Παρέκβαση: Ας μου επιτραπεί και από τούτη τη θέση να ευχαριστήσω τον συνάδελφο «εν γραφίδι», πολυβραβευμένο συγγραφέα, ποιητή και τακτικό αρθρογράφο στην εφημερίδα «Καθημερινή», Δρ. Παντελή Μπουκάλα, για το νέο βιβλίο του, που μου έστειλε από την Ελλάδα, Το μάγουλο της Παναγιάς. Αυτοβιογραφική εικασία του Γεώργιου Καραϊσκάκη (εκδ. Άγρα, Αθήνα 2021). Τέλος παρέκβασης.

Ο τίτλος του σημερινού άρθρου ανήκει σε μία ποιητική μου συλλογή πρωτόλειων ποιημάτων, που ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900) σταμάτησε την έκδοσή του.

Πώς τη σταμάτησε; Με μία μόνο φράση: «Το πνεύμα των ποιητών έχει ανάγκη από θεατές, έστω κι αν είναι μόνο βουβάλια!» (Τάδε έφη Ζαρατούστρας, μετ. Δ.Π. Κωστελένος, εκδ. Παγκόσμια Λογοτεχνία, 1983, σ. 148).

Αχ, αυτά τα αναμάρτητα βουβάλια, που ο δημιουργός τους τα καταδίκασε να σπαράζονται από τα ακονισμένα δόντια των ωμοφάγων λιονταριών! Πόσο τα λυπάμαι!

Αλλά το θέμα μου δεν είναι ο Νίτσε ούτε τα βουβάλια: το θέμα μου είναι ο ορισμός του «Θεού».

Όταν ορίζουμε κάτι, το περιορίζουμε. Το φυλακίζουμε μέσα στις λέξεις. Θεωρώ μάταιη και ανωφέλητη την προσπάθεια των θεολόγων να ορίσουν (δηλ. να περιορίσουν) το πράγμα που (ελληνιστί τη φωνή) ονομάζουμε «Θεό».

Ωστόσο, δεν είναι μάταιη ούτε ανωφέλητη η προσπάθεια να βρούμε τη ρίζα της λέξης «θεός». Γνωρίζω δύο τέτοιες προσπάθειες από την αρχαία ελληνική γραμματεία: η μία απαντά στον Ηρόδοτο, η άλλη στον Πλάτωνα.

(Παρεμπιπτόντως, το όνομα «Πλάτων» δεν είναι «παρατσούκλι», όπως μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος [Βίοι φιλοσόφων, 3.4]. Έχουμε τον Πλάτωνα τον Κωμικό, σύγχρονο του Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα τον Ρόδιο κ.ά.)

Στον Ηρόδοτο (2.52), διαβάζουμε: «Παλαιότερα, οι Πελασγοί έκαναν όλες τις θυσίες τους, επικαλούμενοι τους θεούς (θεοίσι επευχόμενοι) … χωρίς να τους δίνουν ούτε όνομα ούτε προσωνυμία, διότι ποτέ δεν είχαν ακούσει τέτοιο πράγμα. Τους ονόμασαν γενικά «θεούς», επειδή αυτοί έθεσαν τάξη στο σύμπαν (κόσμω θέντες)».

Εδώ η λέξη «θεός» σχετίζεται με το ρήμα «τίθημι» (θέτω, τοποθετώ). Άρα, «θεός» είναι αυτός που «θέτει» σε τάξη το σύμπαν.
Στον πλατωνικό διάλογο, Κρατύλος (397c), διαβάζουμε: «… οι πρώτοι άνθρωποι, που εγκαταστάθηκαν κ’ έζησαν στην Ελλάδα, λάτρευαν μόνο αυτούς τους θεούς, που τώρα ακόμα πολλοί βαρβαρικοί λαοί λατρεύουν, δηλ. τον ήλιο, τη σελήνη, τη γη, τ’ άστρα και τον ουρανό.

»Επειδή λοιπόν έβλεπαν ότι όλ’ αυτά κινούνταν με ταχύτητα και πάντοτε έτρεχαν (αυτά ορώντες πάντα αεί ιόντα δρόμω και θέοντα), από αυτή τη σημασία του «θέω», θεούς τους ονόμασαν».

Εδώ έχουμε την άποψη (εκφρασμένη με το στόμα του Σωκράτη), ότι η λέξη «θεός» σχετίζεται με το ρήμα «θέω» (τρέχω). Άρα, «θεός» είναι αυτός που «θέει» (τρέχει).

Ο οξύνους και πάνυ ευμαθής Αριστοτέλης αφήνει κατά μέρος την ετυμολογία της λέξης «θεός» και ξετρυπώνει τον «θεό» όχι μέσα από την ανθισμένη αμυγδαλιά (Καζαντζάκης), αλλά από το φαινόμενο της κίνησης των όντων, γενικά.

Λέει ο Σταγειρίτης σοφός: Για κάθε κινούμενο, υπάρχει ένας κινητήρας. Στο σύμπαν όλα κινούνται (τα πάντα ρει και ουδέν μένει – Ηράκλειτος). Ακόμη και το ίδιο το σύμπαν βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.

Ποιος όμως κινεί το σύμπαν; Το κινεί ένας πρώτος ακίνητος κινητήρας (πρώτον κινούν ακίνητον). Ο πρώτος αυτός κινητήρας πρέπει να είναι άυλος (ούκ έχει ύλην το πρώτον) και αόρατος. Δήλον ότι ο κινητήρας αυτός είναι ο «θεός»! (Μετά τα φυσικά, 1071b – 1074a).

Σημειωτέον: Ο «θεός» του Αριστοτέλη (όπως και ο θεός του Αϊνστάιν) δεν είναι πρόσωπο. Συνεπώς, ουδεμία σχέση (φιλική ή εχθρική) έχει με τους ανθρώπους – δεν παρακολουθεί τα δρώμενα στην κρεβατοκάμαρά μου, δεν ασχολείται με τον ανθρωποκτόνο COVID-19 (ας ασχοληθεί η Επιστήμη), ούτε με τους σεισμούς (ας ασχοληθεί ο Εγκέλαδος ή ο ενοσίγαιος Ποσειδών), ούτε με τις φωτιές στα δάση της Ελλάδας (ας ασχοληθεί η Παναγία της Τήνου).

Τέλος, ο Νίκος Καζαντζάκης, όντας φιλοσοφικά «σκόρπιος» και εν συγχύσει πολλή, προχώρησε σ’ εντυπωσιακούς ορισμούς: Ο Θεός, λέει, «είναι άνεμος ερωτικός που συντρίβει τα κορμιά για να περάσει». Ο Θεός «είναι μια δύναμη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα. Τα γεννάει, τ’ αγαπάει, και τ’ αφανίζει».

Ο μεγάλος Κρητικός γνωρίζει και τις αδυναμίες του Θεού του: «Ο Θεός μου δεν είναι παντοδύναμος». «Ο Θεός μου δεν είναι πανάγαθος». «Ο Θεός μου δεν είναι πάνσοφος». «Ο Θεός κιντυνεύει»! (Ασκητική, Αθήνα 1999, σσ. 66 κ.ε.).

Ω της κενολογίας του ανθρώπου! Ού παύσομαι γελών! Κάποτε, πριν πήξει το μυαλό μου, επιχείρησα κ’ εγώ – τρομάρα μου! – να ορίσω τι πράγμα είναι ο «Θεός»! Τύχη Αγαθή, ο αγαθός δαίμονας στη μυαλοθήκη μου εγκαίρως με σταμάτησε:
«Βρε άφρων», μου λέει, «τι πας να κάνεις;»

«Θέλω να ορίσω τον Θεό.»

«Και ποιος σου είπε ότι υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να ορίσει τον Θεό;»

«Ο Καζαντζάκης . . .»

«Χωράει, μωρέ, ο ελέφαντας μέσα στο σπιρτοκούτι;»

Αυτό ήταν! Είδα την παγίδα που ενέχει η κάθε απόπειρα ορισμού όντος μεταφυσικού. Κατανόησα το αυτονόητο: finitum non capax infiniti («στο περιορισμένο δεν χωράει το απεριόριστο»).

Όχι, στις λέξεις των ανθρώπων δεν χωράει ο Θεός. Το απόλυτο Ον χωράει μόνο στην απόλυτη σιωπή. «Σιώπα, πεφίμωσο!», μου είπε ο δαίμονας-προστάτης μου, και η τρικυμία στο μυαλό μου κόπασε!

Αλλά εσείς, αγαπητοί μου, μη δίνετε καμία σημασία στη δική μου «αλογία της διανοίας». Σφραγίστε τ’ αυτιά σας, όπως ο ομηρικός Οδυσσέας, και μην εγκαταλείπετε αυτό που σας δίδει ελπίδα – παρότι η ελπίδα ελαττώνει την αταραξία του νου.

Μείνετε με τον Θεό που νοιώθετε άνετα, ιδιαίτερα τώρα που το φως της ζωής σας ετοιμάζεται να παραδοθεί στο αιώνιο σκοτάδι – όπως και το δικό μου, όσον ούπω.

Δυστυχώς, ο υπογράφων είναι λογοκρατούμενος. Γι’ αυτό συγχωρέστε τον που είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος…