«Ο πρίγκηπας τρέχει πίσω από τα φουστάνια της όμορφης Μυκονιάτισας».

Με αυτά τα λόγια συνήθιζαν να περιγράφουν εχθροί και φίλοι τον έρωτα που γεννήθηκε μέσα στην φωτιά και το αίμα της Επανάστασης ανάμεσα στην πανέμορφη και λυγερόκορμη Μαντώ Μαυρογέννους και τον πρίγκηπα Δημήτριο Υψηλάντη.

Η νεαρή Μαντώ ήταν όμορφη, λεπτοκαμωμένη, με καλούς τρόπους και ευρωπαϊκή μόρφωση και κουλτούρα.

Η μητέρα της Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της Νικόλαου Μαυρογένη.

Η Μαντώ γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Ήταν προικισμένη μ’ ένα γλυκύτατο χαρακτήρα, αλλά όταν μιλούσε για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζονταν, η συζήτηση ζωντάνευε, τα μάτια της άστραφταν και τα λόγια της κυλούσαν με αξιοζήλευτη ευγλωττία.

Οι πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της αντλούνται κυρίως από ξένους συγγραφείς, τους οποίους φαίνεται ότι είχε σαγηνεύσει με την προσωπικότητα και την ομορφιά της και όχι από τους συγχρόνους Έλληνες ιστορικούς που αποσιώπησαν και ουσιαστικά υποτίμησαν την προσφορά της στον Αγώνα.

Η Μαντώ (Μαγδαληνή το βαπτιστικό της όνομα) Μαυρογένους γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη.

Ο πατέρας της, ήδη εξέχον μέλος της Φιλικής Εταιρίας, μαζί με τον θείο της ιερέα και επίσης Φιλικό παπά-Μαύρο μύησε την νεαρή κοπέλα στην εθνεγερσία το 1820 και η ίδια όταν ξέσπασε η Επανάσταση εγκατέλειψε την Πάρο, και προσέφυγε στην γενέτειρα της, Μύκονο όπου προσέφερε τις υπηρεσίες της στον αγώνα επιδεικνύοντας ανδρεία, αυτοθυσία.

Με την έναρξη της Επανάστασης, η πανέμορφη Μαντώ, πρότυπο ηθικής έξαρσης, αυτοθυσίας και ανιδιοτελούς πατριωτισμού και διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και κατά τις πληροφορίες ξένων, κυρίως, περιηγητών έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κάρυστο, στο Πήλιο και τη Φθιώτιδα (1823).

Η πρώτη γνωριμία τους πλούσιας Μυκονιάτισας με τον πρίγκιπα ενδεχομένως έγινε στην Τεργέστη, στο σπίτι του πατέρα της.

Η λαϊκή παράδοση και η ρομαντική φαντασία των ξένων ιστοριογράφων της εποχής, θέλουν τη Μαντώ να συμμετείχε τον Ιούλιο του 1822 στην υπεράσπιση του Κάστρου του Άργους, δίπλα στον Υψηλάντη.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ήταν δυναμικός και πανέξυπνος αλλά σε καμία περίπτωση αλλά δεν συναγωνιζόταν στα κάλλη την πανέμορφη Μυκονιάτισα, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα.

Μάλιστα οι δυο τους ήταν τόσο ερωτευμένοι που όταν τελείωναν τον αγώνα, τα βράδια κοιμούνταν μαζί αγκαλιά στην ίδια σκηνή αδιαφορώντας για το τί θα πουν οι συμπατριώτες τους.

Ο Υψηλάντης είχε υποσχεθεί ότι θα παντρευόταν την αγαπημένη του, μετά την απελευθέρωση της πατρίδας, όμως το ειδύλλιο που άνθησε μεταξύ των δύο νέων που αγαπήθηκαν με πάθος είχε τραγική κατάληξη κι αυτό γιατί η σχέση τους προκαλούσε τα συντηρητικά ήθη της εποχής και τρομοκρατούσε πολλούς πολιτικούς ηγέτες, καθώς σήμαινε την ένωση δύο μεγάλων οικογενειών, με σαφή ρωσικό προσανατολισμό.

Ο «επικεφαλής» των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος έμεινε στην ιστορία κυρίως για τις δολοπλοκίες του και τις διαρκείς απόπειρες διάλυσης του αρραβώνα της Μαντούς με τον Δημήτρη.

Ο δολοπλόκος Κωλέττης, φοβούμενος πως ένας ενδεχόμενος γάμος ανάμεσα στο δυναμικό ζευγάρι θα συνέβαλε σημαντικά στην ανέλιξη του Υψηλάντη ως ηγεμόνα της χώρας και θα εμπόδιζε τον δικό του δρόμο προς την εξουσία αποφάσισε να κάνει τα πάντα ώστε να χωρίσει το ζευγάρι.

Στην απόφασή του τον συνέβαλαν ιδιαίτερα δύο γεγονότα.

Το ένα ήταν η διαρκής επιδείνωση της υγείας του Υψηλάντη (ο οποίος υπέφερε από χρόνια πάθηση των πνευμόνων) και το άλλο η λαϊκή κατακραυγή που προκαλούσε το γεγονός ότι οι δύο νέοι δεν είχαν επισημοποιήσει τη σχέση τους.

Η Μαντώ, η οποία αντιμετώπιζε εντονότερες επικρίσεις όντας νεαρή κοπέλα, ζήτησε από τoν Υψηλάντη να τη νυμφευθεί.

