«Το περίεργο ήταν, είπε, το πώς ούρλιαζαν κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν εκείνη την ώρα. Εμείς βρισκόμαστε στο λιμάνι και εκείνες ήταν όλες μαζεμένες στην προβλήτα και τα μεσάνυχτα αυτές άρχιζαν να ουρλιάζουν».

Έρνεστ Χέμινγουεϊ, «Στην Προκυμαία της Σμύρνης».

Ο Νομπελίστας μυθιστοριογράφος Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ξεκινά την αφήγησή του για την Καταστροφή της Σμύρνης επιχειρώντας να συγχίσει τον αναγνώστη. Ποιοι είναι «αυτοί» και ποιοι «εμείς» στους οποίους αναφέρεται και ποια η σύνδεση μεταξύ του αφηγητή και των «εμείς» στο λιμάνι, ή μεταξύ του αφηγητή και των γεγονότων που περιγράφει;

Καθώς ξεδιπλώνεται η αφήγηση, συνειδητοποιούμε ότι ο Χέμινγουεϊ περιγράφει την φρικτή κατάσταση των Ελλήνων, γυναικών και παιδιών που παγιδεύτηκαν στην προκυμαία της Σμύρνης, απολύτως αβοήθητοι, ανίκανοι να ξεφύγουν και εύκολοι στόχοι για τη βιαιότητα του νικηφόρου κεμαλικού στρατού.

Αυτά τα λακωνικά, αμείλικτα λόγια δεν αντικατοπτρίζουν τη διαύγεια, αλλά μάλλον, όπως έγραψε ο Thomas Strychacz, «τον τρόμο των γεγονότων που σπάνε το όριο αυτού που είναι λογικό και άνετα γνωστό».

Μαθαίνουμε ότι ο αφηγητής βρίσκεται σε βρετανικό πλοίο, στο λιμάνι της Σμύρνης, και παρακολουθεί την εξέλιξη ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του εικοστού αιώνα. Ταυτόχρονα, ο Χέμινγουεϊ εκθέτει μεταξύ της φρίκης της σφαγής, την ανιαρότητα των υποχρεώσεων των στρατιωτικών, που ασχολούνται με τα καθήκοντά τους, εντελώς αδιάφοροι για την ανθρώπινη τραγωδία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους.

Ο Χέμινγουεϊ αποδίδει τον λόγο τους με σύντομες, κοφτές προτάσεις, περιφράσεις και ιδιωματισμούς, που παραπέμπουν στο λεξιλόγιο των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων της Αγγλίας, όπως «frightful rage», «the fellow», «topping» και «My word yes a most pleasant business». Για τον αξιωματικό-αφηγητή, η πιο άμεση προτεραιότητα δεν είναι να σώσει τους πρόσφυγες, που ωρύονται στην προκυμαία, από τη σίγουρη καταστροφή ή να βάλει τέλος στα δεινά τους, αλλά να τους κλείσει το στόμα:

«Συνήθως, στρέφαμε τον προβολέα επάνω τους για να τους κάνουμε να σταματήσουν. Πάντα έπιανε αυτό το κόλπο. Κουνούσαμε τον προβολέα πάνω κάτω ρίχνοντας το φως του πάνω τους δυο και τρεις φορές και εκείνες έπαυαν».

Σε τρεις σύντομες προτάσεις, αποπερατώνεται ο τελικός εξευτελισμός και ο εξανθρωπισμός των θυμάτων. Αποτελούν μια ενόχληση. Τίποτε περισσότερο.

Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε μια κάποια απελπισία πίσω από την αποστασιοποίηση και τον σαρκασμό του αξιωματικού: «Θυμάσαι το λιμάνι. Υπήρχαν πολλά ωραία πράγματα που επέπλεαν γύρω του. Ήταν η μόνη φορά στη ζωή μου που ονειρεύτηκα πράγματα» εξομολογείται ο αφηγητής.

