Τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη τα διάβασα στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 50.

Λίγο δύσκολα στη γλώσσα τους, αλλά πάντοτε ένιωθα μια νοσταλγική ατμόσφαιρα για την παλιά εποχή και για τον Παπαδιαμάντη που ονομαζόταν και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων».

Ο Καβάφης τον είχε ονομάσει: «η κορυφή των κορυφών». Τα διηγήματά του σήμερα κατέχουν μία περίοπτη θέση στην ελληνική μας λογοτεχνία. Ένα από αυτά –και μόνο την εισαγωγή του (λόγω χώρου) για μια σύντομη γεύση- θα διαβάσετε παρακάτω, έτσι να τον θυμηθούμε και αυτόν, αλλά και να τον τιμήσουμε το επετειακό μας έτος 2021.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα εξιστορεί τη ζωή του και γράφει με ορθογραφία αυτήν πριν του 1982 και λέει:
Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851.

Ἐβγήκα ἀπ’ τὸ Ἑλληνικόν Σχολείον εἰς τα 1863, αλλά μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα την Α΄και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τας σπουδάς μου και ἔμεινα εἰς την πατρίδα.

Κατά Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς το Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας και ἐφοίτησα εἰς την Δ΄ τοῦ Βαρβακείου.

Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς την Φιλοσοφικήν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογήν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δη ἠσχολούμην εἰς τας ξένας γλώσσας. Μικρός ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα.

Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς το περιοδικόν Σωτῆρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς το Μη χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περί τα ἑκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικά και ἐφημερίδας.

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ – ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Τον υιόν της τον καπετάν Κομνιανόν τον επαντρολογούσεν ήδη η γρια-Κομνιανάκαινα, αν και δεν είχε χρονίσει ακόμη η νύμφη της, η μακαρίτις.

Τα δύο ορφανά, μία κόρη οκταέτις και έν τετραετές παιδίον, εφόρουν μαύρα, κατάμαυρα, οπού εστενοχώρουν κι εχλώμιαιναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια των, και ήτον καημός καρδιάς να τα βλέπει τις. Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον:

Βαρύτερ᾽ απ᾽ τά σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα,

γιατί τα φόρεσα κι εγώ για μιαν αγάπη πού ᾽χα.

Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ᾽ όλην τήν εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε», και ητοιμάζετο ν᾽ αποθάνει.

Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου. Αίφνης, εν μέσω δύο γογγυσμών, έβαλλε μίαν φωνήν, κι έκραζεν από της κλίνης προς την εκτός του ισογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην και υπηρετούσαν παιδίσκην.

― Μη χύνεις στην αυλή τα νερά, χίλιες φορές σ᾽ το είπα· στο νεροχύτη!

Κι επανελάμβανε τους αφορήτους στεναγμούς, επιτείνουσα μάλιστα αυτούς οσάκις τυχόν πτωχή γειτόνισσα, μη τολμώσα να εισέλθει, ήρχετο δειλώς μέχρι της θύρας και ηρώτα πώς ήτο η ασθενής.

Βεβαίως η γρια-Κομνιανάκαινα έπασχεν, αλλ᾽ ίσως εμεγαλοποίει το πράγμα. Έκλαιε «τα νιάτα της», έλεγεν ότι δεν θα προφθάσει να κάμει εφέτος Πάσχα.

Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά πού να εμβάσει μέσα καμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτον ικανή ν᾽ αποθάνει από την φιλαργυρίαν της.

Δεν εβάστα η ψυχή της να δώσει κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κοιτάξει», κι επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλεν αγρίαν κραυγήν. Έκραζε την παιδίσκην να την σκεπάσει με το σινδόνιον, αλλά χωρίς αύτη να την εγγίσει καν, η γερόντισσα έβαλλε τοιαύτην ωρυγήν, ώστε η μικρά κατετρόμαζε.

Ο καπετάν Κομνιανός έλειπε με το γολετί, κι επεριμένετο να έλθει. Είχε μαζί του, με το γολετί, και τον πρωτότοκον υιόν του, τον Γεώργην, δωδεκαετή παίδα.

Τούτο ήτο ένας από τούς καημούς της γραίας, ότι έμελλε ν᾽ αποθάνει, ως έλεγε, χωρίς να επανίδει τον υιόν της, και τον έγγονόν της τον μεγάλον, όστις ωμοίαζε τόσον με τον μακαρίτην τον πάππον του.

Και ποίος να της σφαλήσει τα μάτια; Αι ανεψιαί της, υπανδρευμέναι και αι δύο, της εβαστούσαν κακίαν διά κάτι κληρονομικάς διαφοράς, και δεν έσπασαν το πόδι «οι λαχταρισμένες, οι αχρόνιαστες!» να έλθουν να την ιδούν. Ούτω της ήρχετο και αυτής ν᾽ αποθάνει εις το πείσμα των, ν᾽ αποθάνει χωρίς να της φιλήσωσι την χείρα.

Ιατρός, πού να ευρεθεί; Είχεν αυτή να πληρώνει; Αυτή ώφειλε να κάμνει οικονομίαν διά τα ορφανά, και δεν έπρεπε να φθείρει το βιο του υιού της εις γιατρικά και δεν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τη δουλειά σου!

Έχουν εμπιστοσύνην τώρα αυταί αι γυναίκες; Ο κόσμος εχάλασε, τί τα θέλεις; Έμβαζε αυτή μες στο βιο της, μες στα καλά της, ξένην γυναίκα; Της ήρχετο να επαναλάβη προς τας γειτονίσσας την ιδίαν κραυγήν, δι᾽ ής απεδίωκε το πάλαι παρείσακτον όρνιθα από τον ορνιθώνα της. Ξού, ξένη!

Ως τόσον επεθύμει να ήρχετο ο υιός της διά να τον νυμφεύσει, να του δώσει και την ευχήν της.

Σαράντα χρόνων άνθρωπος, κι ο κόσμος είναι πέλαγο, σαν εκείνο πού αρμένιζε τώρα. Πώς να περάσει τη ζωήν του χωρίς να έλθει εις δεύτερον γάμον;

Και τα ορφανά, και αυτά θα εύρισκαν μητέρα, μίαν καλήν οικοκυρά, ήτις από τώρα επροσφέρετο μάλιστα να έλθει να την υπηρετήσει εις την ασθένειάν της. Αλλ᾽ η γραία Κομνιανάκαινα, μη θέλουσα να παραβεί την αρχήν της, δεν εδέχθη την εκδούλευσιν.

Το βέβαιον είναι ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν᾽ αποκτήσει μητέρα, ενθυμείτο κι ελυπείτο την μητέρα της.

Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε ήξευρε τίποτε ούτε ενθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέσει τον κατάμαυρον σάκκον του.

Η Μόρφω, λευκή και ωχρά με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κι ενθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της.

Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ᾽ αυτής.

Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας, εφείδετο να δώσει εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο, υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός κόσμον, κι έλεγεν:

― Άχ! τί γλυκιά πού ᾽ν᾽ η ζωή!