Εκείνος προσπάθησε να της εξηγήσει πως οι στιγμές ήταν κρίσιμες και δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο τη στιγμή που η πατρίδα χανόταν.

Επειδή όμως κατανοούσε την θέση της και δεν ήθελε να την εκθέσει αφού την αγαπούσε πραγματικά, της έδωσε έγγραφη υπόσχεση για γάμο όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν και η χώρα θα απελευθερωνόταν.

Σύμφωνα με ιστορικούς ο Κωλέττης έκανε τα πάντα για να διαβάλλει την νεαρή κοπέλα σκορπίζοντας φήμες πως η Μαντώ απατούσε τον πρίγκηπα Υψηλάντη με Άγγλο αξιωματούχο αλλά κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ποτέ και έτσι ένα βράδυ που ο πρίγκιπας έλειπε σε περιπολία στους Μύλους, μερικοί άνδρες του στρατού του εισέβαλαν στο σπίτι της Μαντούς, τη μετέφεραν στο λιμάνι και την επιβίβασαν βίαια σε ένα πλοίο που απέπλεε για τη Μύκονο, απειλώντας τη με θάνατο αν επέστρεφε στο Ναύπλιο.

Όταν ο πρίγκιπας επέστρεψε στην πόλη και πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, εξοργίσθηκε.

Έμαθε ποιοι ήταν οι ένοχοι, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει τον πρωταίτιο. Αμέσως έστειλε επιστολή στην ερωμένη του, με την οποία την καλούσε κοντά του και την παρακαλούσε να συγχωρήσει την απερισκεψία των ανδρών του.

Πράγματι, η Μαντώ επέστρεψε στο Ναύπλιο και ο Κωλέττης εφάρμοσε ένα τρίτο σχέδιο.

Μια ημέρα της έστειλε τους δύο προσωπικούς γιατρούς του Υψηλάντη να της παρουσιάσουν με τραγικό τρόπο την κατάσταση της υγείας του πρίγκιπα και να της δηλώσουν πως, αν δεν τον αποχωριζόταν, εκείνος θα πέθαινε και η πατρίδα θα έχανε έναν από τους πιο άξιους υπερασπιστές της.

Τα λόγια τους ήταν αρκετά για να θίξουν τη φιλοπατρία της Μαντούς η οποία συντετριμμένη συγκέντρωσε τα πράγματα της και, χωρίς να αποχαιρετήσει κανέναν, εγκατέλειψε το Ναύπλιο.

Ο Υψηλάντης, όταν πληροφορήθηκε τη φυγή της Μαντούς, της έστειλε επανειλημμένα φλογερές επιστολές καλώντας τη να επιστρέψει, όμως οι προσπάθειες του έπεσαν στο κενό, αφού εκείνη ήταν πεπεισμένη πως η επίσκεψη των γιατρών είχε σκηνοθετηθεί από τον ίδιον.

Θεώρησε ότι ο Υψηλάντης επιδίωκε να αθετήσει, με αυτόν τον τρόπο, την υπόσχεση περί γάμου που της είχε δώσει.
Μετά τον χωρισμό, η αγάπη της και τα παθιασμένα ερωτικά συναισθήματα, μετατράπηκαν σε οργή και μνησικακία.

Χωρίς να υπολογίσει την προσωπική της αξιοπρέπεια, επέστρεψε στην Πελοπόννησο και κατέφθασε στην Τροιζήνα την περίοδο της έναρξης των εργασιών της Γ’ Εθνοσυνέλευσης τον Μαϊο του 1827.

Εκεί συνέταξε μια αναφορά, στην οποία επισύναψε τη γραπτή υπόσχεση γάμου του πρίγκιπα, ζητώντας επίμονα δικαίωση, περισσότερο, ίσως, για να εξευτελίσει τον πρώην αγαπημένο της.

Το προεδρείο της Εθνοσυνέλευσης, για να μην προκληθεί σκάνδαλο, αρνήθηκε να ικανοποιήσει την απαίτηση της, ακόμη και να την αναγνώσει.

Δέχθηκε, όμως, το αίτημα της να της παραχωρηθεί το σπίτι όπου διέμενε στο Ναύπλιο κατά την περίοδο της σχέσης της με τον Υψηλάντη και το οποίο της θύμιζε μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της.

Η Μαντώ, στο Ναύπλιο ζούσε καταθλιπτικά, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας και δεν έλαβε κάποια τιμητική σύνταξη, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών.

Ο Υψηλάντης, εξακολουθούσε να πολεμάει για την πατρίδα με εντολές και οδηγίες από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, κάτι όμως που επιδείνωνε την υγεία του με αποτέλεσμα να επιστρέψει στο Ναύπλιο άρρωστος και καταβεβλημένος.

Τον Αύγουστο του 1832 ο Υψηλάντης πέθανε από φυματίωση.

Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του η Μαντώ, παρότι είχε πληροφορηθεί τα άσχημα νέα, δεν πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του που ήταν μόλις λίγες πόρτες μακριά από αυτό της πανέμορφης γυναίκας.

Όταν, όμως, ο πρίγκιπας πέθανε, η Μαντώ ξεκίνησε αποφασισμένη να τον νεκροστολίσει και να τον μοιρολογήσει, χωρίς κανένας να τολμήσει να την εμποδίσει.

Ακολούθησε μαυροφορεμένη την κηδεία του στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Ναύπλιον, μια τραγική ανύπαντρη χήρα.