Ήμουν νεοδιόριστη εκπαιδευτικός όταν πρωτοδιάβασα το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη με τον τίτλο «Αναφορά στον Γκρέκο» όπου συμπεριλαμβάνεται το παρακάτω απόσπασμα:

«Στην Τρίτη τάξη είχαμε δάσκαλο τον Περίανδρο Κρασάκη. Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα. Κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε, μα έλεγε:
-Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι. Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Το μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να πλυθείτε.

Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε.

Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο. Γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.

Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι.

Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες.

Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε.
Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ‘χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα, ειδικά η εικόνα του δασκάλου που ιδρώνει πάνω στην έδρα για να εξηγήσει τα «ανεξήγητα» για τα μικρά αθώα μυαλουδάκια γραμματικά φαινόμενα καθώς και η φράση του Νικολιού με στοίχειωσαν από τότε.

Νέα ηλικιακά, χωρίς καμιά εμπειρία με παιδιά, με μόνο εφόδιο τις παιδαγωγικές θεωρίες που μου είχαν παραγεμίσει το κεφάλι στο πανεπιστήμιο και τους τρόπους των δικών μου δασκάλων(!) μπήκα σε μια αίθουσα με είκοσι παιδιά της πέμπτης τάξης στο Δημοτικό Σχολείο Βέλου.

Κατά τη διάρκεια του αγιασμού αισθανόμουν πολύ άνετη και έτοιμη. Ήμουν επιτέλους δασκάλα με δικούς μου αληθινούς μαθητές. Όχι πια μάθημα στις κούκλες που τις τάραζα στο ξύλο όταν δεν με άκουγαν και δεν έκαναν αυτό που τους έλεγα. (Αλήθεια, πόσο ανυπάκουη μπορεί να είναι μια έρημη κούκλα;)

Τώρα ήμουν πια κι εγώ μια αυθεντία. Πόσα είχα να τους πω και πόσα να τους μάθω.

Τα είχα όλα σχεδιασμένα. «Θα στρογγυλοκαθόμουν στην έδρα και οι μαθητές από κάτω θα ήταν ήσυχοι και σιωπηλοί πανέτοιμοι να ακούσουν και να ενστερνιστούν τις «σοφίες» μου.

Ατέρμονες μονόλογοι από έδρας, αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί από κανόνες γραμματικής και συντακτικού, τόνοι εργασιών για το σπίτι, μαλώματα και παρατηρήσεις και λήψη μέτρων του τύπου χωρισμός όσων μιλούν μεταξύ τους και απομόνωση των «ζωηρών» που «χαλούν» την τάξη.

Αυτό είναι το εκπαιδευτικό σύστημα που μεγάλωσε γενιές και γενιές και κέρδισε με το σπαθί του κυριολεκτικά τη θέση του στο απυρόβλητο. Αυτό θα εφάρμοζα κι εγώ.

«Κλείνουμε τα στόματα και ανοίγουμε τα αυτάκια», ήταν η ατάκα που κρεμόταν στα χείλη μου έτοιμη να βγει από το στόμα μου λίγο πριν αρχίσει το μάθημα. Χρυσός κανόνας που δεν χάνει.

Κι ενώ όλα ήταν υπό έλεγχο σαν σφαίρα σφηνώθηκε στο μυαλό μου η φράση του Νικολιού: «Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί». Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά – αριστερά μήπως και καταφέρω να αποτινάξω αυτή την ξεκάρφωτη φράση που άρχισε αυθαίρετα να πλανιέται μέσα στη σκέψη μου αλλά μάταια.

Μπαίνοντας στην τάξη η αυτοπεποίθησή μου είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί παραχωρώντας τη θέση της στον τρόμο. Είκοσι ζευγάρια μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου, έτοιμα να δεχτούν τη «σοφία» μου κι εγώ δεν μπορούσα καν να ανοίξω το στόμα μου. Αυτό το βρωμόπαιδο, ο Νικολιός, μου είχε δέσει τη γλώσσα κόμπο.

