παιδιά της.

«Η μητέρα μου έκανε πολλές θυσίες. Μπορεί να στερούνταν ακόμα και το φαγητό, αλλά ο σκοπός της ήταν να μη στερήσει τίποτα από εμάς. Και αυτό έκανε» μας λέει η μεγαλύτερη κόρη της, Έφη.

Ήταν μόλις 42 χρόνων όταν έμεινε χήρα, αλλά δεν σκέφτηκε να ξαναπαντρευτεί, δεν το ήθελε.

«Η μητέρα μου είχε αποφασίσει να αφιερωθεί στην ανατροφή μας. Ένας νέος γάμος σκέφτηκε ότι μπορούσε να μας προκαλέσει προβλήματα και ήθελε να τον αποφύγει» συνεχίζει η Έφη. Η αγάπη της για τα παιδιά της ήταν και αυτή που εντέλει την οδήγησε και στους Αντίποδες το 1966.

Το δρόμο της ξενιτιάς πήρε πρώτα στα 18 της, όταν και τελείωσε το σχολείο, η κόρη της Έφη. Είχε έρθει στην Αυστραλία όπου βρισκόταν η θεία της, από την πλευρά του πατέρα της, με το πρόσχημα να μάθει Αγγλικά. Η Έφη, όμως, πήγε στα εργοστάσια να δουλέψει και έστελνε χρήματα πίσω στη μητέρα της και την μικρή της αδελφή.

Ένα ταξίδι το 1966, για διακοπές αρχικά, ήταν η ουσιαστική απαρχή της σχέσης της Περσεφόνης με την Αυστραλία. Τότε ήταν που αποφάσισε ότι το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής της ζούσε πια στους Αντίποδες, τα παιδιά της.

Η Περσεφόνη έφτιαξε τη ζωή της εδώ, μένοντας τελικά με τις κόρες της και προσφέροντας ό,τι μπορούσε για να κάνει την καθημερινότητά τους πιο εύκολη. Χάρη σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, τα εγγόνια της έμαθαν Ελληνικά, υπογραμμίζοντας τον πολύ σπουδαίο ρόλο που παίζουν οι γιαγιάδες και οι παππούδες στη διατήρηση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού στην ξενιτιά.

Η Περσεφόνη έφτασε τα 103, και ζει στον οίκο ευγηρίας της Φροντίδας στο St Albans. Από όλες τις επισκέψεις από την οικογένειά της, ξεχωρίζουν αυτές για την ετήσια «Ημέρα για την γιαγιά και τον παππού», μια μέρα που μπορείς να δεις τις τέσσερις γενιές της οικογένειας. Τις δύο κόρες, τα 6 εγγόνια και τα 5 δισέγγονα, ανάμεσα στους υπόλοιπους. Και η Περσεφόνη ακόμα διακρίνεται για την υπομονή της, την αγάπη που δείχνει στον συνάνθρωπό της, αλλά και για την ηρεμία της.

«Το μυστικό της μακροζωίας της;» την ρωτάμε.

«Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αλλά νομίζω η διατροφή. Η μητέρα μου απέφευγε το κρέας αλλά και γενικά έτρωγε μικρές ποσότητες. Κυρίως όσπρια, ψωμί και τυρί».

Η Περσεφόνη αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για την παροικία μας. Και αυτό δεν περιορίζεται στην εκατοεντηρίδα που άφησε πίσω της. Η Περσεφόνη είναι μία ζωντανή απόδειξη αποφασιστικότητας , θέλησης και δυναμικότητας. Μία γυναίκα η οποία αφιέρωσε όλη τη ζωή της για να έχουν τα παιδιά τους ότι χρειάζονται, να τα δει να προοδεύουν και να ζουν ευτυχισμένα. Και τα κατάφερε.