Η μετανάστευση συγκαταλέγεται στη λίστα των ειδικών της ψυχικής υγείας με τις πιο τραυματικές και στρεσογόνες καταστάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου.

Και εάν σήμερα υπάρχουν λύσεις για να αντιμετωπίσει ή και να ξεπεράσει κανείς τις συνέπειές της, σκεφτείτε τι συνέβαινε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που οι έννοιες «άγχος» και «στρες» ήταν στο πολύ ακραίο περιθώριο της καθημερινότητας, εκεί που τα ταμπού της εποχής τις είχαν τοποθετήσει ή θάψει εάν θέλουμε να ακριβολογούμε.

Αυτό, όμως, δεν σήμαινε πως δεν υπήρχαν και πως δεν έκαναν τη ζημιά τους βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στις ψυχές όχι μόνο των ενηλίκων μεταναστών αλλά και των παιδιών τους.

Η διαρκής προσπάθεια να πετύχουν την ισορροπία μεταξύ της κουλτούρας της νέας χώρας κι εκείνης που έφερναν μαζί τους από την πατρίδα που άφησαν, συχνά ήταν μια πολύ δύσκολη έως και τραυματική διαδικασία, ειδικά όταν οι γονείς δεν βοηθούσαν, μιας και οι ίδιοι τρόμαζαν εμπρός στο άγνωστο και στην πιθανότητα να χαθούν οι αρχές και οι αξίες που κουβαλούσαν από το σπίτι τους, αγνοώντας το αντεπιχείρημα των παιδιών τους πως «εδώ είναι ένας άλλος κόσμος, ένα άλλο σπίτι τόσο διαφορετικά».

ΤΟ «ΠΕΡΑΣΜΑ ΔΙΧΩΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ»

Μέσα σε αυτή την ανισορροπία τη διαρκούς αναζήτησης μιας μάλλον ανέφικτης ισορροπίας μεγάλωσε η συγγραφέας Ελένη Ζερβοπούλου. Η πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή της προς την ανακάλυψη της επί δεκαετίες ολόκληρες χαμένης ταυτότητάς της αποτυπώνεται στο πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο «Πέρασμα χωρίς επιστροφή» (Passage of no Return), το οποίο περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία και κυκλοφόρησε πριν από δύο εβδομάδες.

«Ξεκίνησα να γράφω την περίοδο που υπέφερα από κατάθλιψη σε μια προσπάθεια να διώξω μακριά όλο τον πόνο και τα τραύματα που κουβαλούσα από την παιδική μου ηλικία. Ήθελα να αντιμετωπίσω το παρελθόν μου και η συγγραφή λειτούργησε ως ψυχοθεραπεία, ένα είδος κάθαρσης» λέει στον «Νέο Κόσμο» η συγγραφέας Ελένη Ζερβοπούλου.

Η ίδια μετανάστευσε στην Αυστραλία σε ηλικία τριών ετών μαζί με τους γονείς και την αδελφή της κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50.

«Φύγαμε από ένα χωριό της Καλαμάτας και βρεθήκαμε στη Μελβούρνη σε ένα διώροφο σπίτι που βρισκόταν επί της οδού Drummond στο Κάρλτον. Στο σπίτι έμεναν και άλλες οικογένειες μεταναστών, όπως συνηθιζόταν τότε. Είχαμε ένα δωμάτιο και μοιραζόμαστε την κουζίνα και το μπάνιο μαζί με όλους τους άλλους» θυμάται η κα Ζερβοπούλου.

Όμως η μεγαλύτερη πρόκληση δεν ήταν αυτή.

«Ήταν πολύ δύσκολο να μεγαλώνουμε με τόσο αυστηρούς γονείς σε μια κοινωνία τόσο φιλελεύθερη σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα της εποχής. Τα άλλα παιδιά μπορούσαν να κάνουν πράγματα που σε εμένα και την αδελφή μου δεν επιτρέπονταν. Όπως, για παράδειγμα, να πάμε σε ένα πάρτι» λέει η συγγραφέας.

Ήταν η αγωνία εκείνης της γενιάς, της γενιάς των πρώτων μεταναστών, να διατηρήσουν τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους. Ήταν και ο φόβος που γεννούσε το νέο και άγνωστο. Για τους περισσότερους η λύση βρέθηκε στην πλήρη άρνηση και απόρριψη της νέας κουλτούρας.

Εξακολούθησαν να μιλούν τη γλώσσα τους και να γυρίσουν την πλάτη τους στη νέα κουλτούρα. Τα παιδιά τους θα έπρεπε να βρουν το δικό τους τρόπο να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, «να γεφυρώσουν το κενό ανάμεσα στους περιορισμούς του παλιού και τη γοητεία του καινούριου». Με όποιο κόστος.

«Οι γονείς μας δεν ήθελαν να κάνουμε παρέα με ντόπιους συνομήλικούς μας. Έτσι δεν είχαμε Αυστραλούς φίλους κάτι που δυσκόλευε πολύ την ένταξή μας στην αυστραλιανή κουλτούρα», εξηγεί η κα Ζερβοπούλου.

Η… ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Αυτό ήταν καταστροφικό για τα δεδομένα της εποχής που απαιτούσαν από τους μετανάστες πλήρη ενσωμάτωση και υιοθέτηση του αυστραλιανού τρόπου ζωής. Μην ξεχνάμε ότι η πολυπολιτισμικότητα υιοθετήθηκε ως πολιτιστική εναλλακτική το 1975.

Έτσι η νεαρή Ελένη μην αντέχοντας την πίεση αποφάσισε να κάνει την επανάστασή της. Ίσως σε αυτή την απόφαση να την οδήγησε και η αίσθηση ανεξαρτησίας και δύναμης που της παρείχε το πτυχίο της από τη Σχολή Καλών Τεχνών και Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μελβούρνης.

«Τελικά, στα 20 μου έφυγα από το σπίτι, κάτι που ήταν απαγορευμένο για την εποχή και αναστάτωσε πολύ τους γονείς μου. Παντρεύτηκα έναν Άγγλο πηγαίνοντας και άλλο κόντρα στο ρεύμα που ήθελε να παντρευόμαστε μόνο Έλληνες. Μάλιστα, ο άντρας μου είχε και δύο παιδιά από προηγούμενη σχέση του», λέει η κα Ζερβοπούλου.

Οι επιλογές της, όπως παραδέχεται η ίδια, υπαγορεύονταν από την ανάγκη της να προκαλέσει την αυστηρή στάση των γονιών της. «Ήταν σαν μια ατομική εξέγερση ενάντια στις ελληνικές παραδόσεις. Το έκανα πολύ συνειδητά. Ήθελα να αποβάλλω από πάνω μου κάθε τι ελληνικό γιατί με περιόριζε και δεν μετάνιωσα για καμιά επιλογή μου», λέει η συγγραφέας.

Ωστόσο αυτή η άρνηση που ξεκινούσε από την αντίδρασή της απέναντι στην υπερβολική αυστηρότητα που επικρατούσε στα σπίτια όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και όλων των Ευρωπαίων μεταναστών εκείνης της περιόδου, της προκάλεσε μια επώδυνη εσωτερική σύγκρουση την οποία κατάφερε να επιλύσει μέσα από τη συγγραφή του βιβλίου της.

«Αυτό που ζητούσα τόσο επίμονα να αποβάλλω είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου και κομμάτι της ζωής μου, από το οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω κι έτσι συμφιλιώθηκα μαζί του. Μου πήρε πολύ καιρό όλη αυτή η διαδικασία και το βιβλίο με βοήθησε πολύ» λέει.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΓΕΝΙΑΣ

Το «Πέρασμα δίχως επιστροφή» είναι λίγο πολύ η ιστορία κάθε οικογένειας μεταναστών πρώτης γενιάς της μεταπολεμικής περιόδου και η συγγραφέας είναι σίγουρη ότι πολλοί αναγνώστες θα ταυτιστούν με τους ήρωες και τις ηρωίδες του βιβλίου. «Γιατί όλοι τα πέρασαν και κυρίως η γενιά μου», λέει.

Ο τίτλος του βιβλίου κυριολεκτεί αλλά κρύβει και ένα αλληγορικό νόημα. «Την εποχή εκείνη η κυβέρνηση της Αυστραλίας έδινε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή και όποιος κατάφερνε να το πάρει δεν πίστευε ποτέ ότι θα γύριζε πίσω.

Ειδικά τότε που δεν υπήρχαν αεροπλάνα και ο μόνος τρόπος για να ταξιδέψει κανείς από και προς την Αυστραλία ήταν το καράβι. Όσοι αποφάσιζαν να διαβούν το «πέρασμα» ήξεραν μέσα τους ότι ήταν για πάντα και ότι δεν θα ξαναέβλεπαν ποτέ τις οικογένειές τους στην Ελλάδα. Από την άλλη, όμως, μπορεί να σημαίνει και την αποδοχή ότι κανείς δεν μπορεί να αλλάξει την ιστορία του, το «πέρασμά» του από τη ζωή», λέει η κα Ζερβοπούλου.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Το βιβλίο αναφέρεται στην οικογένεια Βενλιτζάνο που μετανάστευσε στην Αυστραλία από την Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’50 με την παροχή ενός εισιτηρίου χωρίς επιστροφή από την Κυβέρνηση.

Ο Σταύρος και η Σοφία εργάζονται σε εργοστάσια για να φτιάξουν την προίκα της μικρότερης αδελφής του Σταύρου που περιμένει να παντρευτεί στην Ελλάδα.

Μεγαλώνοντας στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και των αρχών του ’60, οι κόρες τους Αναστασία και Μαρία, δυσανασχετούν με την αυστηρότητα και τους περιορισμούς που τους επιβάλλουν τα ελληνικά ήθη και έθιμα και εύχονται να μπορούσαν να είχαν κι αυτές την ελευθερία των παιδιών της Αυστραλίας.

Όταν η Μαρία λέει στους γονείς της ότι θέλει να φύγει από το σπίτι για να ζήσει μια ανεξάρτητη ζωή, ο πατέρας της γίνεται έξαλλος και απειλεί να την απαρνηθεί.

«Πώς τολμάς;» της λέει, «Δεν αναγνωρίζεις τις θυσίες που κάναμε για εσάς; Τι άλλο θέλεις;» Ένα ερώτημα που θα βασάνιζε τη Μαρία για όλη της τη ζωή.

Η Μαρία ήθελε απλά να είναι «κανονική». «Κανονική», ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Ήθελε να είναι σαν τα παιδιά της Αυστραλίας που έκαναν ποδήλατο και έπαιζαν κρίκετ στο δρόμο. Αλλά, όχι, εκείνη και η αδελφή της έπρεπε να κάνουν κοριτσίστικα πράγματα, όπως να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν και να ράβουν.

Και, εξάλλου, «τι θα γινόταν αν έπεφτε από το ποδήλατο και έσπαγε το πόδι της ή τραυματιζόταν στο κεφάλι από την μπάλα του κρίκετ;» Ανησυχούσαν για την ασφάλειά της.

Η Μαρία δεν ήθελε να ανησυχούν. Δεν θα ήταν πια η υπάκουη κόρη. Δεν άντεχε πια την μεγάλη πίεση μιας διχασμένης ζωής.

Στα τριάντα της, παντρεύεται τον Πέτρο, έναν αριστερό ακαδημαϊκό, με τον οποίο απέκτησαν έναν γιο. Μετά τον τοκετό υποφέρει από σοβαρή επιλόχειο κατάθλιψη, ενώ οι γονείς της πανηγυρίζουν για το γεγονός ότι επιτέλους ήρθε στα λογικά της και τους χάρισε έναν εγγονό.

Στην κηδεία της μητέρας της, η Μαρία συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από την οικογένειά της και την πολιτιστική της κληρονομιά.

Όσο και αν δεν θέλει να το παραδεχτεί, ο πατέρας της είχε δίκιο.

«Η οικογένειά σου είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή σου». Ο Σταύρος δεν άφηνε ποτέ περιθώρια για αντιρρήσεις…