Ο Φίλων ο Βυζάντιος (π. 280 – 220 π.Χ.) μας κληροδότησε ένα σύγγραμμα, που φέρει τον τίτλο: «Περί των επτά θεαμάτων» (δηλ. «θαυμάτων»). Είναι το μόνο κείμενο που έχουμε στα χέρια μας, το οποίο αναφέρεται στα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Για να γράψει το σύγγραμμα αυτό, χρειάστηκε να ταξιδέψει πολύ, να κουραστεί πολύ και να ξοδέψει χρήμα πολύ. Υποθέτουμε πως δεν θα έγραφε για τα επτά θαύματα, αν ο ίδιος δεν τα έβλεπε «ιδίοις όμμασιν» (με τα δικά του μάτια). Από τα ελληνικά «θαύματα», είδε: τον Κολοσσό της Ρόδου, τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και τον Ολύμπιο Δία στην Ολυμπία.

Ο Φίλων αρχίζει ως εξής: «Η φήμη για το καθένα από τα επτά θαύματα είναι γνωστή σε όλους («των επτά θεαμάτων έκαστον φήμη μεν γινώσκεται πάσιν»), αλλά λίγοι είναι οι αυτόπτες. Και δεν είδαν οι πολλοί τα επτά θαύματα, διότι:

«Πρέπει να πας στην Περσία να διαπλεύσεις τον Ευφράτη («διαπλεύσαι τον Ευφράτην»), να επισκεφτείς την Αίγυπτο και μετά ν’ αλλάξεις πορεία για να φτάσεις στην Ήλιδα της Ελλάδας. Από εκεί πρέπει να πας στην Αλικαρνασσό της Καρίας, μετά να πάρεις το πλοίο για τη Ρόδο («και Ρόδω προσπλεύσαι») και, τέλος, να δεις την Έφεσο της Ιωνίας («και της Ιωνίας την Έφεσον θεάσασθαι»)».

Η σειρά με την οποία ο Φίλων παρουσιάζει τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου είναι η εξής: 1) «κήπος κρεμαστός», 2) «αι εν Μέμφει Πυραμίδες», 3) «Ζευς Ολύμπιος», 4) «ο εν Ρόδω κολοσσός», 5) «τείχη Βαβυλώνος», 6) «ο εν Εφέσω ναός της Αρτέμιδος». Για το έβδομο θαύμα δεν έχουμε πληροφορίες. Δυστυχώς, το χειρόγραφου που έφτασε έως εμάς είναι κολοβό.

Ο ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ

Για τον Ολύμπιο Δία, ο Φίλων λέει:

«Όπως ο Κρόνος είναι ο πατέρας του Δία στον ουρανό, έτσι και ο Φειδίας είναι ο πατέρας του Δία στην Ήλιδα. Η αθάνατη φύση γέννησε τον Δία, αλλά τα χέρια του Φειδία γέννησαν τον Δία, γιατί μόνο αυτά είναι ικανά να γεννούν θεούς («Φειδίου χείρες μόναι δυνάμεναι θεούς τίκτειν»).

»Μακάριος ο Φειδίας που μόνος του είδε τον βασιλιά του κόσμου και μπόρεσε να δείξει και στους άλλους τον κεραυνούχο Δία. Αν είναι ντροπή ν’ αποκαλούμε τον Δία παιδί τού Φειδία («ει δ’ αισχύνεται Ζευς Φειδίου καλείσθαι»), όμως η Τέχνη έγινε μητέρα της εικόνας του. Για τον σκοπό αυτό η φύση έφερε τους ελέφαντες, για να κόψει ο Φειδίας τους χαυλιόδοντες («τεμών τους των θηρίων οδόντας») και να τους χρησιμοποιήσει ως ύλη για την κατασκευή του αγάλματος.

»Τα άλλα από τα επτά θαύματα απλώς τα θαυμάζουμε μόνο, αλλά αυτό εδώ (το θαύμα) το προσκυνούμε («τούτο δε και προσκυνούμεν»). Ως έργο τέχνης είναι αξιοθαύμαστο, αλλά ως έργο απεικόνισης του Δία είναι ιερό («ως δε μίμημα Διός όσιον»). Τον κόπο τον επαινούμε, την αθανασία όμως την τιμούμε.

