Ακαταλαβίστικος ο πιο πάνω τίτλος; Σπεύδω να τον μεταφράσω: «Ήταν κάποτε καιρός που δεν ήταν». Ποιος δεν ήταν κάποτε; Ο Υιός του Θεού, ο Μεσσίας, που στα Ελληνικά σημαίνει «Χριστός».

Ήταν 20 του Μάη, 325 μ.Χ. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, φορώντας πορφυρένια ρόμπα που άστραφτε από το χρυσό και τα πολύτιμα πετράδια («εξαστράπτουσαν αλουργίδαν») και με πρόσωπο κατακόκκινο, φλογάτο, μπαίνει σε μία μεγάλη χριστιανική εκκλησία της Νίκαιας (στη Βιθυνία).

Εκεί τον περιμένουν (περίπου) 300 επίσκοποι για να συζητήσουν (πιο σωστά, να καταδικάσουν) τις «αιρετικές» θεολογικές θέσεις του Αρείου. Ο Κωνσταντίνος κηρύττει την έναρξη της Συνόδου με λατινική προσλαλιά (δεν μιλούσε Ελληνικά) και παραδίδει τη διεύθυνση της συζήτησης στους προέδρους.

ΕΝ ΑΡΧΗ…

Θεωρώ ότι το λεγόμενο «χριστολογικό πρόβλημα» έχει τις ρίζες του στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος αρχίζει το Ευαγγέλιό του ως εξής:

«Εν αρχή ήν ο λόγος, και ο λόγος ήν προς τον θεόν, και θεός ήν ο λόγος» (1:1). Δηλ. «στην αρχή [προτού δημιουργηθεί ο κόσμος] ήταν ο Λόγος και ο Λόγος ήταν με τον Θεό, και ο Λόγος ήταν [το ίδιο πράγμα] με τον Θεό».

Μιλώντας εδώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης για «Λόγο», αντιγράφει τον Έλληνα προσωκρατικό φιλόσοφο Ηράκλειτο (π. 535-475 π.Χ.), που πρώτος μιλά για «Λόγο». Αλλ’ αυτό το δυσνόητο εδάφιο του Ιωάννη αποτέλεσε αιτία για ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Μία από αυτές ήταν και αυτή του Άρειου.

Ποιος ήταν ο Άρειος; Ήταν χριστιανός θεολόγος, γεννημένος στη Λιβύη (περίπου) το 256 μ.Χ. Διετέλεσε πρεσβύτερος σε κάποια εκκλησία τής Αλεξάνδρειας. Άνθρωπος μορφωμένος και βαθύς γνώστης της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Η θεολογία του, βασισμένη στην κοινή λογική, τον οδήγησε σε περιπέτειες.

Προτού εμφανιστεί ο Άρειος, ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) είχε ήδη πάρει θέση στο χριστολογικό πρόβλημα, υποστηρίζοντας ότι ο Υιός, ως προς την εξουσία, είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Μετά έρχεται ο Άρειος και λέει ότι κάποτε δεν υπήρχε ο Υιός, μόνο ο Θεός.

Η άποψη αυτή είναι απόλυτα λογική, αν σεβαστούμε την ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με την ελληνική γλώσσα, ο όρος «πατέρας» δεν υπάρχει προτού γεννηθεί ο «υιός». Γίνεσαι «πατέρας» μόλις αποκτήσεις «υιό». Είναι τόσο ξεκάθαρο! Συνεπώς, είναι λογικό να υποστηρίξει κανείς ότι υπήρξε εποχή που ο Θεός δεν είχε γίνει ακόμη «πατέρας».

Αλλά ας δούμε μερικές από τις θέσεις του Αρειανισμού.

Ο ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ

1. Ο Θεός είναι «μονάδα» και δεν έχει αρχή: είναι «άναρχος», «αγέννητος».

2. Ο Θεός δεν ήταν «πατέρας» πριν δημιουργήσει τον Υιό. Και όταν έγινε Πατέρας, η μοναρχία του δεν μοιράστηκε εξίσου στα δύο.

