Η πρόσφατη δήλωση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Μακάριου ότι «Αν δεν υπήρχαν οι φτωχοί και άσημοι παπάδες των χωριών και των πόλεων, αν δεν υπήρχαν κάποια μοναστήρια και ηγούμενοι, σήμερα ελληνικά γράμματα δε θα υπήρχαν» («Ν.Κ.» 5/6/2021) χρήζει απάντησης.

Δεν με εκπλήσσει η δήλωση αυτή του Αρχιεπισκόπου διότι γνωρίζω ποιος είναι ο στόχος της: να πεισθεί ο μέσος ολιγογράμματος Νεοέλληνας ότι οφείλει τη διάσωση της γλώσσας του στην Εκκλησία και κυρίως στο αποκαλούμενο «κρυφό σχολειό».

Η ύπαρξη «κρυφού σχολειού» προϋποθέτει ρητή απαγόρευση λειτουργίας ανοικτού και ελεύθερου σχολείου. Και η απαγόρευση λειτουργίας ανοικτού και ελεύθερου σχολείου προϋποθέτει συγκεκριμένο συμφέρον του Τούρκου.

Και θέτω στον Αρχιεπίσκοπο το ερώτημα: Ποιο συμφέρον εξυπηρετούσε η απαγόρευση λειτουργίας ανοικτού και ελεύθερου ελληνικού σχολείου; Ελπίζω το ερώτημά μου να μην καταντήσει ρητορικό.

Ωστόσο, η δική μου απάντηση είναι πως ο Τούρκος δεν είχε απολύτως κανέναν λόγο να ενοχληθεί από την ανοικτή και ελεύθερη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.

Όμως ας δώσουμε τον λόγο στην Ιστορία. Ρίχνοντας μια ματιά στο δοκίμιο του ιστορικού Χριστόφορου Περραιβού (φίλος και συναγωνιστής του Ρήγα Φεραίου στην προσπάθεια αφύπνισης των Ελλήνων), διαβάζουμε:

«. . . εν μικρά ηλικία όντα τον υιόν του έπεμψεν [ο «φιλόμουσος» πατέρας του Ρήγα] εις διδασκαλείον εν ώ κατ’ εκείνην την εποχήν δύο μόνα επίσημα υπήρχον εν Θεσσαλία δημόσια σχολεία, το μεν εν Τυρνόβω, το δε εν Αμπελακίοις [. . .] Υπήρχε προς τούτοις, αλλά δευτέρας τάξεως, και εν τη Ζαγορά της Θετταλομαγνησίας ελληνικόν σχολείον . . . εν τούτω, ως εξ αξιοπίστου μαρτυρίας επληροφορήθην, εμαθήτευσεν ο Ρήγας» («Σύντομος βιογραφία του αοιδίμου Ρήγα Φεραίου, του Θετταλού». Αθήνα 1860, σελ. 6-7).

Να σημειώσουμε πως το σχολείο στη Ζαγορά, στο οποίο μαθήτευσε ο Ρήγας, ανοικοδομήθηκε το 1777, στη θέση ενός παλαιότερου, με δαπάνη του Ζαγοριανού εμπόρου Ιωάννη Πρίγκου, ο οποίος φρόντισε να το εναρμονίσει και με την απαραίτητη βιβλιοθήκη («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών 1975, τόμ. ΙΑ΄, σελ. 311).

Τέτοιες ευεργετικές χειρονομίες έχουν κάνει και πολλοί άλλοι πλούσιοι Έλληνες της διασποράς, όπως λ.χ. ο Αθηναίος έμπορος Ιωάννης Ντέκας, ο οποίος διέθεσε 20.000 γρόσια για την κατασκευή σχολικού κτηρίου, το 1750. Η απουσία οργανωμένου κράτους καθιστούσε απαραίτητη την οικονομική συνδρομή των Ελλήνων του εξωτερικού.

Ουδεμία λοιπόν αναφορά από τον Περραιβό σε κάποιο «κρυφό σχολειό», στο οποίο μαθήτευσε ο Ρήγας Φεραίος. Αντίθετα, υπάρχει η μαρτυρία ότι ο Ρήγας υπηρέτησε και ως σχολάρχης σε κάποιο άλλο σχολείο: «εσχολάρχησεν εις χωρίον Κισσόν.» (Περραιβός, ό.π. σελ. 7).

Είναι πρόδηλη η αδιαφορία του Τούρκου στο θέμα της ελληνομάθειας. Τα καθήκοντα του Ρήγα Φεραίου ως διευθυντού ελληνικού σχολείου ασκούνταν ανεμπόδιστα. Και ήσαν πολλά τα ελληνικά σχολεία επί τουρκοκρατίας. Ας μου επιτραπεί να απαριθμήσω μερικά εξ αυτών.

