Φεμινιστής ή μισογύνης; Το ερώτημα αναφορικά με τον τρόπο που ο Χέλμουτ Νιούτον αντιλαμβανόταν, προσέγγιζε και απαθανάτιζε τις γυναίκες είναι ήδη προ πολλού απαντημένο για τον Γκέρο φον Μπεμ. Δηλαδή τον Γερμανό σκηνοθέτη που επέλεξε -προφανώς περιπαικτικά και με περίσσευμα ειρωνείας- να ονομάσει το ντοκιμαντέρ του για τα έργα και τις ημέρες του εμβληματικού φωτογράφου «The Bad & The Beautiful» (ελληνιστί «Ο Κακός και οι Ωραίες»).

Επιστήθιος φίλος του Νιούτον στη δύση της ζωής του -από το 1997 μέχρι το αυτοκινητικό δυστύχημα του 2004-, ο Μπεμ αποφάσισε ακριβώς στη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννηση του φωτογράφου να δώσει τον λόγο σε εκείνες που τον ήξεραν καλύτερα από τον καθέναν και έγιναν η πρώτη ύλη για την εικονοκλαστική -για κάποιους αμφιλεγόμενη- δημιουργία του: τις μούσες του.

Ήταν μια αυτονόητη αλλά σίγουρα ευφυής σκέψη, την οποία κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να κάνει νωρίτερα. Ο Μπεμ, λάτρης της αισθητικής αλλά και της κοσμοθεωρίας του Νιούτον, θέλησε να διερευνήσει αν όλα εκείνα για τα οποία τον έψεγαν οι τιμητές του ήταν τελικά όσα ένιωθαν και οι γυναίκες που (συνήθως) με αδαμιαία περιβολή παραδόθηκαν στον φακό του.

«Ήταν λίγο διεστραμμένος. Αλλά ήταν ok, γιατί είμαι και εγώ λίγο διεστραμμένη», ομολογεί η Γκρέις Τζόουνς, μία από τις γυναίκες που όχι μόνο λάτρεψε και αποθέωσε με τον φακό του ο Νιούτον, αλλά, όπως η ίδια λέει, τη βοήθησε να αγαπήσει τα πόδια της τα οποία μέχρι τότε έμοιαζαν στα μάτια της εξωπραγματικά μακριά.

Για τον Νιούτον ωστόσο είχαν αναχθεί σε φετίχ. Καλούσε την Τζόουνς συχνότερα απ’ όλες στα κάστινγκ του και πάντα είχε μια επιτιμητική κουβέντα να της πει για τα «ανύπαρκτα στήθη» της. Δεν υπήρχε μέση οδός στην περίπτωση του Νιούτον. Ή τον αγαπούσες ή λάτρευες να τον μισείς.

Την καθοριστική επιρροή του στον τρόπο που οι γυναίκες αντιλαμβάνονταν και επανεκτιμούσαν το σώμα τους μετά τη συνεργασία τους μαζί του επισημαίνει και η Σάρλοτ Ράμπλινγκ.

Η Βρετανίδα ηθοποιός διέθεσε γενναιόδωρα και αναπολογητικά τη γοητεία της στον φακό του Νιούτον πολλές φορές. Ομως η φωτογραφία του 1973 στο «Hotel du Nord» της Αρλ ήταν ένα πραγματικό ορόσημο για εκείνη. «Ηταν η αρχή κάτι πολύ σπουδαίου και για τους δύο.

Η Σάρλοτ μού είπε ότι αυτή η φωτογραφία την τροφοδότησε με απίστευτα μεγάλη δύναμη. Πιστεύει μάλιστα ότι ολόκληρη η καριέρα της θα είχε διαμορφωθεί διαφορετικά χωρίς τη συγκεκριμένη εικόνα. Το ίδιο άκουσα και από τη Μάριαν Φέιθφουλ», επισημαίνει ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ που κατάφερε να χωρέσει σε 90 λεπτά τις βιωματικές ιστορίες, μεταξύ άλλων, της Κατρίν Ντενέβ, της Ιζαμπέλα Ροσελίνι, της Κλόντια Σίφερ αλλά και της Αννας Γουίντουρ.

Η τελευταία επισημαίνει ότι η μετοίκηση του Νιούτον στην Ευρώπη από την Αυστραλία, όπου είχε εγκατασταθεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέπεσε με το τέλμα που αντιμετώπιζαν οι φωτογραφίες μόδας.

Αν δεν υπήρχε ο Γερμανός φωτογράφος, κάποιος θα έπρεπε να τον επινοήσει. Ο κόσμος και η αισθητική χωρίς τις προβοκατόρικες, προκλητικές, αντισυμβατικές, συχνά ειρωνικές εικόνες του δεν θα ήταν ο ίδιος – λέει μάλιστα πως οι φωτογραφίες του ήταν πάντα εγγύηση ότι ο αναγνώστης ενός περιοδικού θα σταματούσε το βιαστικό ξεφύλλισμα για να εστιάσει.

Ακούγεται πάντως μάλλον ως τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι ο Μπεμ αναγνωρίζει πως η αντίληψη του Νιούτον για τα πράγματα μάλλον θα τα έβρισκε σκούρα σήμερα, σε έναν κόσμο που κάνει σπονδές στην πολιτική ορθότητα και δεν βλέπει τίποτα μακρύτερα ή βαθύτερα από το προφανές.

Η Κλόντια Σίφερ, που λατρεύτηκε από τον φακό του Νιούτον, λέει πως τον πρωτογνώρισε όταν ήταν 17 ετών. Θαύμαζε και σεβόταν τη δουλειά του, αλλά μάλλον πανικοβλήθηκε όταν το πρακτορείο της στο Παρίσι την ενημέρωσε πως εκείνος ήθελε να τη γνωρίσει.

Ναι, στα μάτια της -και στα μάτια όλων, εδώ που τα λέμε- οι εικόνες του έσταζαν ομορφιά, όμως η έφηβη τότε Σίφερ δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί πως θα πόζαρε απέναντί του με εξάρτηση τίποτα παραπάνω από το δέρμα της. Τελικά πείστηκε να τον γνωρίσει. Τι την κέρδισε; Η γερμανοσύνη του.

Οπως θυμάται το παλαίμαχο μοντέλο, ο Νιούτον ήταν πολύ τεχνοκράτης, πολύ οργανωτικός και έσφυζε από αυτοπεποίθηση. Της δημιούργησε τόση ασφάλεια ώστε αποφάσισε να ποζάρει. Και δεν το μετάνιωσε ούτε στιγμή. Αλλωστε για τη Σίφερ κανένας φωτογράφος δεν αγάπησε περισσότερο το γυναικείο σώμα από τον Χέλμουτ Νιούτον.

Είχε την ικανότητα, όπως λέει, να παρουσιάζει τις γυναίκες πάντα θριαμβεύτριες, κυρίαρχες του σώματος και της σεξουαλικότητάς τους. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια πρώτης τάξεως απάντηση στους επικριτές του Νιούτον -η Σίφερ λέει ότι ο ίδιος σχεδόν ακκιζόταν με την κριτική που δεχόταν- που τον μέμφονταν πάντα ως σεξιστή.

Μάλιστα, στο ντοκιμαντέρ του ο Μπεμ έχει περιλάβει ένα τηλεοπτικό απόσπασμα από γαλλική εκπομπή των 70s όπου ο Νιούτον δηλώνει πόσο αγαπά τις γυναίκες και η θρυλική ακτιβίστρια Σούζαν Σόνταγκ τού απαντά πως «όλοι οι σεξιστές αναμασούν τα ίδια».

Για τον Μπεμ, ο Νιούτον έκανε ακριβώς το αντίθετο. Κάθε του λήψη δεν εξυμνούσε απλώς την ομορφιά της γυναίκας και το κάλλος του γυναικείου σώματος, αλλά διατράνωνε την ακατάβλητη δύναμή τους. Μάλιστα, ο Γερμανός σκηνοθέτης όταν ξεκινούσε το φιλόδοξο project του δεν ήξερε τι να περιμένει από τις γυναίκες στις οποίες ζήτησε να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους για τον Νιούτον.

Η κύρια απορία του ήταν αν οι συνολικά δέκα γυναίκες που δέχτηκαν να αφηγηθούν τις ιστορίες τους στο ντοκιμαντέρ είχαν νιώσει στ’ αλήθεια αντικειμενοποιημένες από τον «βασιλιά του kink», όπως συχνά τον αποκαλούν.

Πέρα βέβαια από το να αποτίει φόρο τιμής στον μύθο της φωτογραφίας, ο Γερμανός σκηνοθέτης είχε και πιο συναισθηματικό κίνητρο. Ηθελε να προσφέρει ένα δώρο στον φίλο που γνώρισε και συναναστράφηκε για μόλις επτά χρόνια, αλλά τον σημάδεψε για πάντα με το εφηβικά αγορίστικο χιούμορ του.

Ο Νιούτον, Εβραίος, γεννημένος το 1920 στο Βερολίνο, διέφυγε το 1938 στη Σιγκαπούρη και κατόπιν στην Αυστραλία όπου έζησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50.

Ενα συμβόλαιο με βρετανικό περιοδικό μόδας ήταν η αφορμή για την επιστροφή του στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περνούσε τους χειμώνες του στο περιώνυμο Chateau Marmont του Λος Αντζελες.

Στις 23 Ιανουαρίου του 2004 ξεκίνησε από εκεί για μια φωτογράφηση -εννοείται γυναικών- στη Σάντα Μόνικα. Δεν έφτασε όμως ποτέ. Εχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου λόγω καρδιακού επεισοδίου και σκοτώθηκε. Για τον φίλο του Μπεμ ήταν μια μεγάλη απώλεια, αλλά και ένας το δίχως άλλο ταιριαστός θάνατος στη μυθιστορηματική ζωή του Χέλμουτ Νιούτον.