Πρόκειται όμως για μια απόγνωση που δεν φέρνει καμία απολύτως ενσυναίσθηση, εφόσον δημιουργείται από το γεγονός ότι αναγκάστηκε να παρακολουθήσει γεγονότα που προσβάλουν την αισθητική του. Θεωρεί τις μισοπεθαμένες Ελληνίδες πρόσφυγες που έχουν διασωθεί από το ύδατα του λιμανιού και τώρα βρίσκονται στο αμπάρι ενός βρετανικού πλοίου ως ζώα, απλά βοοειδή:

«Δεν μας ενοχλούσαν τόσο οι γυναίκες που γεννούσαν μωρά, όσο εκείνες με τα νεκρά. Ναι, τα γεννούσαν. Εκπληκτικό το πόσο λίγες από αυτές πέθαναν στη συνέχεια. Απλώς τις σκέπαζες με κάτι και τις άφηνες να κάνουν τη δουλειά τους. Πάντα επέλεγαν το πιο σκοτεινό μέρος του αμπαριού για να τα γεννήσουν. Τίποτε δεν τους πείραζε εφόσον κατέβαιναν από τη προβλήτα». Η πράξη της γέννησης, συνήθως μια πορεία από το σκοτάδι προς το φως, εδώ αντιστρέφεται σε μια κίνηση προς το σκοτάδι και στην πραγματικότητα είναι ένας θάνατος.

Αυτό που τελικά συγκινεί τον αμερόληπτο αξιωματικό δεν είναι το ελεεινό θέαμα των σφαγιασμένων Σμυρνιών στην προκυμαία αλλά τα βάσανα των υποζυγίων. Και πάλι όμως δεν μπορεί παρά να εκφράσει τη συγκίνηση αυτή με τρόπο ειρωνικό:

«Οι Έλληνες ήταν επίσης ωραίοι. Όταν έγινε η εκκένωση, είχαν ακόμη όλα τα υποζύγια τους και δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους, οπότε έσπασαν τα μπροστινά τους πόδια και τα πέταξαν στα ρηχά. Όλα εκείνα τα μουλάρια με σπασμένα τα μπροστινά τους πόδια σπρώχθηκαν προς τα ρηχά. Ήταν όλα για όλα, ένα ευχάριστο θέαμα. Ναι, μα την αλήθεια, ένα πολύ ευχάριστο θέαμα».

Ο Χέμινγουεϊ δεν έφτασε ποτέ στη Σμύρνη. Αν και παρείχε αναλυτικό και εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ για την υποχώρηση των Ελλήνων από την Αδριανούπολη, και την κατάσταση των Ελλήνων προσφύγων της Ανατολικής Θράκης, δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του Ολοκαυτώματος της Σμύρνης.

Ωστόσο, ο σύντομος απολογισμός του αποδείχθηκε εξαιρετικά σημαντικός. Στα κείμενα του Χέμινγουεϊ για τα γεγονότα του 1922, σχεδόν όλοι είναι θύματα. Πραγματοποιείται μια εξάλειψη εθνοτήτων, οπότε δεν μας δίνει πληροφορίες για τη δράση του στρατού ή για τις διακρατικές και ενδοκρατικές πολιτικές διαβουλεύσεις, αλλά απλώς, την αίσθηση της ωμής βίας που υπομένουν τα θύματα. Άνθρωποι και ζώα, όλοι υποφέρουν.

Όπως λέει η Μαντάμ Μαρύ, ιδιοκτήτρια ενός ξενοδοχείου της Αδριανούπολης σε ένα από τα κείμενά του: «Είναι όλοι ίδιοι. Οι Έλληνες και οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι. Είναι όλοι ίδιοι». Η βία, δε γνωρίζει έθνος.

