Το θέμα επανέρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που η κυβέρνηση διαπιστώνει πως ο νόμος 4648/2019 με τίτλο «Διευκόλυνση άσκησης εκλογικού δικαιώματος εκλογέων που βρίσκονται εκτός ελληνικής επικράτειας» δεν βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση από τους Απόδημους Έλληνες.

Οι εγγραφές στην ειδική πλατφόρμα των εκλογέων εξωτερικού δεν ξεπερνούν τις 1500, από τις οποίες έχουν εγκριθεί περί τις 600 αιτήσεις.

Η παταγώδης αυτή αποτυχία οφείλεται στο αίσθημα της εξαπάτησης που ένιωσαν οι Έλληνες εκλογείς του εξωτερικού και αυτό εξηγεί την σχεδόν ανύπαρκτη αποδοχή του νόμου από την συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων εκλογέων του εξωτερικού.

Πριν εισέλθουμε στο κύριο ζήτημα, είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν έννοιες, όπως, λαός, γένος και έθνος και οι μεταξύ τους σχέσεις.

Ο λαός συνιστά το υποκειμενικό στοιχείο του κράτους, είναι το σύνολο των ανθρώπων που μένουν εντός της εδαφικής επικράτειας ή και εκτός και τους συνδέει με το κράτος ο θεσμός της ιθαγένειας.

Ο λαός, λοιπόν, υπό ευρεία έννοια, είναι το σύνολο των πολιτών που έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους, ή αλλιώς την ιδιότητα του πολίτη.

Υπό στενή έννοια, ο λαός ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα, που συνιστά υποσύνολο του λαού και συγκεκριμένα απαρτίζεται από τους ενήλικες που δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα και, άρα, είναι ενεργοί πολίτες.

Υπό αυτή την έννοια ο λαός, ως εκλογικό σώμα είναι το ανώτατο όργανο του κράτους, συνιστά δηλαδή ένα σύνολο συγκεκριμένων και συνταγματικά προσδιορισμένων αρμοδιοτήτων.

Ο λαός αντιδιαστέλλεται και με την έννοια του γένους. Το γένος είναι μια έννοια προπολιτική. Δεν έχει πολιτικά, αλλά πολιτισμικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Εμπεριέχει και δεν αποκλείει τις κοινωνικές ανισότητες και τις φυλετικές διαφορές.

Η κυριότερη ερμηνευτική δυσκολία προκύπτει αναφορικά με τη νοηματική σχέση μεταξύ λαού και έθνους.

Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται στο Σύνταγμα και εγείρεται και πάλι το ερώτημα, αν η χρήση τους είναι εναλλακτική ή υπονοεί εννοιολογικές διαφορές. Το έθνος υποδιαιρείται νοηματικά σε δύο έννοιες: στην πολιτική και την πολιτισμική.

Με την πολιτική έννοια, το έθνος αναφέρεται στη διαχρονική διάσταση μίας συλλογικής οντότητας, που περιλαμβάνει όχι μόνο τον ενεστώτα λαό, αλλά και τις μέλλουσες ή παρελθούσες γενεές.

Με την πολιτισμική έννοια, το έθνος συνιστά μία φαντασιακή κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με κοινές ιδιότητες, όπως κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, πολιτισμός.

Για την ψήφο των Αποδήμων Ελλήνων συγκρούστηκαν και συγκρούονται δυο βασικές αντιλήψεις.

Η πρώτη αντίληψη εκλαμβάνει τους Απόδημους Έλληνες ως τμήμα του λαού του διαβιούντος εντός της επικράτειας ως ενεργούς δηλαδή πολίτες, παρ’ ότι το μεγαλύτερο τμήμα του Απόδημου Ελληνισμού αποτελεί ενεργό τμήμα του λαού άλλων επικρατειών, στηρίζεται δηλ. στην τυπική και μόνον πολιτική σχέση αυτών των ατόμων με το ελληνικό κράτος.

