Αίσθημα χαράς και ικανοποίησης μου προκάλεσε η είδηση («Ν.Κ.» 24/6/2021) ότι δύο ομογενείς πολιτικοί από τη Νότια Αυστραλία, η κ. Κωνσταντίνα Μπονάρου και η κ. Ειρήνη Πνευματικού, τάσσονται υπέρ της νομιμοποίησης της αυτοθελούς (εκούσιας) ευθανασίας.

Ας μου επιτραπεί να συγχαρώ ολόψυχα και ολόθερμα τις σθεναρές αυτές κυρίες για την τόλμη τους να «κολυμπήσουν» αναπόταμα (που λέει ο φίλος μου, ο Παντελής), δηλ. να προχωρήσουν ενάντια στο ρεύμα του πολιτικοθρησκευτικού συντηρητισμού, να συγκρουστούν με την στείρα καθεστηκυία τάξη.

Ως προς την αναμενόμενη εναντίωση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, θα μιλήσουμε πιο κάτω.

Η ταπεινή μου άποψη για την ευθανασία είναι ήδη γνωστή από το 1995, όταν για πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας μέσα από τις φιλόξενες σελίδες του «Νέου Κόσμου». Θεωρούσα τότε, και θεωρώ ακόμη, ότι η αυτοθελής (ή «αυτοθέλητη», κατά Λιαντίνη) ευθανασία είναι sine qua non («εκ των ων ουκ άνευ») για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Τα κύρια επιχειρήματα που αντιτάσσει η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι τα ακόλουθα:

1. Η ευθανασία παραβιάζει την εντολή του Θεού «Ου φονεύσεις». Συνεπώς, ο γιατρός που εφαρμόζει την ευθανασία στον πάσχοντα συνάνθρωπό του θεωρείται «φονιάς» (εκτός αν την εφαρμόζει σε σκύλους και σε γάτες).

2. Η ανθρώπινη ζωή είναι «δώρο του Θεού» και συνεπώς μόνο ο δωρητής-Θεός αποφασίζει πότε θα πάρει πίσω το «θείο δώρημ». Επιπλέον, μόνο ο Θεός αποφασίζει αν ο θάνατος του κάθε ανθρώπου θα είναι επώδυνος ή ανώδυνος, επαλγής ή αναλγής.

Τα επιχειρήματα αυτά δεν πατούν σε γερή λογική βάση: κρέμονται από μία λεπτή κλωστή αμάρτυρης μεταφυσικής, που στο παραμικρό φύσημα του κριτικού ελέγχου, πέφτουν.

1. Η κατηγορηματική εντολή «Ου φονεύσεις» είναι βουβή στον «εθέλοντα εαυτόν φονεύειν». Π.χ. δεν λέει τίποτε για τον μοναχό Σαμουήλ, ο οποίος ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη στο Κούγκι και διέλυσε το μοναστήρι και τις ζωές πολλών ανθρώπων, μαζί και τη δική του.

2. Αν η ανθρώπινη ζωή είναι «θείο δώρημα» και αν μόνο ο δωρητής-Θεός αποφασίζει πότε θα το πάρει πίσω, τότε οι ηρωικές Σουλιώτισσες, που με τα παιδιά τους αυτοθελώς τερμάτισαν τη ζωή τους στον γκρεμό του Ζαλόγγου, έχουν αμαρτήσει αφού άκαιρα και αυτόβουλα επέστρεψαν το «θείο δώρημα» στον δωρητή-Θεό.

Δύο εύλογα ερωτήματα: α) πρέπει ο μοναχός Σαμουήλ να καταδικαστεί ως αυτουργός μαζικού εγκλήματος ή να επαινεθεί ως ήρωας επαναστάτης; β) πρέπει η αυτοκτονία των Σουλιωτισσών να καταδικαστεί ως πράξη θεομίσητη ή να επαινεθεί ως πράξη θεάρεστη;

Δεν γνωρίζω τις απαντήσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά τις ψυχανεμίζομαι. Θα μας πει το στερεότυπο: τόσο η αυτοχειρία του Σαμουήλ όσο και η αυτοκτονία των Σουλιωτισσών δεν αντιβαίνουν στη θεία εντολή «Ου φονεύσεις», διότι οι άνθρωποι αυτοί τερμάτισαν τη ζωή τους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Αυτό σημαίνει ότι η αυτοκτονία επιτρέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά όχι σε περιπτώσεις αυτοθέλητης ευθανασίας.

Προσωπικά, διαφωνώ. Σήμερα, με τον ανθρωποφάγο COVID-19 και με τον ανίατο μεταστατικό καρκίνο, στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), πολλές φορές, η ανθρώπινη ζωή μετατρέπεται σε τραγωδία. Δεν μπορεί λοιπόν ο (όποιος) Θεός να λούζεται στα δάκρυα ανθρώπων – των καταδικασμένων ανθρώπων να πεθάνουν με αφόρητο πόνο στο κορμί και αγωνία στην καρδιά. Τέτοιος άκαρδος Θεός δεν (πρέπει να) υπάρχει.

