Στο περασμένο σημείωμα αναφερθήκαμε στον πίνακα του Βρυζάκη για τον πίνακα: «Ο όρκος της Αγίας Λαύρας».

Είπαμε ότι ο πίνακας αντικατοπτρίζει την καθιερωμένη αντίληψη του 19ου αιώνα για το ρόλο του Παλαιών Πατρών Γερμανού κατά την έναρξη της Επανάστασης, ένας θρύλος που δεν στηρίζεται από τα γεγονότα.

Ο άλλος γνωστός πίνακας ζωγραφικής στον οποίο αναφερθήκαμε ότι δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα γεγονότα είναι το «Σχολείον Κρυπτόν» του Νικολάου Γύζη (1885).

Από τον πίνακα αυτό ο Ιωάννης Πολέμης εμπνεύστηκε το γνωστό επίσης ποίημα το «Κρυφό Σχολειό». Και τα δυο έργα μαζί, πίνακας και ποίημα δημοσιεύτηκαν πρωτοσέλιδο την Πρωτοχρονιά του 1899 στο περιοδικό Εθνική Αγωγή του Γεωργίου Δροσίνη.

«Αναμφισβήτητα, γράφει ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, το «Κρυφό Σχολειό» -εννοώ τον πίνακα του Νικολάου Γύζη, συνοδευόμενο βέβαια από το γνωστό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη -αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική στιγμή των νεοελληνικών μυθοπλασιών με λόγο και εικόνα». (Παπαθεοδώρου, σ. 605 )

Υπήρξε ποτέ «Κρυφό Σχολειό»; Καμιά φορά, κάποιο απόμερο μέρος ή κατακόμβη κάποιου μοναστηριού ή σπουδαίου εξωκλησίου παρουσιάζεται ως το μέρος όπου επί τουρκοκρατίας λειτουργούσε «Κρυφό σχολειό».

Είναι συνήθως μέρη που δεν θα χρειάζονταν να γίνονται τα μαθήματα σε σπηλιές και κατακόμβες γιατί ο νάρθηκας της εκκλησιάς, όπως πάντα γινόταν, θα αρκούσε γι’ αυτό. Οι Τούρκοι στην Ελλάδα ήταν μειοψηφία, διέμειναν σε ξεχωριστούς μαχαλάδες και στις απόμακρες περιοχές συχνά κυριαρχούσαν η απόσταση από τους οικισμούς των μαθητών.

Οι υποτιθέμενοι μαθητές ενός τέτοιου «κρυφού σχολειού» δεν θα περπατούσαν μια μακρινή απόσταση το βράδυ, έστω και με ολόγιομο φεγγάρι, μετά την ημερήσια εργασία στα χτήματα, να πάνε στο ξωκλήσι και να κλειστούν στην κατακόμβη για να τους διδάξει ο παπάς ή ο ψάλτης με τα βιβλία του ψαλτηρίου. Θα μπορούσαν να πάνε και πήγαιναν στην εκκλησία του χωριού τους.

Υπήρξε, λοιπόν, ή δεν υπήρξε το «Κρυφό Σχολειό;» Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Άλκης Αγγέλου, ο Γιάννης Παπαθεοδώρου και πλήθος άλλων, στις εργασίες τους αποδομούν τον μύθο του «Κρυφού Σχολειού».

Ο Γιώργος Κεκαυμένος, ο Γιώργος Καραμπελιάς και πλήθος άλλων υποστηρίζουν την ύπαρξή του και στο διαδίκτυο υπάρχουν χιλιάδες σελίδες υπέρ και κατά της ύπαρξής του. Με αυτό τον τρόπο το θέμα δεν έκλεισε, ούτε μπορεί να κλείσει με την αντιπαράθεση υποκειμενικών απόψεων.

΄Ισως, όμως, θα μπορούσε να υπάρξει μια καλύτερη κατανόηση αν το θέμα προσεγγιζόταν με ερωτήματα για το πώς λειτουργούσε η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, τόσο για τους μαθητές, όσο και για τους δασκάλους.

Σ’ αυτό θα βοηθούσαν οι απόψεις αυτών που πέρασαν από αυτό το σχολείο. Δεν υπάρχει, όμως, τίποτα γραπτό, πριν το 1825, που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη «Κρυφού σχολειού». Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία κάποιου μαθητή της προεπαναστατικής εποχής που μιλάει για τις εμπειρίες του σε ένα τέτοιο «κρυφό σχολειό».

Η διαφορά μεταξύ υπαρκτού θεσμού και θρύλου θα γινόταν καλύτερα κατανοητή αν μιλούσαμε για υποτυπώδες εκκλησιαστικό και όχι για «Κρυφό Σχολειό». Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας η ελληνική παιδεία υποχώρησε κατακόρυφα λόγω έλλειψης δασκάλων και σχολείων.

Αρχικά υπήρχε η Μεγάλη του Γένους Σχολή, αργότερα η Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους και άλλες. Αργότερα με την ανάπτυξη του εμπορίου και των συνεπαγόμενων αναγκών, δημιουργήθηκαν διάφορες εκκλησιαστικές και κοινοτικές ελληνικές σχολές και σχολεία σε διάφορες ελληνικές πόλεις.

Για τα σχολεία αυτά έχουμε τις γραπτές εμπειρίες του Κοραή (γεννήθηκε το 1748) από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Στο προεπαναστατικό Μεσολόγγι, επίσης, διαβάζουμε ότι σε μια πολίχνη 5.000 κατοίκων περίπου, υπήρχαν 5 εκκλησίες, ένα τζαμί, η Παλαμαϊκή Σχολή και επίσης για ένα διάστημα ένα Πατριαρχικό σχολείο «Ελληνικών Μαθημάτων”.

Αυτό δείχνει ότι οι Έλληνες ήταν περισσότεροι και ενδιαφέρονταν και για την παιδεία των παιδιών τους.΄Ηταν μια περίοδος που ο ισλαμικός οθωμανικός πληθυσμός περιφρονούσε το επίσημο σχολείο αλλά και οι πληθυσμοί στην Ευρώπη δεν απολάμβαναν αρκετή σχολική παιδεία.

Οι Έλληνες των ελληνικών πόλεων φαίνεται να είχαν καλύτερη παιδεία από πολλούς κατοίκους ευρωπαϊκών πόλεων. Ο ιστορικός George Finley το σημειώνει αυτό:

Αν και οι πολιτικές συνθήκες των (σκλαβωμένων) Ελλήνων ήταν υποβαθμισμένες είναι πιθανόν ότι ένα μεγαλύτερο ποσοστό μπορούσε να διαβάζει και να γράφει παρά σε οποιαδήποτε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα. Οι Έλληνες όλων των τάξεων πάντοτε έθεταν μια υψηλή αξία στην εγγραμματοσύνη από οποιοδήποτε άλλο λαό. Έχουν μια εθνική τάση προς την παιδεία. (Finley, ii, σ. 16)

Το μεγάλο, όμως, μέρος του πληθυσμού των χωριών (που περιείχε τον περισσότερο πληθυσμό, τον αγροτικό, αλλά και τον πιο μικρό τουρκικό πληθυσμό), παρέμεινε αναλφάβητο ή με μερικά κολυβογράμματα που μάθαιναν σε αυτά που αναφέραμε παραπάνω ως υποτυπώδη «εκκλησιαστικά σχολεία».

Η Εκκλησία χρειαζόταν για τις ανάγκες της, να εκπαιδεύει και να ανανεώνει το προσωπικό της, τους ιερείς και ψάλτες της και σ’ αυτό βοηθούσε το ψαλτήρι και ο νάρθηκας των ναών. Οι δάσκαλοι ήταν κυρίως οι ιερείς ή και κάποιοι λίγο εγγράμματοι λαϊκοί (ψάλτες) και για σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούνταν το Οκταήχι, και τα άλλα βιβλία του Ψαλτηρίου.

Η κοινωνία ήταν κυρίως αγροτική γι’ αυτό, ίσως, τα βράδια προσφέρονταν καλύτερα για την όποια εκπαίδευση των παιδιών. Οι μαθητές θα πρέπει να ήταν κυρίως αγόρια, μια μικρή μειοψηφία από τα παιδιά του χωριού και μάθαιναν, όσοι τα κατάφερναν σ’ αυτές τις συνθήκες, υποτυπώδη ανάγνωση και γραφή και να γίνονται ψάλτες των εκκλησιών.

Εξ ου και το συχνό επώνυμο «Αναγνώστης», «Αναγνώστου» και ο ήρωας του εικοσιένα Αναγνωσταράς που χρημάτισε «κλέφτης» αλλά και από νέος ήταν πράγματι αναγνώστης (δηλαδή ψάλτης).

Γι’ αυτό, προεπαναστατικά τουλάχιστον, το άλλο μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού ήταν αναλφάβητο. Οι περισσότεροι καπεταναίοι του αγώνα ήταν αγράμματοι ή απλώς μπορούσαν να γράψουν το όνομά τους, π. χ. ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Γρίβας, κ. ά.

