Τη στιγμή που οι ΗΠΑ εξακολουθούν να μαστίζονται από τον κορονοϊό, μερικά από τα μεγαλύτερα αστέρια της απολαμβάνουν ανέμελες στιγμές, χωρίς μάσκες και κοινωνική αποστασιοποίηση – αλλά με γυρίσματα, πάρτι και βόλτες για φαγητό. Μια παράλληλη πραγματικότητα, που θυμίζει σίγουρα περισσότερο τις προ πανδημίας ζωές τους παρά τις συνθήκες στις οποίες ζουν εκατομμύρια συμπατριώτες τους – και η οποία δεν έχει εκνευρίσει μόνο τους Αμερικανούς, αλλά και κάποιους Αυστραλούς.

Στην Αυστραλία, όπως είναι γνωστό, τα πάμε πολύ καλύτερα από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της πανδημίας και γι’ αυτό η χώρα έχει καταφέρει να προσελκύσει αρκετούς Αμερικανούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς, αλλά και ένα πλήθος κινηματογραφικών παραγωγών. Μεταξύ άλλων, στην Αυστραλία αυτή τη στιγμή βρίσκονται ο Κρις Χέμγουορθ, ο Ίντρις Έλμπα, ο Ματ Ντέιμον, η Νάταλι Πόρτμαν, ο Κρίστιαν Μπέιλ και η Μελίσα Μακάρθι, η οποία έχει αναρτήσει πρόσφατα και βίντεο στο οποίο περιγράφει τους λόγους που λατρεύει την Αυστραλία.

«Αυτοί οι σταρ του Hollywood έχουν μεταφερθεί σε έναν άλλο πλανήτη, όπου δεν υπάρχουν τα προβλήματα του δικού μας κόσμου», υποστηρίζει στους Times της Νέας Υόρκης ο Ρόμπερτ Τόμσον, καθηγητής που εξειδικεύεται στην pop culture στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Προσθέτει ότι η προσωρινή αποχώρηση των σταρ από τις ΗΠΑ, καταρρίπτει τον μύθο ότι οι διάσημοι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με το Hollywood.

Η Αυστραλία έχει γίνει το «hip μέρος» όπου «θέλουν να πάνε όλοι οι εξαιρετικοί άνθρωποι», συνεχίζει ο Τόμσον. «Όταν προσπαθείς να γίνεις σταρ, πρέπει να πας στη Δυτική Ακτή για να αρχίσεις την καριέρα σου. Όταν όμως γίνεις «πραγματικά μεγάλος σταρ», τότε αγοράζεις ιδιοκτησία κάπου εξωτικά, όπως στην Αυστραλία», καταλήγει.

Μαζί του φαίνεται να συμφωνεί και η Νάταλι Πόρτμαν, που μιλώντας στην εκπομπή του Τζίμι Κίμελ τόνισε τον ενθουσιασμό της για τα διαφορετικά ζώα και φυτά που συναντάς στην αχανή και άγρια φύση της χώρας.

Εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε στους Times ότι η Αυστραλία έχει βοηθήσει 22 διεθνείς παραγωγές να διοχετεύσουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην τοπική οικονομία. Ο Πολ Φλέτσερ, ομοσπονδιακός υπουργός επικοινωνίας, δήλωσε: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για πολύ σημαντική αύξηση σε σχέση με τα παλαιότερα επίπεδα δραστηριότητας».

Όμως πολλοί  Αυστραλοί είναι έξαλλοι με αυτή την κατάσταση, καθώς η στρατηγική της χώρας τους για την καταπολέμηση του ιού έχει αφήσει δεκάδες χιλιάδες πολίτες εκτός των συνόρων. Την ίδια στιγμή, οι διάσημοι όχι απλώς καταφέρνουν να μπουν στη χώρα ανενόχλητοι, αλλά δείχνουν και να το διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Και εκτός του συναισθηματικού παράγοντα, τα κλειστά σύνορα δημιουργούν και πρακτικά προβλήματα: Για παράδειγμα, την έλλειψη εργατικών χεριών για τις αγροτικές εργασίες.

