Αρχικά, η Αυστραλία (νεογενής αποικία ούσα) έστελνε Αυστραλούς στρατιώτες να πολεμήσουν εκεί που επέλεγε η «μητέρα» της – η Μεγάλη Βρετανία. Όταν όμως η «μητέρα» έπαυσε να είναι μεγάλη, βρέθηκε μια άλλη πολύσπορη και πολύπλουτη «μητέρα» – η Αμερική.

Η «κόρη» (εύνους τη μητρί και μαλακή ούσα) προθύμως συμπολέμησε με τον «θείο Σαμ» στο Βιετνάμ, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, με προσχήματα (αντιστοίχως): την εξάπλωση του κομμουνισμού, τα όπλα μαζικής καταστροφής και τους τρομοκράτες.

Και τώρα που ο ανωφέλητος 20ετής πόλεμος στο Αφγανιστάν τελείωσε απαισίως (όπως και στο Βιετνάμ), ζητείται νέος πόλεμος, νέο πρόσχημα, νέο casus belli, νέος «βάρβαρος». Κι επειδή το «ελεύθερο» και «δημοκρατικό» ανθρώπινο γένος της Δύσης δεν κινδυνεύει πλέον από τη «ρωσική αρκούδα», κινδυνεύει τώρα από τον «κίτρινο κίνδυνο» («Yellow Peril»), τουτέστιν από την Κίνα.

Γενικά, ο άπληστος ιμπεριαλισμός χρειάζεται τον πόλεμο, όπως η αχόρταγη φτιασιδωμένη οδαλίσκη χρειάζεται τον βαρβάτο εραστή! Επιπλέον, οι οικονομικο-στρατιωτικές υπερδυνάμεις δεν πρέπει να φαίνονται μόνο στα χαρτιά ως τέτοιες, αλλά και στην πράξη – και πράξη για μια στρατιωτική υπερδύναμη σημαίνει πόλεμος.

Για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την κραταιά πολεμική της βιομηχανία, ο πόλεμος είναι ευλογία, κατάρα η ειρήνη. (Παρεμπιπτόντως, μ’ ενοχλεί αφάνταστα η ηλιθιότητα κάποιων Ελλαδιτών δημοσιογράφων, οι οποίοι αποκαλούν τον εκάστοτε πρόεδρο των ΗΠΑ «πλανητάρχη»! Πότε και από ποιους εξελέγη «άρχοντας του πλανήτη» ο νυν ισχνόκωλος και ισχνόφωνος Joe Biden;)

Επειδή όμως οι τρέχουσες πολιτικές (και όχι μόνο) εξελίξεις παρελαύνουν καθημερινά προ οφθαλμών (υμών τε και εμού), δεν θ’ ασχοληθώ περαιτέρω με αυτές: θ’ ασχοληθώ μ’ ένα από τα βιβλία τού διακεκριμένου αστρονόμου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, Martin Rees. Πρόκειται για το βιβλίο, «Our Final Century» (William Heinemann, Λονδίνο 2003).

Πέρα από τον απαισιόδοξο τίτλο τού βιβλίου («Ο τελικός μας αιώνας»), στο σκληρό εξώφυλλο υπάρχει ο υπότιτλος, με το ερώτημα: «Will the Human Race Survive the Twenty-First Century?» («Θα επιβιώσει το ανθρώπινο γένος τον 21ο αιώνα;», γαργαλιστικό ερώτημα που μ’ έκανε να τρέξω να προμηθευτώ αυτό το βιβλίο).

Όταν διαβάζω τέτοια βιβλία, τα διαβάζω ανάποδα: αρχίζω από τη Βιβλιογραφία και μετά περνώ στον Επίλογο. Από τη Βιβλιογραφία και τον Επίλογο κρίνω αν το βιβλίο είναι αξιανάγνωστο ή όχι.

Ας δούμε λοιπόν τι λέει ο καθηγητής Rees στον Επίλογο τού ως άνω βιβλίου του (σ.σ. 185-8).

Σε γενικές γραμμές, υποστηρίζει ότι, στον αιώνα που διανύουμε, το ανθρώπινο γένος κινδυνεύει περισσότερο από ποτέ. Και τούτο επειδή ο νέος κίνδυνος ελλοχεύει όχι μόνο σ’ ενδεχόμενη κατάχρηση της νέας τεχνολογίας (ρομποτική, νανοτεχνολογία, βιοτεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη κλπ.), αλλά και στην περιβαλλοντική αλλαγή, που μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερες καταστροφές από αυτές της φύσης (σεισμοί, πλημμύρες, πτώσεις αστεροειδών, πανδημίες, σιτοδείες κ.ά.).