Μέχρι το 1613, λειτουργούσαν ελληνικές σχολές στις εξής περιοχής της Ελλάδας (από βορά προς νότο): Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Βλαχοκλεισούρα (Μακεδονία), Κορυτσά Ιερομέριον (δυτική Μακεδονία), Κέρκυρα, Ιωάννινα, Τρίκαλα, Βαρνάκοβα (Στερεά Ελλάδα), Χαλκίδα, Αθήνα, Ζάκυνθος, Άργος, Ναύπλιο, Μυστράς, Μεθώνη, Κορώνη, Μονεμβασιά, Κύθηρα, Χάνδακας (Κρήτης), Ρόδος, Κως, Πάτμος, Χίος κ.α. («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, 1975, τόμ. Ι΄, σελ. 378-9, βλ. σχετικό χάρτη).

Παρεμπιπτόντως, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης χαρακτήρισε το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα «. . . ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον»! (ό.π., τόμ ΙΑ΄, σελ. 450).

Φανταστείτε «πλήρες σαθρότητος» το περιλάλητο: «Ως πότε παλληκάρια θα ζούμε στα στενά . . . Καλλιώνε μιας ώρας ελεύθερης ζωής, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»! Αλλ’ ας επιστρέψουμε στον μύθο του «κρυφού σχολειού».

Ο ιστορικός Άλκης Αγγέλου, ο οποίος τοποθετεί τον μύθο του «κρυφού σχολειού» στα τέλη του 16ου αι., γράφει (διατηρώ την ορθογραφία του): «Αν το Κρυφό Σχολειό είχε γίνει για κάποια περίοδο πραγματικότητα, σε περιορισμένη έστω έκταση, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος η σχετική μαρτυρία ή μαρτυρίες να μείνουν σκόπιμα στην αφάνεια.

Θα έπρεπε, αντίθετα, ένα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητος της φυλής και της εθνικής συνειδήσεως . . . να εξαρθή με κάθε τρόπο» (ό.π., τόμ. Ι΄, σελ. 366).

Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν διασώθηκε κάποιο απαγορευτικό φιρμάνι ή κάποια άλλη φιλολογική μαρτυρία που να συνηγορεί υπέρ της απαγόρευσης λειτουργίας ελεύθερων ελληνικών σχολείων. Πώς όμως να διασωθεί το ανύπαρκτο; Ο Μανουήλ Γεδεών (1851-1943) το ξεκαθαρίζει, λέγοντας: «Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνων εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων βεζύρην ή Αγιάννην εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν ή οικοδομήν. . .» (ό.π.).

Να προσθέσουμε κ’ εμείς ότι ουδεμία αναφορά σε «κρυφά σχολειά» τόσο στα «Απομνημονεύματα» του Κολοκοτρώνη όσα και σε αυτά του Μακρυγιάννη.

Ερωτώ, λοιπόν, τον Αρχιεπίσκοπο: Τίνι τρόπω και μετά τίνων διδασκάλων έμαθαν αυτοί οι ήρωες την ελληνική γλώσσα; Απάντηση: την έμαθαν στο σπίτι τους μέσω προφορικής παράδοσης.

Ο Μακρυγιάννης δεν χρειάστηκε κάποιον καλόγηρο για να μάθει την ελληνική γραφή. Ο ίδιος λέει: «Όλα αυτά μου δώσαν αφορμή να μάθω γράμματα εις τα γεράματα . . .» («Απομνημονεύματα» εκδόσεις «Αλμωπός», Αθήνα, σελ 94). Ουδεμία μνεία «κρυφών σχολειών», «μοναστηριών» και «καλογήρων».

Ενόψει έλλειψης φιλολογικών (και άλλων) μαρτυριών περί «κρυφού σχολειού», γεννάται το ερώτημα: Πώς χαλκεύτηκε ένας τέτοιος μύθος, χωρίς να στηρίζεται σε κάποια γερή ιστορική βάση; Απάντηση: χαλκεύτηκε με τον ίδιο τρόπο που χαλκεύτηκε και ο μύθος του «μαρμαρωμένου βασιλιά»!

Κλείνοντας, με την παρθενογένεση του μύθου του «κρυφού σχολειού» προωθήθηκε η αντίληψη ότι η Εκκλησία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας.

Ο αφορισμός των πρωταγωνιστών της Επανάστασης του 1821 και ο λήρος περί «σαθρότητος» του επαναστατικού μανιφέστου του Ρήγα Φεραίου έπρεπε να ξεχαστούν. Αλλά η ιστορική μνήμη δεν κατεδαφίζεται τόσο εύκολα . . .