»Ω, εποχή της Ελλάδας! Πλούσια σε θεούς και ευταξία, που καμιά άλλη εποχή δεν ήταν τόσο πλούσια! Έχεις κ’ έναν τεχνίτη, δημιουργό αθανασίας, που δεν πρόκειται να ξεπεραστεί στο μέλλον. Αυτός μπόρεσε κ’ έδειξε στους ανθρώπους τα πρόσωπα των θεών («και δείξαι δυνηθείς ανθρώποις θεών όψεις»)» .

Ο ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ

Παρεμπιπτόντως, στα «Ηλειακά» του, ο περιηγητής Παυσανίας (π. 110 – π. 180 μ.Χ.) αναφέρει τον Ιορδάνη ποταμό.

Συγκεκριμένα, λέει: «Στη χώρα των Εβραίων («εν δε τη γη τη Εβραίων») γνωρίζω, από δική μου εμπειρία, κάποιον ποταμό Ιορδάνη («ποταμόν τινα Ιορδάνην»), ο οποίος διέρχεται διαμέσου της λεγόμενης Τιβεριάδος λίμνης («λίμην Τιβεριάδα ονομαζομένην διοδεύοντα») και κατόπιν εισέρχεται σε μιαν άλλη λίμνη, τη λεγόμενη Νεκρά θάλασσα» (Α’ 7.4-5).

Καλά, δεν είχε ακούσει ο Παυσανίας ότι στον Ιορδάνη ποταμό βαφτίστηκε κάποιος Ιησούς, ο οποίος ανέστηνε νεκρούς ανθρώπους; Δεν είχε ακούσει ότι στο ποτάμι αυτό ακούστηκε η φωνή του Θεού; Πώς γίνεται να προσπερνά όλα αυτά τα «κοσμοϊστορικά γεγονότα»; Αλλ’ ας επιστρέψουμε στην αρχαία Ολυμπία.

Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία είχε ύψος (μέχρι τα αετώματα) 20,25 μ., πλάτος 27,66 μ. και μήκος 64,10 μ.

Σχετικά με το άγαλμα του Δία στο σηκό του ναού, μαθαίνουμε ότι ήταν χρυσελεφάντινο και παρίστανε τον θεό ενθρονισμένο και στεφανωμένο με χρυσό στεφάνι, κατ’ απομίμηση κλώνων ελιάς. Στο δεξί του χέρι κρατούσε τη Νίκη, ενώ στο αριστερό κρατούσε σκήπτρο, στολισμένο με όλα τα μέταλλα. Στην κορυφή του σκήπτρου καθόταν ο αετός.

Τα υποδήματα του θεού και το ιμάτιό του, σκαλισμένο με μικρά ζώα και άνθη (κρίνα), ήσαν επίσης χρυσά. Ο θρόνος ήταν στολισμένος με χρυσό, πολύτιμες πέτρες, με έβενο κ’ ελεφαντόδοντο (ό.π. Α’ 11.1-2).

Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Δεν ήταν ο Μ. Κωνσταντίνος που κατέστησε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά ο Θεοδόσιος (347-395 μ.Χ.). Τούτος ο άξεστος Ισπανός αυτοκράτορας απαγόρευσε τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων (το 393 μ.Χ.) και δύο χρόνια μετά (το 391 μ.Χ.) έκλεισε τους ελληνικούς ναούς. Ο ίδιος, παρά τις προτροπές του Λιβάνιου, δεν εμπόδισε την καταστροφή τους από τους φανατικούς χριστιανούς.

Αναφορικά με το άγαλμα του Ολυμπίου Διός, ο Βυζαντινός χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός (11ος αι.) αναφέρει μια παράδοση που λέει ότι το άγαλμα – θαύμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε σε πυρκαγιά, το 475 μ.Χ.