Αυτά, αναφορικά με την εναντίωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην αυτοθέλητη ευθανασία. Πάμε τώρα να «επισκεφτούμε» τους αρχαίους προγόνους μας, να δούμε πώς αυτοί έβλεπαν την ευθανασία.

Υπήρχε κοινή γνώμη (communis opinio) ότι η κακοθανασία (ο κακός θάνατος) είναι κατάρα, όχι ευλογία, ιδιαίτερα για τον άνθρωπο που διανύει το φθινόπωρο (που φθίνει η οπώρα) της ζωής του.

Ο ιστορικός Πολύβιος (200-120 π.Χ.) χαρακτηρίζει την ευθανασία ως «των αγαθών ανδρών άθλον» και παρατηρεί (προφανώς με λύπη) ότι κάποιοι κάκιστοι άνθρωποι έχουν καλό θάνατο, ενώ κάποιοι καλοί άνθρωποι έχουν κακό θάνατο («Ιστορίαι» 32.4.3).

Η ευθανασία, ως «άθλος», ήταν (και πρέπει να είναι) επιδιωκόμενο αγαθό. Ο Σωκράτης, με την ακούσια («έξωθεν επιβαλλομένη») ευθανασία, απέφυγε την κακοθανασία και «έφυγε» («μετήλλαξε τον βίον», θα έλεγε ο Πολύβιος) με απόλυτη ηρεμία και αλυπία (βλ. πλατωνικό διάλογο «Φαίδων»).

Με τον ίδιο ήρεμο και αναλγή θάνατο «έφυγε» και ο Θεμιστοκλής, πίνοντας αίμα ταύρου. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο 65χρονος Θεμιστοκλής «… έθυσε τοις θεοίς, και τους φίλους συναγαγών και δεξιωσάμενος . . . αίμα ταύρειον πιών . . . φάρμακον εφήμερον» («Θεμιστοκλής» 31). Δηλ. «θυσίασε στους θεούς και αφού μάζεψε τους φίλους του και τους αποχαιρέτισε, ήπιε αίμα ταύρου… φάρμακο δραστικό».

Αμφιβάλλω αν όντως το «ταύρειον αίμα» παρέχει ευθανασία, αλλά στους «Ιππείς» του Αριστοφάνη, διαβάζουμε:
«Βέλτιστον ημίν αίμα ταύρειον πιείν / ο Θεμιστοκλέους γαρ θάνατος αιρετώτερος» (στ. 83-4). Δηλαδή, «Είναι καλύτερο για μας να πιούμε αίμα ταύρου, αφού ο θάνατος του Θεμιστοκλή είναι προτιμότερος».

Ο Ηρόδοτος, με το στόμα του Σόλωνα, εκθειάζει το αγαθό της ευθανασίας, όταν ιστορεί τον θάνατο των αδελφών Κλέοβι και Βίτωνα, παιδιών της ιέρειας της Ήρας.

Τα αδέλφια αυτά (θαυμάσιοι αθλητές), επειδή τα βόδια τους δεν επέστρεψαν στην ώρα τους από τους αγρούς, ζεύτηκαν οι ίδιοι στο ζυγό της βοϊδάμαξας και αφού διέτρεξαν μια απόσταση 45 σταδίων (περίπου 8,5 χιλιόμετρα), μετέφεραν τη μητέρα τους στο ναό της Ήρας (το περίφημο «Ηραίον» στο Άργος) για να εκτελέσει τα ιερατικά της καθήκοντα.

Η μητέρα των παιδιών, γεμάτη χαρά που οι άλλες μητέρες εγκωμίαζαν τα παιδιά της, παρακάλεσε τη θεά Ήρα να δώσει στους γιους της ό,τι ευτυχέστερο μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο. Και πράγματι, η θεά ανταποκρίθηκε: έδωσε στα αδέλφια το αγαθό της ευθανασίας: ο Κλέοβις και ο Βίτων κοιμήθηκαν μέσα στο ιερό και δεν ξύπνησαν ποτέ (Α’ 31).

Ο «αεί πολλά διδασκόμενος» Σόλων μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Μακάριζε μόνο τους «τεθνηκότες αναλγή και άλυπον θάνατον», αυτούς δηλ. που πέθαιναν χωρίς πόνο και χωρίς λύπη.

Κ’ ενώ λοιπόν οι «τας φρένας χρηστάς έχοντες» αρχαίοι Έλληνες εκθείαζαν την ευθανασία, σήμερα ο άγονος συντηρητισμός – κυρίως ο θρησκευτικός – εμποδίζει την άσκηση της ελεύθερης βούλησης των ανθρώπων, αυτών που θέλουν να τερματίσουν τη ζωή τους αξιοπρεπώς.

Καιρός να πρυτανεύσει η λογική και να νομιμοποιηθεί η αυτοθέλητη ευθανασία σε ολόκληρη την Αυστραλία (και αλλαχού). Ο άνθρωπος πρέπει να νιώθει ελεύθερος να ρυθμίζει όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και τον θάνατό του. Και τα δύο – ζωή και θάνατος – ανήκουν στον ίδιο.