«Νικολιό, εξαφανίσου μαζί με το πουλί γιατί εγώ τώρα θα μοιράσω τα βιβλία και θα κουβεντιάσω με τα παιδιά για το καλοκαίρι», μουρμούρισα όλο νεύρα.

Ευτυχώς ο μικρός με άκουσε και χάθηκε. Τέλεια! Ναι, μόνο που το εκπαιδευτικό μου σχέδιο ολοκληρώθηκε μέσα στην πρώτη ώρα και είχαμε ακόμη άλλες πέντε.

Πανικόβλητη, προς στιγμήν είπα να ανοίξω την πόρτα και να φύγω. Με σταμάτησε ο Νικολιός. Με πήρε από το χέρι και μου υπέδειξε να τραβήξω μια καρέκλα και να καθίσω ανάμεσα στους μαθητές μου.

«Γιατί το έκανες αυτό; Κάτσε στην έδρα σου!», ούρλιαξε μέσα στο μυαλό μου η κυρία Χρυσούλα, η δασκάλα που είχα στην Πέμπτη δημοτικού, που όταν δεν κάναμε αυτό που «έπρεπε» συνήθιζε να πετάει το παπούτσι της στον πίνακα και να φωνάζει: «Θα το μετανιώσετε! Εγώ είμαι Μακεδόνα – Τουρκάλα!», μια απειλή που ακόμη και σήμερα δεν έχω καταφέρει να αποκρυπτογραφήσω.

Αγνόησα τα ουρλιαχτά της κυρίας Χρυσούλας, έκλεισα το μάτι στον Νικολιό και με την ηδονή που προσφέρει η παράβαση των κανόνων απλώθηκα στην καρέκλα.

«Στα μούτρα σου, κυρία Χρυσούλα, εγώ είμαι από το Άστρος», της ούρλιαξα στη φαντασία μου.

Οι μαθητές μου έδειξαν ότι εξεπλάγησαν κι εκείνοι από την «ανορθόδοξη» κίνησή μου και για μερικές στιγμές έμειναν να με κοιτούν με ένα κράμα απορίας και αμφιβολίας στο βλέμμα τους.

«Είμαι έτοιμη να ακούσω για εσάς», είπα ελπίζοντας να σπάσω την αμηχανία που αντιθέτως έγινε πιο έντονη. Περιττό να σας αναφέρω ότι η κυρία Χρυσούλα έπαθε συμφόρηση όταν δεν χρησιμοποίησα ούτε τη χρυσή ατάκα της για τα στοματάκια και τα αυτάκια.

Με κοίταξε με αηδία πέταξε το παπούτσι της με λύσσα κατά πάνω μου και χάθηκε και πάλι στα βάθη της λήθης από όπου είχε ξεπηδήσει έτσι κι αλλιώς ακάλεστη, κλείνοντας πίσω της με πάταγο την πόρτα.

«Τι να πούμε, κυρία, εμείς, εσείς να μας πείτε», ψέλλισε μια θαρραλέα φωνούλα από το βάθος της αίθουσας κάνοντας τα υπόλοιπα δεκαεννέα κεφάλια να στραφούν έντρομα έως και επικριτικά προς το μέρος της κι εμένα να πετάξω κάτω ξαφνιασμένη το παπούτσι της κυρίας Χρυσούλας που ξέμεινε στα χέρια μου από την απρόσμενη επίσκεψή της.

«Οτιδήποτε», φώναξα κάπως δυνατότερα από το φυσιολογικό.

«Για το πώς θέλετε να είναι η τάξη φέτος, για τις προσδοκίες σας από εμένα, από το μάθημα, από τους συμμαθητές σας, οτιδήποτε», συμπλήρωσα ρίχνοντας ένα σεντόνι παγωμάρας μέσα στην αίθουσα.