Αργότερα, στο διήγημα «Στην εποχή μας», που ξεκινά με την προαναφερθείσα σκηνή της προκυμαίας της Σμύρνης, ο Χέμινγουεϊ θα συνδέσει την τραγωδία των πτωμάτων που επιπλέουν στο λιμάνι, με την παράλογη εκτέλεση των έξι αντιβενιζελικών αξιωματούχων που θεωρούνται υπεύθυνοι για την ελληνική στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία:

«Προσπάθησαν να τον στηρίξουν στον τοίχο αλλά κάθισε σε μια λακκούβα με νερό … Όταν έριξαν την πρώτη βολή, καθόταν στο νερό με το κεφάλι στα γόνατα».

Για τον Χέμινγουεϊ, λοιπόν, η Σμύρνη είναι η προσωποποίηση της σκληρότητας, της κακίας και της τρέλας, σύμβολο των τραυμάτων της Ευρώπης μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το 1966, ο Αμερικανός συγγραφέας, Τζον Ντος Πάσος, δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του στο βιβλίο «Οι Καλύτερες Εποχές», όπου αναπολεί τη διαμονή του στην Κωνσταντινούπολη το 1921 και αναφέρεται στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Βαθιά επηρεασμένος από τον Χέμινγουεϊ έγραψε: «Ένας μικρός βρώμικος πόλεμος διεξαγόταν στη Μικρά Ασία… Ένα λιμάνι στη θάλασσα του Μαρμαρά ήταν γεμάτο προς την υδάτινη γραμμή με απελπισμένους Έλληνες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, των οποίων τα χωριά είχαν καεί από τους Τούρκους.

Ένα άλλο ήταν γεμάτο Τούρκους στην ίδια κατάσταση … Η ειρωνεία ήταν ότι οι Έλληνες, οι Τούρκοι και οι αξιολύπητες γυναίκες τους και τα παιδιά που έκλαιγαν, έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους που θα χρειαζόταν ένας γλωσσολόγος για να τους ξεχωρίσει».

Το συμπέρασμα είναι σαφές: δε γίνεται λόγος για έγκλημα κατά μιας συγκεκριμένης φυλής. Πρόκειται για έγκλημα κατά της ίδιας της ανθρωπότητας και όλοι οι αθώοι αποτελούν θύματα.

Αυθεντία της λακωνικής ειρωνείας στο ύφος του Χέμινγουεϊ, ο Ντος Πάσος καταδικάζει καυστικά όσους επέλεξαν να επικεντρωθούν στις πολιτικές και όχι στις ανθρώπινες διαστάσεις των ολέθριων γεγονότων της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Στο «Orient Express» του 1927, παρέχει μια αξιόλογη σκηνή όπου ο Έλληνας Μητροπολίτης Σαμψούντας του Πόντου, Γερμανός Καραβαγγέλης, πρώην πρωταγωνιστής του Μακεδονικού Αγώνα, ανακοινώνει σε μια ομάδα ξένων δημοσιογράφων ότι ο ελληνικός πληθυσμός εκτοπίζεται από την πόλη:

«Τα γεμάτα χείλη του αρχιεπισκόπου βρίσκονται στο χείλος του μικροσκοπικού φλιτζανιού του. Πίνει γρήγορα και σχολαστικά. Στον νου, πέρα από το κόκκινο βελούδο, ένα όραμα σκοτεινού πλήθους να σέρνεται στην ενδοχώρα πάνω από τους ηλιοκαμμένους λόφους. Οι γυναίκες έκλαιγαν και θρηνούσαν στους δρόμους της Σαμψούντας, λέει ο αξιωματικός.

Οι ειδήσεις πρέπει να αποσταλούν, συνεχίζει ο αρχιεπίσκοπος. Ο κόσμος πρέπει να μάθει για τη βαρβαρότητα των Τούρκων, η Αμερική πρέπει να ξέρει … Και πάλι στον νου, πέρα από το βελούδο και τις καλλιεργημένες φράσεις … οι δρόμοι τη νύχτα κάτω από το φοβερό αιματηρό σαγκουινένιο φεγγάρι της Ασίας, και ο άνεμος των φαραγγιών φυσάει σκόνη ανάμεσα στις στρυμωγμένες γυναίκες, τσιμπώντας τα σκοτεινά, προσεκτικά μάτια των παιδιών, και πολύ μακριά στους καυτούς λόφους, ένας ήχος ιππέων».