Η αντίληψη αυτή προσβάλλει ευθέως την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, της πρωτογενούς δηλ. εξουσίας, η οποία πρέπει να ασκείται εντός ή επί μίας καθορισμένης χώρας, της επικράτειας, και ενός συνόλου ανθρώπων που διαβιούν εντός αυτής.

Το χειρότερο δε, προσβάλλει το «αυτοδύναμο» της οργάνωση της εξουσίας η οποία διέπει τη συμβίωση του συνόλου των ανθρώπων που διαβιούν εντός ορισμένης χώρας.

Εισάγει δηλ. μια ιδιόμορφη ετεροδυναμία στον πυρήνα της έννοιας του κράτους και της κρατικής εξουσίας ως υπέρτατης ικανότητας επιβολής ορισμένης θέλησης επί άλλων θελήσεων, κατά τρόπο ακαταγώνιστο.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Αποδήμων Ελλήνων έχει τυπική και μόνον πολιτική σχέση με το Ελληνικό κράτος και δεν υφίσταται την επιβολή της κρατικής εξουσίας του ελληνικού κράτους. Με απλά λόγια: Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος δεν θα υποστεί τις συνέπειες των επιλογών του.

Στην αντίληψη αυτή στηρίχθηκε η πρόταση νόμου της ΝΔ ως κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2019 η οποία εκφράστηκε με την μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια από τον ίδιο τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη κατά την ομιλία του στην Αστόρια: «Η ψήφος σας θα προσμετράται κανονικά.

Το 2023, όταν θα γίνουν οι επόμενες εθνικές εκλογές, θα μπορείτε επιτέλους να ψηφίζετε από τον μόνιμο τόπο διαμονής σας», τόνισε ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ομιλία του προς την Ομογένεια στο Πολιτιστικό Κέντρο Αγίου Δημητρίου Αστόριας «Πέτρος Γ. Πατρίδης».

Κάτω από την πίεση της ψήφισης ενός νόμου από 200 βουλευτές, ως ορίζει το σύνταγμα και με ουσιαστικά εξασφαλισμένη την υποστήριξη από το ΚΙΝΑΛ (22 βουλευτές) και την ΕΛ.ΛΥΣΗ (10 βουλευτές) η πρόταση νόμου εξασφάλιζε την υποστήριξη 190 βουλευτών (μαζί με τις έδρες τις ΝΔ = 158).

Χρειάζονταν ακόμη 10 βουλευτές για να καταστεί νόμος του κράτους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταθέσει, πολύ πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου από την κυβέρνηση, δική του πρόταση νόμου για την ψήφο των Αποδήμων, την οποία είχε επεξεργαστεί κατά την διάρκεια της διακυβέρνησή του και δεν πρόλαβε να την φέρει στην Βουλή ως σχέδιο νόμου για ψήφιση λόγω της παρεμβολής των εθνικών εκλογών.

Το ΚΚΕ υποστήριζε την προσμέτρηση των ψήφων των Αποδήμων στο σύνολο των ψήφων της Επικράτειας, αλλά έθετε ταυτόχρονα και περιοριστικούς όρους στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των Αποδήμων εκλογέων, οι οποίοι είχαν άμεση συνάφεια με την ουσιαστική χρήση της πολιτικής σχέσης των Απόδημων εκλογέων με την Ελλάδα και όχι απλά την τυπική πολιτική σχέση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς επίσης και την αυτοπρόσωπη παρουσία του Απόδημου εκλογέα στα εκλογικά κέντρα.

Η κυβέρνηση έχοντας κατά νου πως ο εκλογικός νόμος παρεμβαίνει στην κοινωνία και δημιουργεί ή μεταμορφώνει το πολιτικό πεδίο καθώς η κοινωνική, ιδεολογική ή κομματική ισορροπία δημιουργείται μέσα και από το εκλογικό σύστημα που επιτρέπει ή απαγορεύει σε ιδεολογίες και συμφέροντα μικρών ομάδων να μπουν στη διαβούλευση των εκλογών και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αλλά κυρίως πως μπορεί να δημιουργεί με τις κατάλληλες διατάξεις τεχνητές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, προσέγγισε κατά την περίοδο της διαβούλευσης τις θέσεις του ΚΚΕ για να εξασφαλίσει και την υποστήριξη των 15 βουλευτών του.

Έτσι το τελικό νομοσχέδιο είχε ουσιαστικά την υποστήριξη 205 βουλευτών πριν καν αρχίσει η συζήτηση στη Βουλή επί αυτού του νομοσχεδίου, το οποίο έλαβε και ισχύ νόμου με αριθμό 4648/2019 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η δεύτερη αντίληψη είναι συνεπής στην επιταγή του συντάγματος πως «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.

Η αντίληψη αυτή στηρίζεται στην παραδοχή πως η Ελλάδα οφείλει να έχει γέφυρες επικοινωνίας και συνεννόησης με τον Ελληνισμό της Διασποράς χωρίς αυτή η παραδοχή να τραυματίζει την λαϊκή κυριαρχία, διατηρώντας δηλ. στον μέγιστο δυνατό βαθμό το «αυτοδύναμο» της οργάνωσης της κρατικής εξουσίας στην ελληνική επικράτεια.

Εκλαμβάνει το σύνολο των Αποδήμων Ελλήνων των εχόντων κατά τον νόμον δικαίωμα ψήφου ως ενιαία οντότητα παραχωρώντας σε αυτήν ειδική εκλογική περιφέρεια με συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών εκ του συνόλου των βουλευτών επικρατείας σε ενιαίο μη κομματικό ψηφοδέλτιο.

Η αντίληψη αυτή κατοχυρώνει όχι μόνον το δικαίωμα του εκλέγειν χωρίς περιορισμούς των Αποδήμων εκλογέων, αλλά και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, γεγονός που στερεί ο νόμος 4648/16.12.2019 ή μάλλον εναποθέτει στην διακριτική ευχέρεια των κομμάτων να συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιο επικρατείας και Έλληνες εκλογείς του εξωτερικού.

Με αυτή την αντίληψη κατέθεσε στην βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ την πρόταση νόμου η οποία αποτελούσε το πόρισμα ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής με την συμμετοχή όλων των κομμάτων.

Στηρίζονταν στις κατά καιρούς προτροπές και αποφάσεις του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, στην διεθνή πρακτική και στις αποφάσεις ημεδαπών και διεθνών Επιτροπών.

Η πρόταση αυτή εκλάμβανε τον Ελληνισμό της Διασποράς ως ενιαία οντότητα και παραχωρούσε σε αυτήν ειδική εκλογική περιφέρεια της Διασποράς με συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών εκ του συνόλου των βουλευτών επικρατείας (από 5 έως 12, ανάλογα με το πλήθος των συμμετεχόντων στην εκλογική διαδικασία).

Η πρόταση αυτή του νόμου δεν εισήχθη ποτέ από την κυβέρνηση στην Βουλή για συζήτηση. Όλη η συζήτηση στη Βουλή για την ψήφο των Αποδήμων διεξήχθη στη βάση των προβλεπόμενων ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου της κυβέρνησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε επί της αρχής τελικά το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την ψήφο των Αποδήμων με την λογική πως είναι καλύτερα να υπάρξει ένας νόμος, που αν και δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες των Αποδήμων Ελλήνων αποτελούσε μια κάποια αρχή.

Η κυβέρνηση απέρριψε την συζήτηση για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ με την αιτιολογία πως η πρόταση αυτή προσβάλλει την ισοτιμία της ψήφου των Αποδήμων εκλογέων σε σχέση με τους εκλογείς εντός της Επικράτειας και από την άλλη ψηφίζει εκλογικό νόμο, ο οποίος αποτελεί την επιτομή της παραβίασης της ισοτιμίας της ψήφου.

*Ο Ιωάννης Μότσης είναι οικονομολόγος.