Για λίγες στιγμές που μέσα στο όλο κλίμα της αμηχανίας έμοιαζαν με αιώνες, κανείς δεν μιλούσε. Ξάφνου, ακούστηκε και πάλι από το βάθος η θαρραλέα φωνούλα, «Εγώ λέω να αλλάξουμε τα θρανία», πρότεινε.

Κοίταξα για να μετρήσω αντιδράσεις. Θεέ μου, η σιωπή κοβότανε με το μαχαίρι.

Τι το ήθελα να ξεφύγω από τις νόρμες; Γιατί δεν έκανα αυτό που μου υπαγόρευσε η κυρία Χρυσούλα; Γιατί δεν άκουσα τη συμβουλή των παλαιότερων συναδέλφων μου;

Γιατί άφησα να χάσω τον έλεγχο; Αυτές οι σκέψεις διέσχισαν μονομιάς σαν αστραπή το μυαλό μου και προς στιγμήν βίωσα κάτι σαν την επιθανάτια εμπειρία των ετοιμοθάνατων που βλέπουν να περνά όλη η ζωή τους από μπροστά τους. Μόνο που εμένα κανένας θάνατος δεν επρόκειτο να με σώσει.

Θα έμενα εκεί, ταπεινωμένη στα μάτια των μεγάλων, αγέρωχων δασκάλων μου, έρμαιο της οργής της κυρίας Χρυσούλας, που δεν τα κατάφερα να σταθώ στο ύψος της αυθεντίας τους.

Ήμουν τόσο πολύ απορροφημένη από τον σχεδιασμό της επαγγελματικής μου κηδείας, ώστε άργησα να συνειδητοποιήσω ότι κάτι συνέβαινε μέσα στην τάξη.

«Κυρία! Κυρία! Κυρίααααα!» με ξεπέταξε η άγρια προεφηβική φωνή ενός αγοριού.

Τι έγινε καλέ, τι φασαρία είναι αυτή; Λοιπόν, η «φασαρία» δεν ήταν παρά οι φωνές των παιδιών που αντάλλασσαν απόψεις για τη διαμόρφωση της αίθουσας, τον τρόπο διεξαγωγής της διδασκαλίας, τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες που ήθελαν να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια της χρονιάς και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας.

«Κυρία, τι λέτε; Ποια ιδέα σας άρεσε περισσότερο;», με ρωτούσαν με εκείνη την αδημονία που διακρίνει τα παιδιά. Εγώ τα είχα κυριολεκτικά χαμένα. «Είναι δυνατόν;», αναρωτιόμουν. Δηλαδή, τώρα τα παιδιά ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση που τους έθεσα και τους αρέσει;

Αυτό ήταν. Εκείνη η ημέρα καθόρισε το ύφος και το στυλ μου ως εκπαιδευτικού.

Από εκείνη την ημέρα θα αφουγκραζόμουν τη σιωπή τους, το θυμό τους, το κλικ των ματιών τους. Από εκείνη την ημέρα θα έκλεινα για πάντα την άνοιξη μέσα στη διδασκαλία μου κρατώντας έτσι τα παιδιά ενεργά μέσα στην τάξη, όπου κι αν αποφασίζαμε να την στήσουμε: στο κτίριο του σχολείου, στο αμφιθέατρο, στο προαύλιο, ή ακόμα και στη λαϊκή αγορά της πόλης μας.

Στην έδρα δεν έκατσα ποτέ. Την κυρία Χρυσούλα ούτε την είδα ούτε την άκουσα ξανά.

Όμως κάθε φορά που μπαίνω σε μια καινούρια τάξη, αναζητώ με αγωνία το χλωμό, κοκκινομάλλικο αγόρι, τον Νικολιό, που τον βρίσκω πάντα να κάθεται στο τελευταίο θρανίο δίπλα στο παράθυρο με το ένα του δάχτυλο να μου δείχνει το πουλί που κελαηδά και με το άλλο εμπρός στα χείλη του να μου γνέφει «Σσσσς»…