Όπως διαπιστώνει ο Δαβίδ Ραισσέλ στο κεφάλαιό του για την «Προκυμαία της Σμύρνης» στη μελέτη του «Στη Σκιά του Βύρωνος: Η Σύγχρονη Ελλάδα στη φαντασία των Άγγλων και Αμερικανών» -αποκλείοντας σκόπιμα το πολιτικό υπόβαθρο από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και την επακόλουθη Καταστροφή, και επικεντρώνοντας σε ένα άμεσο γεγονός, όπου υπάρχει παράλειψη από το κείμενο εμφανών περιγραφών κάποιου κρίσιμου ζητήματος γύρω από το οποίο τα συναισθήματα ή τα θέματα του κειμένου περιστρέφονται- τόσο ο Χέμινγουεϊ όσο και ο Ντος Πάσος επιτυγχάνουν μια ένταση εστίασης που μεταχειρίζεται τη μοίρα των Ελλήνων, ως μετώνυμο για τα δεινά όλου του κόσμου μετά από τη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι απεικονίσεις της Καταστροφής του Χέμινγουεϊ όπως εμφανίζονται στο διήγημα «Στην εποχή μας», είναι συνεπώς εγγενείς στις αγγλόγωνες πολιτισμικές αντιλήψεις γύρω από τον Ελληνικό κόσμο που συνδέονται με τις συνέπειες της βίας.

Στον «Κολοσσό του Αμαρουσίου», βιβλίο που αποτελεί κλειδί για την οικοδόμηση της Νεότερης Ελλάδας στη δυτική αντίληψη, ο Χένρυ Μίλλερ αναγνωρίζει τη βασική σημασία των αφηγήσεων του Χέμινγουεϊ για την Καταστροφή στην τοποθέτηση της τραγωδίας στο διαρκές παγκόσμιο πλαίσιό της:

«Η υπόθεση της Σμύρνης, η οποία υπερτερεί κατά πολύ της φρίκης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου … έχει κάπως υποχωρήσει και σχεδόν εξαφανιστεί από τη μνήμη του σημερινού ανθρώπου. Η περίεργη φρίκη που προσκολλάται σε αυτήν την καταστροφή δεν οφείλεται μόνο στην αγριότητα και τη βαρβαρότητα των Τούρκων αλλά και στην νωχελική συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων …

Κι όσο οι άνθρωποι μπορούν να κάθονται και να παρακολουθούν με τα χέρια σταυρωμένα ενώ οι συνάνθρωποί τους βασανίζονται και σφαγιάζονται τόσο ο πολιτισμός μας θα είναι μια κούφια κοροϊδία, ένα φανερό φάντασμα αιωρούμενο σαν οφθαλμαπάτη πάνω από μια θάλασσα δολοφονημένων ψοφιμιών».

Μετά από τη συρροή εκατομμυρίων ακόμη «δολοφονημένων ψοφιμιών», ο κενός χλευασμός, η κούφια κοροϊδία του δυτικού πολιτισμού και η έμφυτη υποκρισία των αξιών του υπογραμμίζεται από τον ίδιο τον Χέμινγουεϊ στο ποίημά του για τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, κατάλληλη κατακλείδα για ένα γεγονός που εκατό χρόνια αργότερα, συνεχίζει να μας στοιχειώνει: «Όλοι έκαναν ειρήνη – Τι είναι η ειρήνη;»

«Λοιπόν, τι μαθαίνεται αγόρια σήμερα το πρωί;

Ω, είναι έξυπνοι. Είναι παμπονηροί…

… Μην μιλάτε για τον κ. Βενιζέλο. Είναι κακός. Μπορείς να το διαπιστώσεις. Το μούσι του το υποδηλώνει ..

Μετά είναι και η Μοσούλη

Και ο Έλληνας Πατριάρχης

Τι γίνεται με τον Έλληνα Πατριάρχη;»