Υπάρχουν μαρτυρίες ότι η μεγάλη πλειοψηφία των στρατιωτών του αγώνα ήταν αναλφάβητοι. Ο Αμερικανός φιλέλληνας γιατρός Σάμουελ Γρίντλεϊ Χάου που ακολουθούσε τον επαναστατικό στρατό στις εκστρατείες του δίνει στο δημοσιευμένο ημερολόγιό του σημαντικές πληροφορίες για τους Έλληνες στρατιώτες.

«Οι στρατιώτες, έγραφε στον πατέρα του, είναι αγράμματοι, ούτε ένας στους είκοσι δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή. Είναι, όμως, πολύ έξυπνοι και από τη φύση τους πονηροί, αεικίνητοι, όπως τα κατσίκια στα βουνά, και γενναίοι, αν τους αφήσεις να πολεμήσουν με τον δικό τους τρόπο…». (τόμος Α΄΄, σ. 28)

Το συμπέρασμα είναι ότι ελάχιστοι από τους στρατιώτες του Αγώνα του 1821 ήταν εγγράμματοι, είτε είχαν πάει στα υποτυπώδη εκκλησιαστικά σχολεία είτε όχι, εκτός βέβαια από εκείνους που είχαν πάει στα σχολεία των πόλεων ή των παροικιών του εξωτερικού. Η άποψη αυτή ενισχύεται και με τα λόγια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από τα Απομνημονεύματά του:

«Εις τον καιρό της νεότητος οπού θα μπορούσα να μάθω κάτι τι, σχολεία, ακαδημίαι δεν υπήρχαν· μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα οποία εμάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν.

Οι παλιοί κουτζαμπασήδες οπού ήσαν οι πρώτιστοι του τόπου, μόλις ήξευραν να γράφουν το όνομά τους· το μεγαλύτερο μέρος των Αρχιερέων δεν ήξευρε παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας, όμως, δεν είχε μάθησι· το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηναίος, άλλαι προφητείαι ήταν τα βιβλία όπου ανάγνωσα· δεν είναι παρά αφού επήγα εις την Ζάκυνθο οπού ευρήκα την Ιστορία της Ελλάδος εις την απλο-Ελληνικήν· τα βιβλία οπού εδιάβαζα συχνά ήτον η ιστορία της Ελλάδος, η ιστορία του Αριστομένη και Γοργώ και η ιστορία του Σκεντέρμπεη.

Η Γαλλική Επανάστασις και ο Ναπολέων, έκαμε κατά τη γνώμη μου, να ανοίξη τα μάτια του Κόσμου.» (σσ. 48-49)

Είναι σπουδαίο το παραπάνω παράθεμα, γιατί περιγράφει τις συνθήκες εκπαίδευσης ή πιο κυριολεκτικά της μη δυνατότητας εκπαίδευσης των Ελλήνων των χωριών, του τέλους του 18ου αιώνα. Τα υποτυπώδη εκκλησιαστικά σχολεία μεταχειρίζονταν για τη διδασκαλία τους τα βιβλία του Ψαλτηρίου και εκεί οι μαθητές μάθαιναν να διαβάζουν και να γράφουν το όνομά τους.

Μερικοί, με πολλή προσπάθεια, μπορούσαν να μάθουν κάτι περισσότερο και να γίνουν και ψάλτες.

Οπωσδήποτε, οι μαθητές των σχολείων αυτών ήταν μια μειοψηφία των παιδιών της τοπικής κοινωνίας, οι άλλοι, η πλειοψηφία, παρέμειναν εντελώς αναλφάβητοι. Συνήθως στο Ψαλτήρι συμμετέχουν πολλοί, ελάχιστοι ψέλνουν, λίγοι συνοδεύουν σιγανά και άλλοι διαβάζουν σιωπηλά. Όλοι, όμως, αποτελούσαν μια μειοψηφία των παιδιών του χωριού ή του εκκλησιάσματος.

Ένα τέτοιο σχολείο φαίνεται να παρακολούθησε και ο Κολοκοτρώνης και έμαθε να γράφει το όνομά του. Δεν το αποκαλεί, όμως, «κρυφό σχολειό». Ο Κολοκοτρώνης ήταν πολύ καλός ομιλητής αλλά για τη γραπτή του επικοινωνία χρησιμοποιούσε γραμματικούς. ΄Ηταν ένα ευφυές και ανήσυχο άτομο και όταν πήγε στη Ζάκυνθο άρχισε να διαβάζει βιβλία αλλά τότε ήταν 36 χρονών. Προσπαθούσε, όμως, επισκεπτόταν το σχολείο των παιδιών του, μιλούσε με το δάσκαλο και συνεχώς βελτίωνε τη μάθησή του.

