Οι ποιητές και οι συγγραφείς, δεν έχουν πάντα την τύχη να τους αναγνωρίζεται ότι αξίζει να ερευνηθεί, ή να παρουσιαστεί κριτικά επαρκώς το έργο τους και επικαιρικά με την ανέλιξη τους, και αυτό μπορεί να συμβαίνει ακόμα και με τους μεγάλους συγγραφείς.

Αν αναλογιστούμε την επιφυλακτικότητα και την ολιγωρία που φανερώθηκε στην κριτική αντιμετώπιση των έργων του Καζαντζάκη. Ιδιαίτερα την δυσκολία αναγνώρισης του ως λογοτέχνη και της έκδοσης των έργων του στην Ελλάδα, ενώ όσα έργα είχε γράψει στο εξωτερικό, είχαν ήδη μεταφραστεί και κυκλοφορήσει σε δέκα γλώσσες, και ορισμένα είχαν αντιμετωπιστεί σε χώρες τους εξωτερικού με ενθουσιώδεις κριτικές.

Ανάλογο φαινόμενο παρατηρήθηκε στην περίπτωση του Αμερικανού νομπελίστα συγγραφέα Γουίλιαμ Φόκνερ, που το έργο του αναγνωρίσθηκε πρώτα στην Ευρώπη προτού αναγνωρισθεί στην Αμερική.
Για εκείνους, που δεν ευτύχησαν να διακριθούν εξίσου με τους μεγάλους δημιουργούς, τα πράγματα δείχνουν δυσκολότερα, και σχετικά λίγοι φαίνεται να κερδίζουν επαρκώς την προσοχή των κριτικών για το έργο τους. Ακόμα και αν ορισμένα έργα τους μπορεί να είναι συγκρίσιμα με των μεγάλων ή και να υπερτερούν σε ορισμένα επί μέρους αισθητικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά.

Καθώς αυτά μπορούν να περνούν απαρατήρητα, από τη συγκέντρωση των κριτικών και των μελετητών κυρίως στα έργα των μεγάλων δημιουργών.

Ένας από τους συγγραφείς της δεύτερης κατηγορίας, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον του γράφοντος με βιωματικές αφορμές από τις τελευταίες μέρες της ζωής του, είναι ο Αναστάσιος–Μιλάνος Στρατηγόπουλος.

Ο Αναστάσιος–Μιλάνος Στρατηγόπουλος υπήρξε ποιητής και ιστορικός συγγραφέας και όχι μόνον. Καθώς ασχολήθηκε, ως φαίνεται, με σχετικά μεγάλη δεξιότητα με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου. Διακρίθηκε, μάλιστα, δύο φορές κερδίζοντας δύο λογοτεχνικά βραβεία στο πρώιμο στάδιο της συγγραφικής του παρουσίας.

Ενηλικιώθηκε και δημιούργησε το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα, ξεκινώντας τη συγγραφική του πορεία με έργα αρχικά στην καθαρεύουσα γλώσσα.

Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ–ΜΙΛΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, ΌΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ»

Ήταν άνθρωπος εξαιρετικά έντιμος, αυστηρών αντιλήψεων και γεμάτος πίστη και αγάπη στα Γράμματα και στη Λογοτεχνία» (τεύχος 562/1950, σ. 1604).

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Καλαμάτα, όπου και άρχισε να δημοσιεύει από το 1904 συνεργαζόμενος με διάφορα έντυπα και εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο «Εις Λέσβον, Εκστρατείαι, Εφιάλται και Όνειρα», το 1914. Έργο με αποσπάσματα από το προσωπικό ημερολόγιο που κρατούσε κατά τη στράτευση το 1912 και τη συμμετοχή του στην εκστρατεία για την κατάληψη της Λέσβου. Σπούδασε στην Αθήνα νομικά και ξένες γλώσσες.

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1911 ως συνεργάτης του «Ημερολογίου» του Σκόκου. Χρονιά κατά την οποία και βραβεύτηκε για διήγημά του σε διαγωνισμό του Υπουργείου Στρατιωτικών. Συνεργάστηκε με αθηναϊκά και άλλα έντυπα του περιοδικού και ημερήσιου Τύπου, των Αθηνών, της Καλαμάτας, της Αλεξάνδρειας, της Κωνσταντινούπολης και της Αμερικής. Με εφημερίδες και έντυπα, όπως «Η Αθηναϊκή», το περιοδικό «Νουμάς», η «Πατρίς» εφημερίδα που δημοσίευσε μεγάλο μέρος του ιστορικού του έργου, το «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδας» του Γεωργίου Δροσίνη κ.ά.

Το έργο του, πολύμορφο, περιλαμβάνει επτάτομη ιστορία της Ελλάδας, και μεγάλη σειρά άλλων ιστορικών έργων και συγγραφών, ποιητικές συλλογές και μεταξύ αυτών μελοποιημένο έργο του από την Εθνική Λυρική Σκηνή4, μεταφράσεις των φιλελλήνων άγγλων ποιητών Μπάϊρον και Σέλλεϋ, κριτικές μελέτες του έργου του Δημοσθένη Βουτυρά (1923) και του Κρυστάλλη.

Χρονογραφήματα στον ημερήσιο Τύπο (1904-1935), κριτικά σημειώματα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο (1914-1950), παιδαγωγικές και λαογραφικές συγγραφές. Ακόμη, συνεργασίες με το λογοτεχνικό περιοδικό «Νουμάς» (1903- 1931), περιοδικό που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, καθώς και στην επιθεώρηση υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Δροσίνη «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος» (1922-1936). Ακόμη, διαλέξεις και εκδόσεις για τον ελληνικό πολιτισμό κ.ά.

Σημαντική πλευρά του έργου του αποτελεί και το μεταφραστικό του έργο. Οι μεταφράσεις έργων των φιλελλήνων Βρετανών ποιητών Μπάϊρον και Σέλεϋ (Percy Shelley), μια σειρά έργα των οποίων μεταφράστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Στρατηγόπουλο, για τους οποίους μάλιστα δημοσίευσε μελέτες του στο περίφημο περιοδικό «Νουμάς» και αλλού. Έργο, που ελπίζουμε η συγκυρία της οργάνωσης των εορτασμών για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία να επανέλθει στην επικαιρότητα.

Ο Στρατηγόπουλος, στάθηκε με μεγάλο σεβασμό στο έργο των δύο αυτών μεγάλων ποιητών, το έργο των οποίων φαίνεται να άρχισε να μελετά σχετικά νωρίς, ήδη από τη στράτευση του και τη συμμετοχή του στην εκστρατεία για την απελευθέρωση της Λέσβου. Αν λάβουμε υπόψη τα γραφόμενά του στο πρώτο του έργο «Εις Λέσβον, Εκστρατείαι, Εφιάλται και Όνειρα» με τις πολεμικές αναμνήσεις του από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1912 , έργο που εξέδωσε το 1914.

Οι μεταφράσεις από τον Στρατηγόπουλο έργων του Μπάιρον και του Σέλεϋ είναι οι εξής:

– «Αλάστωρ ή Το Πνεύμα της Μοναξιάς». Επικολυρικό ποίημα του Σέλεϋ, έργο που μετέφρασε το 1916 και κυκλοφόρησε το 1950

– «Οι Τσέντσι», πεντάπραχτη τραγωδία του Σέλεϋ, έργο που ο Στρατηγόπουλος μετέφρασε το 1919, αλλά παρέμεινε ανέκδοτο.

– «Μάνφρεντ». Δραματικό ποίημα του Μπάϊρον, που μεταφράστηκε από τον Στρατηγόπουλο το 1924 με την ευκαιρία του εορτασμού της εκατονταετηρίδας του ποιητή. Το έργο εκδόθηκε από τον Εκδοτικό Οίκο Ζηκάκη και ανέβασε μάλιστα δύο φορές στο Θέατρο Ολύμπια το Ωδείο Αθηνών με μουσική Σούμαν

– «Εβραιϊκές Μελωδίες», έργο του Μπάϊρον, το οποίο μετέφρασε το 1925 και κυκλοφόρησε το 1946

– «Ελλάς», λυρικό ποίημα του Σέλεϋ, από τα πλέον σημαντικά του έργα, έργο εμπνευσμένο από το κίνημα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Το έργο μετέφρασε ο Στρατηγόπουλος το 1931 και εκδόθηκε το 1932 από τον εκδοτικό Οίκο Ταρουσοπούλου σε 10.000 αντίτυπα, σε μεγάλο σχετικά αριθμό αντιτύπων για την εποχή εκείνη.

Το έργο με τη μετάφρασή του το 1931 (πριν εκδοθεί), επέλεξε ο Γρυπάρης, Διευθυντής την εποχή εκείνη του Βασιλικού Θεάτρου να ανεβάσει στο Θέατρο, πράγμα που τελικά ακυρώθηκε, με ενέργειες της Πρεσβείας της Τουρκίας και προσωπική παρέμβαση του Ελευθέριου Βενιζέλου, επειδή θεωρήθηκε ότι θίγει τη γείτονα.

Η πολυσχιδής παρουσία του στα ελληνικά γράμματα φαίνεται να εκτείνεται σε δεκάδες έργα.