Άλλες εξαιρέσεις στα αυστηρά μέτρα της χώρας αφορούσαν τους τενίστες που συμμετείχαν τον περασμένο μήνα στο Australia Open, αλλά και το προσωπικό που εργάστηκε στο τουρνουά.

«Όλοι γνωρίζουν ότι, από ό,τι φαίνεται, ισχύουν άλλοι κανόνες για όσους είναι διάσημοι ή έχουν λεφτά», λέει εκνευρισμένα ο Ντάνιελ Τουσία, ένας Αυστραλός που  βρίσκεται για πολλούς μήνες στο εξωτερικό μαζί με την οικογένειά του. «Υπάρχουν ακόμα πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν καταφέρει να γυρίσουν στο σπίτι τους».

Σε σχετικό e-mail της, η Αυστραλιανή Συνοριοφυλακή ανέφερε ότι οι ταξιδιωτικές εξαιρέσεις για τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές παραχωρούνταν «όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι παραγωγές θα έχουν οικονομικά οφέλη για την Αυστραλία και θα έχουν την υποστήριξη της σχετικής πολιτειακής αρχής».

Τον Μάιο, η Αυστραλία έγινε η πρώτη χώρα που έδωσε το πράσινο φως για τη συνέχιση τηλεοπτικών παραγωγών. Η κυβέρνηση αφιέρωσε περισσότερα από $400 εκατ. σε διεθνείς παραγωγές που, σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες επιδοτήσεις, έδιναν στους παραγωγούς έκπτωση έως και 30% για τα γυρίσματα στη χώρα.

Περισσότερες από 20 διεθνείς παραγωγές, ανάμεσα στις οποίες και η νέα ταινία της Marvel, «Thor: Love and Thunder», με τον Κρις Χέμσγουορθ, τον Ματ Ντέιμον, την Νάταλι Πόρτμαν, τον Τάικα Γουατίτι, την Τέσα Τόμσον και τον Κρίστιαν Μπέιλ, το «Three Thousand Years of Longing», με τον Ίντρις Έλμπα και την Τίλντα Σουίντον, είτε βρίσκονται σε στάδιο παραγωγής είτε πρόκειται να γυριστούν μέσα στη χρονιά.

Μέσα στους επόμενους μήνες, στη χώρα αναμένεται να αφιχθούν η Τζούλια Ρόμπερτς και ο Τζορτζ Κλούνεϊ, ενώ ο Ζακ Έφρον μοιάζει να έχει αποφασίσει να εγκατασταθεί μόνιμα, βάσει των αναρτήσεών του στο Instagram.

 

Οι ομογενείς που πάνε το Χόλιγουντ στη Βοιωτία

 

Την ίδια στιγμή, όπως γράφει το «Πρώτο Θέμα» όσο και αν κάποτε φάνταζε όνειρο θερινής νυκτός, φαίνεται ότι η Ελλάδα είναι πολύ κοντά στο να κάνει το άλμα προς το παγκόσμιο κινηματογραφικό και τηλεοπτικό γίγνεσθαι. Και γι’ αυτό το άλμα υπεύθυνη θα είναι μια οικογένεια μεταναστών με ρίζες από το Καλοχώρι της Καστοριάς, η οποία έχει καταφέρει να μεταφέρει σημαντικό μέρος της παραγωγής του Χόλιγουντ στα δικά της στούντιο, τα Cinespace Film Studios, στο Τορόντο και το Σικάγο, αναβαθμίζοντας τις ίδιες τις πόλεις σε αυτό που ο αμερικανικός Τύπος σήμερα αποκαλεί «Βόρειο Χόλιγουντ» και «Μεσοδυτικό Χόλιγουντ».

Πρόκειται για την οικογένεια Μιρκόπουλου – Πίσσιου η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες του «ΘΕΜΑτος», έχει στα σκαριά μια πολύ σημαντική επένδυση για τη δημιουργία ενός μεγάλου συγκροτήματος κινηματογραφικών και τηλεοπτικών πλατό.

Επένδυση στην οποία έκανε έμμεση αναφορά το μεγάλο αφεντικό της Paramount Pictures Τζιμ Γιαννόπουλος την περασμένη εβδομάδα προλειαίνοντας το έδαφος για τις επίσημες ανακοινώσεις οι οποίες, σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένονται τους επόμενους μήνες, μετά την άρση της καραντίνας.