Ο 21ος αιώνας είναι «λιγότερο προβλέψιμος» («less predictable») εξαιτίας της πιθανότητας ν’ αλλάξει ή να επαυξηθεί η διανοητική ικανότητα του ανθρώπου προς το χειρότερο. Γι’ αυτό οι επιστήμονες, που εργάζονται στο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης, έχουν τώρα μεγαλύτερη ευθύνη. Πρέπει να προσέχουν πώς θα χρησιμοποιηθούν οι εφευρέσεις τους, κυρίως από τους πολιτικούς ηγέτες. Το ότι μέχρι τώρα αποφύγαμε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, αυτό δεν οφείλεται στην εξυπνάδα μας αλλά στην καλή μας τύχη!

Πρωταρχική μας φροντίδα, λέει ο καθηγητής, πρέπει να είναι αυτή που αφορά στο μέλλον της παρούσας γενιάς των ανθρώπων. Οι απειλές πρέπει να εκλείψουν. Οι επιστήμονες οφείλουν να ενημερώνουν τους απλούς, ανυποψίαστους ανθρώπους για τους πιθανούς κινδύνους που ενέχει η νέα τεχνολογία.

Και καταλήγει, λέγοντας: «Για μένα, ίσως και για άλλους (ειδικά γι’ αυτούς που δεν έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις), μια κοσμική προοπτική («cosmic perspective») ισχυροποιεί το πρόσταγμα να περιθάλψουμε αυτόν τον μικρό γαλάζιο κόκκο στο σύμπαν» (δηλ. τη Γη).

Ενδιαφέροντα όλ’ αυτά που λέει ο διακεκριμένος καθηγητής, αλλά περίμενα μια πιο ξεκάθαρη απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, που ο ίδιος εξ αρχής έθεσε: «Θα επιβιώσει το ανθρώπινο γένος τον 21ο αιώνα;».

Η απάντηση που δίνει, ότι δηλαδή η επιβίωση (ή μη) του ανθρώπινου γένους είναι μια επιλογή που εξαρτάται από μας («the choice may depend on us»), δεν με ικανοποιεί. Το ότι μόνο ο άνθρωπος αποφασίζει για το μέλλον του ανθρώπου, και όχι οι άναυδοι ουρανοί, το έχω προ πολλού διατυπώσει και ποιητικά! Εγώ περίμενα τον καθηγητή Rees να μου πει αν τα εγγόνια μου θα προφτάσουν να φάνε τα κορόμηλα από την κορομηλιά που ετοιμάζομαι να φυτέψω.

Με το θέμα της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους ασχολήθηκε και ο φιλόσοφος Bertrand Russell. Ένα από τα κεφάλαια στο βιβλίο του, «Unpopular Essays» (Unwin Paperbacks, Λονδίνο 1976) φέρει τον τίτλο: «The Future of Mankind» («Το μέλλον του ανθρώπινου γένους»).

Συγκεκριμένα, ο Russell λέει ότι, προτού τελειώσει ο 20ος αιώνας, ένα από τα τρία θα συμβεί: 1) το τέλος της ανθρώπινης ζωής, κι ενδεχομένως το τέλος όλων των έμβιων όντων, 2) επιστροφή στη βαρβαρότητα μετά από μία καταστροφική ελάττωση των κατοίκων της Γης, 3) ένωση όλου του κόσμου κάτω από μία κυβέρνηση που θα έχει το μονοπώλιο των οπλικών συστημάτων μαζικής καταστροφής (σ. 45).

Και ο ουτοπιστής Carl Marx λέει ότι αυτό που η κεφαλαιοκρατία (bourgeoisie) παράγει, είναι οι νεκροθάφτες της («its own gravediggers»), και ότι η πτώση της κεφαλαιοκρατίας και η νίκη του προλεταριάτου είναι εξίσου αναπόφευκτα («Manifesto of the Communist Party»).

Και οι δύο αυτοί διακεκριμένοι φιλόσοφοι γλίστρησαν έξω από τη φιλοσοφική τους βάση και άρχισαν να προφητεύουν: ο Russell την επιβίωση (ή μη) του ανθρώπινου γένους, ο Marx την αλλαγή του κόσμου! Είναι λυπηρό να βλέπεις τον φιλόσοφο να γίνεται προφήτης . . .

Κλείνω με τους τελευταίους στίχους ενός τραγουδιού τού Μάνου Χατζιδάκι: «. . . νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, / με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί. / Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα».