Το κινητό χτυπά επίμονα. Το έχω παρατήσει στον καναπέ και δεν μπορώ να το απαντήσω, ούτε να το βάλω στο αθόρυβο, διότι εκείνη τη στιγμή, παρίσταμαι διαδικτυακώς συνδεδεμένος, σε δίκη.

– Μήπως θα θέλατε να διακόψουμε την ακρόαση για να σηκώσετε το κινητό σας, με ρωτά, συνοφρυωμένος, ο δικαστής.

– Σας ζητώ συγνώμη, αλλά επιπλέον θα πρέπει να ζητήσω αναβολή.

– Για ποιο λόγο;

– Δεν έχω το φάκελο του πελάτη μαζί μου κι έτσι δεν είμαι σε θέση να συνηγορήσω υπέρ της υποθέσεώς του ενώπιόν σας.

– Και γιατί δεν έχετε το φάκελο; Μήπως το έφαγε το κατοικίδιό σας; με ειρωνεύεται ο δικαστής.

– Διότι, κύριε δικαστά, όταν πρωτοεπεβλήθησαν τα μέτρα εγκλεισμού, μας είπαν ότι θα διαρκούσαν το πολύ μια εβδομάδα κι έτσι δεν κουβάλησα το φάκελο στο σπίτι. Η μία εβδομάδα έγινε δύο, οι δύο τρεις και τώρα που τελειωμό δεν έχουν, δεν δύναμαι να πάω στο γραφείο να τον παραλάβω, διότι η κατοικία μου βρίσκεται εκτός του επιτρεπόμενου όρου διακίνησης των πέντε χιλιομέτρων.

– Αλήθεια, τόσο μακριά μένεις; Και πώς αντέχεις κάθε πρωί την κίνηση κατά τη διαδρομή σου προς το γραφείο;

– Με στωικότητα και ελπίδα για ένα πιο γοργό μέλλον, τον πληροφορώ.

Ο δικαστής ξεφυσά και μαλακώνει.

– Οπότε τι έχεις να προτείνεις σχετικά με τη διάρκεια της αναβολής;

– Τι σας πω; Μέχρι να αρθεί ο εγκλεισμός.

– Λίγο αόριστο μου φαίνεται αυτό. Πότε υπολογίζεις ότι θα γίνει αυτό;

– Αυτό, κύριε δικαστά, μόνο ο Θεός κι ο κορονοϊός το γνωρίζουν.

– Να παρουσιαστείτε του χρόνου το Γενάρη, διατάζει ο δικαστής και λήγει η ακρόαση.

Αποσυνδέομαι και σηκώνω το κινητό, διότι πάλι κουδουνίζει ανελέητα ως ήχο κλήσης το «Τηλεφώνησέ μου» του Βασίλη Καρρά. Κατά τύχη, στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο πελάτης, ο φάκελος του οποίου βρίσκεται εγκλωβισμένος στο γραφείο μου.

– Καλά ρε δικηγόρε, ρωτά βραδύγλωσσα, γιατί δεν απαντάς το τηλέφωνο; Βρίσκεσαι σε καμιά σύνοδο κορυφής;

– Όχι, παριστάμην στην ακρόαση της υπόθεσής σου.

– Και πώς τον πέτυχες αυτόν τον γλωσσοδέτη εφόσον μας έχουν μαντρώσει όλους σαν τα πρόβατα οι Άρχοντες της Στρούγκας;

– Μέσω Ζουμ.

– Και σε ξεζούμισαν;

– Όχι ακριβώς. Πάντως, πήραμε αναβολή. Την έχουμε ανάγκη διότι υπάρχουν αρκετά επίμαχα σημεία που πρέπει να εξακριβωθούν…

– Αναβολή; Για πόσο; βαριαναστενάζει. Ήθελα να τελείωνα φέτος γιατί είχα υποσχεθεί και της κυράς κρουαζιέρα και αρχίζει να μου γίνεται λίγο ζόρικη μέσα στην κλεισούρα.

– Μέχρι του χρόνου και βλέπουμε. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, η μόνη κρουαζιέρα που πρόκειται να κάνετε είναι στην μπανιέρα, του λέω σκωπτικά.

– Και πότε λες ότι να έρθει το ποθούμενο;

– Το ποθούμενο;

– Ναι, ακριβώς αυτό που σου λέω. Το ποθούμενο που το προσμένουμε με τόση λαχτάρα εμείς οι μυριάδες αιχμάλωτοι. Πότε θα έρθει;

– Πού να ξέρω εγώ; Νομικός είμαι, όχι προφήτης.

– Καλά, εσύ που είσαι υποτίθεται και θεοφοβούμενος, δε γνωρίζεις καμιά προφητεία κανενός αγίου ή καλόγερου που μπορεί να μας κατατοπίσει; σαρκάζεται.

– Δεν ειδικεύομαι στις προφητείες, του απαντώ. Περισσότερο με ενδιαφέρει η ηθική διάσταση αυτών τον πραγμάτων.

– Τότε σου έχω εγώ μια προφητεία, δικηγόρε, μού ανακοινώνει θριαμβευτικά. «Θα είναι σαν να είστε εμβολιασμένοι αλλά δεν θα είστε».

Ξεσπώ στα γέλια. Καιρός να μπω κι εγώ στο παιχνίδι:

– «Ασκέρι μεγάλο θα στείλουν να σας εμβολιάσουν αλλά δεν θα το προλάβετε. Το ένα τρίτο θα πέσει από κρούσματα, το έναα τρίτο θα νοσηλευτεί και το υπόλοιπο θα το κυνηγήσετε μέχρι το πλησιέστερο ALDI».

– Μπράβο βρε δικηγόρε. Για άκου μία ακόμη: «Θα είναι σαν να είστε εμβολιασμένοι αλλά δεν θα είστε».

– Ξέρεις, του λέω, κάποτε ρώτησαν τον Πολιτειακό Πρωθυπουργό: «Πρωθυπουργέ, πότε θα έλθει το ποθούμενο;».

– Κι εκείνος πώς απάντησε;

– «Όταν σμίξουν οι δυο παλάμες μου μαζί, έτσι. Να!»

Με υπέρμετρη σοβαρότητα, ο πελάτης τονίζει:

– «Θα είναι σαν να είστε εμβολιασμένοι αλλά δεν θα είστε».

– «Τον επικεφαλή των Υγειονομικών Υπηρεσιών της Βικτώριας να καταριέστε γιατί αυτός είναι η αιτία του κακού…» συμπληρώνω εγώ.

– «Το ποθούμενο θα’ρθεί όταν θα έλθουν δυο Grand Final γουικέντια μαζί» προφητεύει.

– «Όταν θα σας τελέψει το Netflix, τότες θα έρθει το ποθούμενο» ανταποκρίνομαι εγώ.

– «Όταν ακούσετε ότι οι αντιεμβολιαστές είναι κοντά, τότες θα έρθει» συνεχίζει.

– «Το ποθούμενο θα έρθει στην τρίτη γενιά. Θα το ιδούν τα εγγόνια σας».

– Ωχ, με ψυχοπλάκωσες τώρα. «Πρώτα θα απελευθερωθεί το Shepparton και κατόπι το Geelong».

– «Θα προσπαθήσουν να το λύσουν με την πέννα, αλλά δεν θα μπορέσουν».

– «Όταν θα δείτε το χιλιάρμενο στον ποταμό Yarra, τότες θα έρθει».

– «Όταν ακούσετε ότι οι αντιεμβολιαστές είναι κοντά, τότες θα έρθει».

– Αλήθεια, με ρωτά ο πελάτης. Εμβολιάστηκες;

– Όχι ακόμη.

– Και τι περιμένεις; Σύρε να εμβολιαστείς. Η υγεία πάνω απ’ όλα.

Με στόμφο που διασχίζει το μέλλον, του απαγγέλνω:

– «Όταν εμβολιαστούν οι ογδόντα τοις εκατό, τότες θα έλθει το ποθούμενο».

– Λες;

– Ίσως.

– Κι εγώ μ’ ένα ίσως κρατιέμαι, παραπονιέται και κλείνει το τηλέφωνο.

Παραμένω με τα μάτια στραμμένα στο παράθυρο, να κοιτάζω τις ηλιαχτίδες που περιμένουν ευγενικά και κοινωνικώς αποστασιοποιημένα απέξω, μέχρι να αποκωδικοποιήσω επιπρόσθετα κρυμμένα μηνύματα, στους στίχους του μακαριστού Μητροπάνου. Όταν θα έρθει το ποθούμενο, το μύδι θα βγάλει γένια…