Η πανδημία εξάλλου είναι αυτή που, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, έχει φρενάρει κάπως τις διαδικασίες, αφού οι συνομιλίες της οικογένειας με την κυβέρνηση μέσω του υφυπουργού Εξωτερικών, αρμόδιου για την Οικονομική Διπλωματία, Κώστα Φραγκογιάννη μετρούν πάνω από χρόνο. Στις συνομιλίες έχει τεθεί κάθε πρακτικό ζήτημα που θα μπορούσε να δημιουργήσει τις κατάλληλες βάσεις για τέτοια μεγάλη επένδυση, αλλά και την αποτροπή δυνητικών προβλημάτων στην υλοποίησή της: από τα γραφειοκρατικά μέχρι ακόμα και τους δυνητικούς εργαζόμενους ως τεχνικό προσωπικό, με δεδομένο ότι η Ελλάδα έχει έλλειψη σε τεχνίτες, τουλάχιστον για την κλίμακα παραγωγής ενός διεθνούς στούντιο.

Παράλληλα, πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Στιβ (Στέλιος) Μιρκόπουλος και ο γιος του Τζιμ, που έχουν την ευθύνη των στούντιο στο Τορόντο, καθώς και ο Αλεξ Πίσσιος, ανιψιός του Στέλιου, ο οποίος έχει την ευθύνη των στούντιο στο Σικάγο, έχουν ήδη βολιδοσκοπήσει Ελληνες επιχειρηματίες που θα επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πρότζεκτ εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Η αναζήτηση της μεγάλης έκτασης, ίσως και άνω των 200 στρεμμάτων, που θα απαιτηθεί έχει ήδη ξεκινήσει στην ευρύτερη περιοχή της Αττικοβοιωτίας, με πιθανότερη την περιοχή της Θήβας. Μάλιστα πηγές με γνώση του θέματος υποστηρίζουν ότι δεν αποκλείεται αμέσως μετά την άρση της καραντίνας και την ομαλοποίηση των διεθνών πτήσεων να υπάρξουν οι σχετικές ανακοινώσεις για το επενδυτικό πρότζεκτ.

Υπενθυμίζεται ότι η οικογένεια Μιρκόπουλου – Πίσσιου και η Cinespace Film Studios έχουν ήδη στενή συνεργασία με τον Χρήστο Β. Κωνσταντακόπουλο μέσω της εταιρείας παραγωγής του Faliro House Production S.A., ενώ σημαντικές εταιρείες της χώρας, όπως ο Ομιλος ΑΝΤΕΝΝΑ, δεν έχουν κρύψει ότι διερευνούν τις ευκαιρίες που εμφανίζονται μέσα από τη φιλική στροφή που έχει κάνει η χώρα τα τελευταία χρόνια προς τις παραγωγές κινηματογραφικού και τηλεοπτικού προϊόντος.

Εξάλλου ο Τζιμ Γιαννόπουλος μόλις την περασμένη εβδομάδα έλεγε σε ψηφιακό πάνελ στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Εφευρετικοί Ελληνες» του ΣΕΒ για τις προοπτικές της χώρας στο συγκεκριμένο κομμάτι, επιβεβαιώνοντας παράλληλο το θερμό και συγκεκριμένο επενδυτικό ενδιαφέρον που υπάρχει.

Σε κάθε περίπτωση, η οικογένεια Μιρκόπουλου – Πίσσιου είναι πολύ κοντά στο να συνδέσει το όνομά της με κάτι που έως πρόσφατα φάνταζε παραμύθι. Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρούν να κάνουν ένα σοβαρό άνοιγμα στην Ελλάδα. Η πρώτη προσπάθεια έγινε πριν από περίπου μία δεκαετία από τον Νικ Μιρκόπουλο, τον πατριάρχη της οικογένειας. Μετά την επιτυχία των στούντιο σε Τορόντο και Σικάγο και καθώς θεωρούσε ότι πάντα οι κρίσεις γεννούν τις ευκαιρίες, είχε βολιδοσκοπήσει την ελληνική κυβέρνηση, στην κορύφωση της κρίσης, να τον κατευθύνει και να τον διευκολύνει.