3. Ο Υιός, ως δημιούργημα του Πατέρα, δεν έχει την ίδια «φύση» και την ίδια «ουσία» με τον Πατέρα. Ο Υιός γεννήθηκε άμεσα από τη θέληση του Πατέρα.

4. Ο Υιός, ως Χριστός («χρισμένος», Μεσσίας), δεν πήρε όλη την ανθρώπινη φύση: πήρε μόνο το ανθρώπινο σώμα και αντί για ψυχή είχε μέσα του τον «κτιστό Λόγο» (τη σοφία τού Θεού;).

5. Το άγιο Πνεύμα είναι κατώτερο «πρόσωπο» από τον Πατέρα και από τον Υιό. Η Αγία Τριάδα δεν ήταν αιώνια, διότι αρχικά ο Θεός ήταν «μονάδα», ύστερα προστέθηκε ο Υιός κ’ έγινε «δυάδα» και μετά προστέθηκε το Άγιο Πνεύμα (η θεϊκή σοφία) κ’ έγινε η «τριάδα».

Η Σύνοδος των επισκόπων, αφού απέρριψε τις θέσεις του Άρειου εν μέσω φωνών και διαπληκτισμών, τελικά ψήφισε το λεγόμενο «Σύμβολο της Πίστεως», στο οποίο προστέθηκε και ο εξής αναθεματισμός εναντίον αυτών που θα διαφώνησαν:

«Τους δε λέγοντας ήν ποτέ ότε ουκ ήν και πριν γεννηθήναι ουκ ήν […] αναθεματίζει η καθολική εκκλησία». Δηλ. «Και όσοι λένε ότι, ήταν κάποτε καιρός που [ο Χριστός] δεν ήταν και ότι πριν γεννηθεί δεν ήταν […], αυτούς η Εκκλησία, στο σύνολό της, τους αναθεματίζει».

Πέντε επίσκοποι δεν αποδέχτηκαν το Σύμβολο της Πίστεως, μεταξύ αυτών και ο Ευσέβιος Νικομήδειας. Αλλά στο τέλος υποχωρήσουν και αυτοί. Έμειναν δύο επίσκοποι ανυποχώρητοι, οι οποίοι αναθεματίστηκαν, καθαιρέθηκαν κ’ εξορίστηκαν στην Ιλλυρία. Ο Άρειος είχε και αυτός την ίδια τύχη.

 

ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ…

Μετά τον Άρειο, έρχεται ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος και εισηγείται νέα «αίρεση» –δεν του αρέσει η χρήση τού όρου «Θεοτόκος» για τη Μαρία: προτιμά τον όρο «Χριστοτόκος» (αυτή που γέννησε τον Χριστό).
Και αυτό πολύ λογικό. «Θεοτόκος» μπορεί να ονομαστεί η Ρέα, γιατί γέννησε κανονικό θεό – τον Δία. Η Μαρία γέννησε «θεάνθρωπο» (κάτι σαν «ημίθεο»). Συνεπώς, ο όρος «Χριστοτόκος» είναι ολόσωστος. Ο απεριόριστος Θεός δεν μπορεί να περιοριστεί στο εσωτερικό μιας ανθρώπινης γαστέρας.

Επιπλέον, στη βάση της λογικής του Νεστόριου, πάνω στον σταυρό δεν πέθανε ο Θεός, διότι ο Θεός ταυτίζεται μόνο με τη ζωή: πέθανε ο Θεάνθρωπος. Δεν μπορούν οι ήλοι (τα καρφιά) να διαπερνούν την άυλη ουσία του Θεού. Διαπερνούν μόνο την ανθρώπινη σάρκα.

Κλείνοντας, βρίσκω τις απόψεις («αιρέσεις») του Άρειου και του Νεστόριου να συνάδουν με την κοινή λογική. Αν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (χρονολογικά ο τελευταίος που έγραψε για τον Χριστό) δεν αντέγραφε τον Ηράκλειτο, το χριστολογικό πρόβλημα δεν θα ανέκυπτε.