Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στα δύο έπη του Ομήρου, Οδύσσεια και Ιλιάδα. Σήμερα θα αναφερθώ στον δημιουργό τους Όμηρο, με συμπληρωματικές πληροφορίες για τα δύο του έπη.

Η ελληνική, αλλά και η ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αρχίζει με τα δύο έπη του Ομήρου, τα οποία τοποθετούνται στα μέσα του 9ου αιώνα π.X. Αναφορικά με τον τόπο της καταγωγής του Ομήρου πολλοί ερευνητές έχουν εκφράσει την άποψη πως οι πόλεις που συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες είναι η Σμύρνη και η Χίος.

Σύγχρονοι ερευνητές αποφαίνονται πως η πιο πιθανή πατρίδα του Ομήρου θεωρείται η Σμύρνη, αιολική αποικία, που αργότερα προστέθηκε στην ιωνική συμπολιτεία. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το ότι ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά την περιοχή της, όπως αποδεικνύουν οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί στην ποίησή του.

Σύμφωνα με την παράδοση ο Όμηρος ήταν τυφλός, αυτό όμως κατά την άποψή μου δεν μπορεί να αληθεύει, διότι στα έπη του δίνει λεπτομερείς περιγραφές ανθρώπων και τοπίων, οι οποίες προϋποθέτουν την ύπαρξη όρασης. Εκτός βέβαια και είχε χάσει την όρασή του σε κάποιο στάδιο της ώριμης ηλικίας του.

Ο Όμηρος έχει χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλύτερος από τους ποιητές όλων των αιώνων, με τον οποίο αρχίζει η ελληνική και η ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Άγνωστο είναι το πότε ακριβώς έζησε. Σύμφωνα με τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο έζησε 400 χρόνια νωρίτερα από εκείνον, οπότε εικάζεται ότι ο Όμηρος έζησε στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ.

Η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Όμηρος συνέθεσε, αλλά δεν έγραψε, τα έπη του, τα οποία αρχικά είχαν διαδοθεί προφορικά, και γράφτηκαν αργότερα από άλλους.

Κάποιοι γλωσσολόγοι διαφωνούν με αυτήν την άποψη, τονίζοντας πως ήταν αδύνατο να συντεθούν προφορικά, αλλά και να διαδοθούν ακέραια τα δύο έπη, λόγω του μήκους και της έντεχνης μορφής τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως συνολικά πρόκειται για 27.803 στίχους.

Η Ιλιάδα έχει ως κύριο θέμα την οργή του Αχιλλέα, και περιγράφει σε 15.693 στίχους τον πόλεμο γύρω από το Ίλιον (Τροία), και για αυτό και ονομάστηκε Ιλιάδα.

Η Οδύσσεια, συνδυάζοντας τους θρύλους των τολμηρών ταξιδιών με το θέμα του Τρωικού πολέμου, έχει ως υπόθεση το νόστο (γυρισμό) του Οδυσσέα, και τον αδυσώπητο αγώνα του για την επιστροφή στην πατρίδα του, την Ιθάκη.

Οι περιπέτειες του έπους εκτυλίσσονται σε 12.110 στίχους.

Σύμφωνα με κάποιους σχολιαστές των επών του Ομήρου, η Ιλιάδα θεωρείται έργο της νεότητας του ποιητή, σε αντίθεση με την Οδύσσεια που θεωρείται δημιούργημα της ωριμότητάς του.

Καθένα από τα δύο έπη διαιρείται σε 24 ραψωδίες, οι οποίες για την Ιλιάδα δηλώνονται με τα μικρά γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, και για την Οδύσσεια με τα αντίστοιχα κεφαλαία γράμματα.

Δημιουργός της διαίρεσης αυτής θεωρείται ο Ζηνόδοτος (325-260 π.X.), κριτικός και φιλόλογος από την Έφεσο, διευθυντής της Αλεξανδρινής Bιβλιοθήκης.

Ακολουθούν τα προοίμια των δύο επών, με τη μεταγλώττιση της Ιλιάδας στην νεοελληνική από τον Ι. Θ. Κακριδή και τον Ν. Καζαντζάκη, και της Οδύσσειας από τον Δ. N. Mαρωνίτη.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΑΣ

Mῆνιν ἄειδε, Θεά, Πηληιάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἥ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,
πολλάς δ’ ἰφθίμους ψυχάς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτούς δε ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
οἰωνοῖσί τε πᾶσι, Διός δ΄ ἐτελείετο βουλή,
ἐξ οὗ δη τά πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καί δῖος Ἀχιλλεύς.

Tη μάνητα θεά, τραγούδα μας, του ξακουστού Aχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες πού ‘δωκε στους Aχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε – έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας –
απ’ τη στιγμή που προωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Aτρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Aχιλλέας.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Mοῦσα, πολύτροπον, ὅς μάλα πολλά
πλάγχθη, ἐπεί Tροίης ἱερόν πτολίεθρον ἔπερσε·
πολλά δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καί νόον ἔγνω,
πολλ δ’ ὅ γ’ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὅν κατά θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχήν καί νόστον ἑταίρων.
ἀλλ’ οὐδ’ ὥς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αύτῶν γάρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἵ κατά βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτάρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπε καὶ ἡμῖν.

Tον άντρα, Mούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ως τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Tροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Kι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ’ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Aπό όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ’ εμάς.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΕΠΩΝ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Σύμφωνα με μελετητές του έργου του Ομήρου η γλώσσα του ήταν τεχνητή, με την έννοια ότι δεν ήταν η ομιλούμενη την εποχή που σύνθεσε τα δύο του έπη, ήταν όμως κατανοητή απ’ όλον τον ελληνόφωνο κόσμο.

Βάση των επών ήταν η ιωνική διάλεκτος όπως είχε διαμορφωθεί στα παράλια της Μικράς Ασίας. Υπάρχουν όμως πολλά αιολικά στοιχεία, αλλά και τύποι παλαιότεροι αναγόμενοι στη μυκηναϊκή εποχή.

Δωρικά στοιχεία δεν υπάρχουν, ενώ κάποιοι αττικοί τύποι ενδέχεται να είναι μεταγενέστερες προσθήκες, σύμφωνα πάλι με μελετητές των επών.

Πρόκειται, επομένως, για μείγμα τύπων από διαφορετικές διαλέκτους ή διαφορετικές βαθμίδες της εξέλιξης των διαλέκτων αυτών, το οποίο δεν δημιουργήθηκε ξαφνικά και διαμιάς, αλλά καλλιεργήθηκε στο πλαίσιο μακραίωνης προφορικής παράδοσης.

Η ύπαρξη πολλών συνώνυμων τύπων, οι οποίοι προέρχονταν από ποικίλες διαλέκτους ή διαφορετικές περιόδους, παρείχε μετρικές ευκολίες στον Όμηρο, αφού ανάλογα με τη θέση του στίχου μπορούσε να χρησιμοποιήσει μία από πολλές νοηματικά ισοδύναμες λέξεις.

Από την προφορική επική παράδοση ο Όμηρος είχε κληρονομήσει ένα πλούσιο γλωσσικό υλικό, το οποίο προφανώς προσάρμοζε ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης.

Χαρακτηριστικό της τέχνης του Ομήρου είναι ότι τα έπη του έχουν αρχή, μέση και τέλος, και με τα αλλεπάλληλα επεισόδιά τους κρατούσαν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον των ακροατών τους.

Ο θαυμασμός για τα έπη του Ομήρου διατηρήθηκε αμείωτος από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας, γι’ αυτό και διδάσκονται σε πολλά σχολεία και πανεπιστήμια της Ευρώπης, ενώ ο Όμηρος θεωρείται ο μεγαλύτερος ποιητής των αιώνων.