Μάταια όμως, όπως εκμυστηρεύτηκε στον τότε πρεσβευτή του Καναδά στη χώρα μας Ρόμπερτ Πεκ, ήταν αγανακτισμένος με τα γραφειοκρατικά εμπόδια. «Ο αρμόδιος υπουργός τότε δεν ήταν συνηθισμένος σε σταράτες κουβέντες, ούτε φαινόταν και πολύ ζεστός για κάτι τέτοιο», αποκάλυψε αργότερα ο πρέσβης λέγοντας πως και ο Μιρκόπουλος πια δεν είχε τις αντοχές ούτε τη διάθεση να συνεχίσει έτσι. «Κύριε πρεσβευτή, είμαι μαχητής, δεν είμαι διπλωμάτης», φέρεται να είπε στον Πεκ, όπως εξιστόρησε ο ίδιος λίγο μετά τον θάνατο του Μιρκόπουλου τον Δεκέμβριο του 2013. Εκείνη την περίοδο ο Νίκος Μαστοράκης, φίλος του Μιρκόπουλου, θα εκμυστηρευτεί ότι υπήρχε σχέδιο για τη δημιουργία ενός συγκροτήματος με 22 μεγάλα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πλατό. Η ιστορία της οικογένειας Μιρκόπουλου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σενάριο όχι μιας ταινίας, αλλά σειράς ταινιών. Στην πρώτη θα πρωταγωνιστούσε ο Νικ Μιρκόπουλος, ο μεγαλύτερος από τα πέντε παιδιά του παπα-Θόδωρου από το Καλοχώρι Καστοριάς, και θα εξιστορούσε τον τρόπο με τον οποίο δραπέτευσε από τη φτώχεια της μεταπολεμικής Ελλάδας με το πτυχίο του ηλεκτρολόγου και έχοντας ανήσυχο πνεύμα έφτασε μέχρι το Τορόντο και αργότερα το Σικάγο στήνοντας ένα μεγάλο συγκρότημα κινηματογραφικών στούντιο που έγιναν κέντρο σημαντικών παραγωγών του Χόλιγουντ.

Μετά τη θητεία του στον στρατό και την εποχή που οι κυβερνήσεις στη χώρα άρχισαν να ηλεκτροδοτούν και τα πιο απομακρυσμένα χωριά, προσελήφθη στη Siemens. Στη Γερμανία όπου πήγε για μετεκπαίδευση αντίκρισε έναν άλλον κόσμο και έτσι, λίγο μετά την επιστροφή του, πήρε την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό. «Ηταν πάντα περίεργος, αναζητούσε αυτό το διαφορετικό που θα τον έσπρωχνε μπροστά. Δίψαγε να κάνει κάτι μεγάλο», είπε χρόνια μετά ο αδελφός του Στιβ. Εφυγε για το Τορόντο την πρώτη χρονιά της χούντας. Εκεί ξεκίνησε τη δική του εταιρεία με την επωνυμία Torontario Constructors, με ειδίκευση στον τομέα της αναπαλαίωσης ιστορικών κτιρίων. Μετά τα πρώτα ενθουσιώδη γράμματα στην οικογένειά του δύο από τα αδέλφια του πήραν την απόφαση να πάνε να τον βρουν στον Καναδά για να μπουν στην εταιρεία. Εξαρχής τους στήριξε βοηθώντας τον μικρότερο να σπουδάσει ενώ παράλληλα φρόντιζε να έχει ισχυρές σχέσεις με κυβερνητικούς παράγοντες και αξιωματούχους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η χαμηλή ισοτιμία του καναδικού δολαρίου έναντι του αμερικανικού φάνταζε ιδανική για επενδυτικές κινήσεις. Ο Νικ Μιρκόπουλος πληροφορήθηκε ότι κινηματογραφικές εταιρείες του Χόλιγουντ ενδιαφέρονται γι’ αυτό τον λόγο να γυρίσουν ταινίες στον Καναδά, όμως υπήρχε ένα πρόβλημα: τα υπάρχοντα στούντιο ήταν μικρά και δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές. Ο ηλεκτρολόγος από την Καστοριά ήρθε σε επαφή με στελέχη της κινηματογραφικής βιομηχανίας ενώ είχε ήδη βρει τον χώρο στο Τορόντο. Οταν είπε στα αδέλφια του ότι θα αγοράσει μια τεράστια αποθήκη 23 στρεμμάτων στην Eastern Avenue για να δημιουργήσει τα Cinespace Film Studios τον πήραν για τρελό. Ο ίδιος όμως δεν πτοήθηκε κι έτσι τα στούντιο τέθηκαν σε λειτουργία το 1990. Οι γνωριμίες του από την κινηματογραφική βιομηχανία αυξάνονταν ταχύτατα και, όπως ισχυριζόταν ένας φίλος του, αν η δουλειά έπεφτε, ο Νικ έπαιρνε τηλέφωνο τον φίλο του Φράνσις Φορντ Κόπολα και κανόνιζε γυρίσματα. Κάπως έτσι, λοιπόν, απέκτησε τον χαρακτηρισμό ενός power house.