Με το θάνατο του, η οικογένεια του, στα προλεγόμενα της έκδοσης του έργου «Λυρική Τριλογία», το 1951, στο σημείωμα που αναφέρεται στα εκδοθέντα και ανέκδοτα έργα του, παραθέτει πληροφοριακά στοιχεία για μια σειρά εξήντα έξι (66) έργων του, σημειώνοντας ότι τα έργα αυτά δεν εξαντλούν την δημοσιευμένη και ανέκδοτη εργασία του. Στην απαρίθμηση αυτή δεν περιελήφθησαν, όπως σημειώνει, τα γραμμένα στην καθαρεύουσα (μέχρι το 1914) τριάντα ένα σωζόμενα ποιητικά έργα του, καθώς και άλλα έργα.

Το έργο του, κατά ένα μέρος ανέκδοτο, παραμένει εν πολλοίς αδιερεύνητο. Πέραν από τις κριτικές αποτιμήσεις του πρώιμου έργου του με τις οποίες βραβεύτηκε για την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της συγγραφικής του παρουσίας και τις σχετικά λίγες αναφορές στο έργο του μετά το θάνατο του.

Αναφορές στο έργο του, με αφορμή το θάνατο του, έγιναν από τη «Νέα Εστία» (τεύχος 562/1950, σ. 1604), αφιερώνοντας λίγες αλλά πάντως αρκετά κατατοπιστικές αναφορές για τη ζωή και το έργο του.

Με εξαίρεση την ανακρίβεια για τον θάνατο του (άγνωστο πώς), αναφέροντας τον ότι πέθανε στη Νίσυρο, το 1950, ενώ πέθανε στην Ικαρία, κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του στην Αρέθουσα από οικογένεια φίλων του. Πράγμα που, εκτός των τοπικών μαρτυριών για το θάνατο του στην Αρέθουσα επιβεβαιώνεται και από τους συγγενείς του στο πρόλογο του έργου του «Λυρική τριλογία». Έργο που εκδόθηκε, το 1951, μετά το θάνατο του από την οικογένεια του ποιητή, με προσωπική ευθύνη του γιου του Αλκαίου. Πρόκειται για έργο, το οποίο όπως αναφέρεται στο σχετικό πρόλογο της έκδοσης του έργου κρατούσε και επεξεργαζόταν στο μοιραίο ταξίδι στην Ικαρία που ήταν γραφτό να μην επιστρέψει.

Αναφορές στο έργο του, σε συνέχεια της νεκρολογίας του από τον Γεράσιμο Σπαταλά στη «Νέα Εστία» (1950, τεύχος 562, σ. 1603-1604), επιχειρήθηκε από τον γιο του Αλκαίο με την επανέκδοση μικρής σειράς έργων του, την προλόγηση και την παράθεση σχετικών στοιχείων. Ειδικότερα, στα έργα «Οι τελευταίες μέρες του Ιησού», έργο που επανεκδόθηκε και από τον Πνευματιστικό Όμιλο Αθηνών, το 2010 και η «Λυρική τριλογία», έργο που φαίνεται να κρατούσε και να επεξεργαζόταν στο μοιραίο ταξίδι του στην Ικαρία. Έως τον ανεπάντεχο θάνατο του, στις 16 Αυγούστου 1950, σε ηλικία μόλις 63 ετών.

Προσεγγίσεις στο έργο του έχουν γίνει και από ορισμένους μελετητές. Μελετητές, αναφερόμενους στο μεταφραστικό του έργο για τον Μπάιρον και στο έργο του «Εις Λέσβον: εκστρατείαι, εφιάλται και όνειρα: 1912 – 1913», με αφορμή τη διεξαγωγή συνεδρίου στη Λέσβο, με την συμπλήρωση 100 χρόνων από την απελευθέρωση του νησιού, καθώς και από ορισμένους άλλους που σημειώνουμε σε συμπληρωματική βιβλιογραφία που έχει συλλέξει από παλαιοβιβλιοπωλεία ως δωρεά σε τυχόν ενδιαφερόμενο σπουδαστή για τη συγγραφή μεταπτυχιακής εργασίας για τη ζωή και τη συμβολή του στα ελληνικά γράμματα. Οι ενδιαφερόμενοι για την προτεινόμενη εργασία και τη δωρεά των βιβλίων μπορούν να μας ενημερώσουν μέσω του e-mail: tsapaliarisb@gmail.com.

*Ολόκληρο το άρθρο του Βασίλη Τσαπαλιάρη μαζί με τη βιβλιογραφία θα το βρείτε στο νέο τεύχος του «Δελτίου τοπικής ιστορίας και λαογραφίας ‘Η Αρέθουσα’» (τεύχος 17, Αύγουστος 2020) https://drive.google.com/file/d/1yyvy9BbuMKfjkaaDivVNOdvXjbWbgh6r/view