Τα τοπικά εκκλησιαστικά σχολεία ήταν υποτυπώδη. Όσοι επιδίωκαν κάποια ανώτερη εκπαίδευση, όπως για παράδειγμα ο Ευγένιος Γιαννούλης, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ρήγας Φεραίος, ο Αθανάσιος Πάριος, κ.ά., θα έπρεπε να πάνε στις πόλεις, στην Κωνσταντινούπολη, σε κάποια παροικία του εξωτερικού ή σε ιδιαίτερα μοναστήρια που διέθεταν πιο καταρτισμένους δασκάλους και σχολεία.

Τα εκκλησιαστικά σχολεία που λειτουργούσαν σε ναούς ή μοναστήρια δεν μπορούν να θεωρηθούν «Κρυφά Σχολειά» γιατί εφόσον η Εκκλησία δεν διωκόταν η εκπαίδευση αυτή ήταν μέρος του έργου της.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν περιστάσεις που η Εκκλησία υφίστατο διωγμούς, αλλά αυτό ίσχυε για ολόκληρο τον πληθυσμό, αυτό ήταν μέρος της κατάστασης δουλείας του ελληνικού έθνους.

Γνωρίζουμε, επίσης, ότι στην Καππαδοκία οι Έλληνες κάτοικοι έχασαν τη γλώσσα τους αλλά όχι τη θρησκεία τους. Γι’ αυτό τελούσαν τη λειτουργία στα «Καραμανλίδικα» – δηλαδή στην Τουρκική γλώσσα αλλά μεταχειρίζονταν την ελληνική γραφή για τη γραφή των τουρκικών λέξεων.

Τα βιβλία του ψαλτηρίου τους και άλλα συγγράματα ήταν τυπωμένα στα «Καραμανλίδικα» σε γλώσσα Τουρκική ενώ η γραφή των Τούρκων την εποχή εκείνη ήταν η Αραβική.

Γνωρίζουμε ότι στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπήρχε αφόρητη καταπίεση, το διαπιστώνει κανείς αμέσως αν διαβάσει την Αδελφική Διδασκαλία του Αδαμαντίου Κοραή του 1798 ή την Ελληνική Νομαρχία του Ανώνυμου Έλληνα, του 1806.

Εφόσον, όμως, η Εκκλησία δεν διωκόταν δεν υπήρχε ανάγκη για «Κρυφά Σχολειά», η εκπαίδευση με τα ιερά γράμματα -συχνά υποτυπώδης και άλλοτε κάποιου καλύτερου επιπέδου- ήταν μέρος του έργου της.

Όταν η Εκκλησία διωκόταν αυτό συμπεριλάμβανε όλες τις δραστηριότητές της και όλες τις δραστηριότητες της Ελληνικής Κοινότητας.

Συνεπώς μπορεί να ειπωθεί ότι το λεγόμενο «Κρυφό Σχολειό» ήταν το υποτυπώδες εκκλησιαστικό σχολείο, μόνο που δεν ήταν κρυφό. Ο πίνακας του Νικολάου Γύζη «Σχολείον κρυπτόν» είναι ένα έργο δημιουργικής φαντασίας – ζωγραφικής. Παρουσιάζει μια σκηνή δημιουργημένη από την καλλιτεχνική φαντασία του ζωγράφου.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.

Βιβλιογραφία
– Δημαράς, Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πέμπτη έκδοση), ΄Ικαρος, 1972.
– Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από το 1770 έως το 1836. Αθήνησιν, 1846
– Παπαθεοδώρου Γιάννης, «Το ‘Κρυφό Σχολειό’ και η ρητορική της εικόνας», στο Λόγος και Χρόνος στη Νεοελληνική Γραμματεία. Πρακτικά Συνεδρίου προς τιμή του Αλέξη Πολίτη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2015.
– Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, (Δευτέρα ΄Εκδοσις), 1862.
– Brewer David, The Flame of Freedom, The Greek War of Independence, 1821 – 1833, John Murray Ltd, London, 2001
– Finley George, History of the Greek Revolution. Zeno, London, 1971.
– Howe, Samuel Gridley, Letters and Journals of Samuel Gridley Howe, (Volume I), Boston, 1909.