Η κρίση στο Σικάγο

Το happy end θα είναι σίγουρα το τέλος που θα έδιναν οι σεναριογράφοι σε μια ταινία για την οικογένεια Μιρκόπουλου. Διότι η συνέχεια ήταν εξίσου συναρπαστική.

Μόνο που στη δεύτερη θα υπήρχε και συμπρωταγωνιστής με φόντο όχι μόνο το Τορόντο, αλλά και το Σικάγο την εποχή της μεγάλης κρίσης του αμερικανικού real estate, πριν από 12 χρόνια περίπου, που παραλίγο να γονατίσει το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Συμπρωταγωνιστής θα ήταν ο Αλεξ Πίσσιος, ανιψιός του Νίκου. Η περιουσία του με εκείνο το χάος χάθηκε, τα χρέη εκτοξεύτηκαν και το ειδοποιητήριο κατάσχεσης από την τράπεζα και έξωσης από το σπίτι της οικογένειας με τα τέσσερα παιδιά έγινε πραγματικότητα! Και κάπου εκεί εμφανίστηκε ο από μηχανής θεός, ο άκληρος θείος. Που όταν έμαθε την κατάστασή του, αν και είχαν να ιδωθούν χρόνια, τον κάλυψε πλήρως. Του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία. Και αυτός όχι μόνο τον δικαίωσε, αλλά μαζί κατάφεραν να στήσουν ένα ακόμα πιο πετυχημένο συγκρότημα από 30 πλατό Cinespace, αυτή τη φορά στο κέντρο του Σικάγου αλλάζοντας όλη την πόλη. Τα κίνητρα που έδωσε η Πολιτεία του Ιλινόις στις παραγωγές και οι γνωριμίες του Μιρκόπουλου είχαν ένα σαφές αποτέλεσμα: παραγωγές μεγάλων στούντιο του Λος Αντζελες πλέον γυρίζονταν στο Σικάγο, ενώ οι συμφωνίες με τις περισσότερες ψηφιακές πλατφόρμες, που ήταν ανερχόμενες δυνάμεις, έδωσαν επίσης νέο αέρα. Και το πολλαπλασιαστικό οικονομικό αποτέλεσμα στην πόλη ήταν τέτοιο που οι Μιρκόπουλος και Πίσσιος απέκτησαν άμεσες και στενές σχέσεις με τον δήμαρχο και τους τοπικούς άρχοντες.

Ο κυβερνήτης του Ιλινόις δεν δίστασε να εκφράσει δημοσίως την ευγνωμοσύνη εκ μέρους της Πολιτείας στο πρόσωπο του Νικ Μιρκόπουλου, όταν αυτός πέθανε λίγο πριν από την εκπνοή του 2013. Και λίγο καιρό μετά ο δήμαρχος του Σικάγου έδωσε το όνομά του σε δρόμο της πόλης πολύ κοντά στα στούντιο! Ο Νικ Μιρκόπουλος επέστρεψε στην πατρώα γη του Καλοχωρίου και έκτοτε ο αδελφός του Στιβ και τα παιδιά του τρέχουν τη Cinespace Film Studios στο Τορόντο, με τον Αλεξ Πίσσιο να είναι επικεφαλής στο Σικάγο.