Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 προκάλεσε ένα κύμα Φιλελληνισμού στους λαούς των Ευρωπαϊκών χωρών, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και την εχθρότητα, τη δυσπιστία ή την αδιαφορία των κυβερνήσεων των τότε ευρωπαϊκών δυνάμεων. Θα συζητήσουμε τους τρόπους που οι κυβερνήσεις των σπουδαιότερων τότε χωρών αντέδρασαν προς την Ελληνική Επανάσταση μεταξύ 1821 και 1822.

Αρχίζοντας από το 1821, να υπενθυμίσουμε συνοπτικά τα κυριότερα γεγονότα στον ελληνικό επαναστατημένο χώρο. Η Επανάσταση άρχισε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις 22 Φεβρουαρίου 1821 (Ιουλιανό ημερολόγιο) από τις ηγεμονίες της Μολδαβίας και Βλαχίας που δεν ήσαν ελληνικές περιοχές, αλλά αποτελούσαν τουρκικές κτήσεις με ιδιαίτερο καθεστώς και ζούσαν εκεί αρκετοί Έλληνες με πολιτική και οικονομική δύναμη.

Το Μάρτιο η Επανάσταση εκδηλώθηκε στην Πελοπόννησο και λίγο μετά στη Ρούμελη, τη Θεσσαλία, τις Σπέτσες, τα Ψαρά, την Ύδρα, τη Σάμο, την Κρήτη. Το ξέσπασμα της Επανάστασης προκάλεσε την οργή των Τούρκων και ευρείας κλίμακας σφαγές Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, τις Κυδωνίες, τη Σμύρνη, την Κω, την Κρήτη και την Κύπρο.

Το Μάιο του 1821 έγινε η Συνέλευση των Καλτετσιών και δημιουργήθηκε η Πελοπονησιακή Γερουσία, ενώ στις 7 Ιουνίου αφίχθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης, ως αντιπρόσωπος του αδελφού του. Το Σεπτέμβριο του 1821 κατελήφθηκε από τους Έλληνες η Τριπολιτσά με γενικές σφαγές κατά των Τούρκων. Το ίδιο σημειώθηκε και κατά την κατάληψη ή παράδοση των κάστρων της Μονεμβασιάς και του Παλιού και Νέου Ναυαρίνου.

Το 1821 για τους Έλληνες κλείνει με τη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης την τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου και την ψήφιση του Προσωρινού Συντάγματος της Επιδαύρου.

Οι Έλληνες επαναστάτες που περίμεναν στρατιωτική και πολιτική βοήθεια από τη Ρωσία απογοητεύτηκαν με την «αντιφατική», κατά τον Τρικούπη, πολιτική της. (Τρ. ΙΙ, σ. 24)

Ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄, βρισκόταν στο Λάιμπαχ (κοντά στη σημερινή Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας), στο συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας, όταν έλαβε την επαναστατική διακήρυξη του Υψηλάντη.

Ακολουθώντας την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας κατά των επαναστάσεων, ζήτησε από τον υπουργό του επί των Εξωτερικών, Ιωάννη Καποδίστρια, να γράψει στον Υψηλάντη ότι τον διαγράφει από τις τάξεις του Ρωσικού στρατού, ότι αποκηρύσσει την Ελληνική Επανάσταση και δίνει την άδειά του στα στρατεύματα του Σουλτάνου να διαβούν τον Δούναβη προς τις δυο παραδουνάβιες χώρες, για να καταπνίξουν την εξέγερση. Μαζί με την αποκήρυξη του Τσάρου, ο Υψηλάντης έλαβε και τον αφορισμό του Πατριάρχη προς τον ίδιο και τους συμμετέχοντες στην Επανάσταση.

Η Επανάσταση στις παραδουνάβιες χώρες ήταν κακώς προετοιμασμένη και η άδεια του Τσάρου προς την Πύλη να στείλει στρατεύματα στις ηγεμονίες οδήγησε στη γρήγορη κατάρρευσή της.

Ο ρωσικός λαός, ωστόσο, υποστήριζε τον αγώνα των ομόδοξων Ελλήνων και επιθυμούσε ακόμη και τον πόλεμο με την Τουρκία. «Μεταξύ όλων των Ρώσων», έλεγε ο Αλέξανδρος, «είμαι ο μόνος ο μη ασπαζόμενος τον ‘ελληνικό αγώνα’». (Τρ. ΙΙ. σ. 25) Ο Τσάρος, όμως, δεν μπορούσε να αγνοήσει ότι ο ελληνικός αγώνας, για τους Ρώσους τουλάχιστον, είχε χαρακτήρα, όχι μόνο πολιτικό αλλά και θρησκευτικό.

Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, η εκτέλεση πολλών κληρικών αλλά και λαϊκών και η καταστροφή ναών θεωρήθηκε από τη Ρωσία ως «ύβρις» κατά της χριστιανικής θρησκείας και ο πρέσβης της, Στρογγονώφ, επισκέφθηκε την Πύλη και απαίτησε αποκατάσταση των καταστροφών και απόσυρση των οθωμανικών δυνάμεων από τη Μολδοβλαχία εφόσον ο σκοπός της κατάπνιξης της Επανάστασης είχε επιτευχθεί.

Οι Τούρκοι αρνούνταν τις κατηγορίες καθώς και να αποσύρουν τα στρατεύματα και απαιτούσαν από τη Ρωσία την παράδοση των πολιτικών φυγάδων από τη Μολδοβλαχία και την Κωνσταντινούπολη.

Ο Στρογγονώφ προσπάθησε να λάβει την υποστήριξη των πρέσβεων των άλλων δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη για τα θέματα που έθετε στην Πύλη, αλλά εκείνοι στήριζαν την Πύλη ή έμειναν αδιάφοροι.

Ο ίδιος πληροφόρησε την Πύλη ότι ενημέρωσε την κυβέρνησή του για τη στάση των οθωμανικών Αρχών έναντι των ρωσικών αιτημάτων.

Η Πύλη τότε, στις 27 Ιουνίου 1821 (Ιουλιανό ημερολόγιο) απέστειλε το δικό της μακρό υπόμνημα κατευθείαν στον υπουργό του Τσάρου, Νέσελροντ, με τις δικές της αιτιάσεις κατά του Στρογγονώφ και τις δικές της εξηγήσεις για τα μέτρα που λάμβανε κατά των Ελλήνων και ότι οι ενέργειές της δεν είχαν χαρακτήρα εναντίον της χριστιανικής θρησκείας. Τόνιζε στον Τσάρο ότι «το αχάριστον έθνος των Ελλήνων συνέλαβε προ καιρού σχέδιον αποστασίας ανώτερον της δυνάμεώς του και επί ματαίων ελπίδων… … Η Πύλη και όλα τα δίκαια και όλους τους τρόπους είχε να εξολοθρεύσει όλο το γένος των Ελλήνων’ αλλ’ εύσπλαχνος (ο Σουλτάνος) και τότε καθώς εφάνη πάντοτε…» (Τρ. ΙΙ, σ σ. 32 -35)

Για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη εξήγησε ότι τιμωρήθηκε για τη «μεμπτή» διαγωγή του, γιατί δεν πρόλαβε την Επανάσταση.

«…Γνωστόν είναι ότι το γένος των Ελλήνων παραδέχεται προθύμως όσα παραγγέλνει ο Πατριάρχης». (Τρ. ΙΙ, σ. 35)
Μετά την έκρηξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, η οθωμανική κυβέρνηση διέταξε τον Πατριάρχη να καθιστήσει τους πιστούς προσεκτικούς εναντίον της «αποστασίας», αλλά σύντομα μετά σημειώθηκε εξέγερση στα Καλάβρυτα, στη «γενέτειρα του Πατριάρχου». Παρατηρούμε εδώ ότι η Πύλη εμφανίζεται να αγνοεί ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος καταγόταν από τη Δημητσάνα και όχι από τα Καλάβρυτα.

Ο Γρηγόριος έχει μείνει γνωστός στην ιστορία για τον μαρτυρικό του θάνατο λόγω της Επανάστασης που, αντικειμενικά, ήταν πέραν των δυνατοτήτων του να αποσοβήσει. Λιγότερο είναι γνωστός ο διάδοχός του Ευγένιος, που και αυτός διατάχτηκε και προσπάθησε ανεπιτυχώς να επαναφέρει τους ΄Ελληνες στα συγκαλά τους και στο ραγιαδιλίκι του Σουλτάνου, ευτυχώς γι’ αυτόν, χωρίς τις συνέπειες, αλλά και χωρίς τη δόξα του προκατόχου του:

«Εξέδωσε κατά διαταγήν της Πύλης και ο νέος πατριάρχης εγκύκλια έγγραφα, προσκαλών τους Έλληνας εις μετάνοιαν και υποταγήν και εκθειάζων ενώπιον της αγχόνης του προκατόχου του την άπειρον μακροθυμίαν και την απαραδειγμάτιστον μεγαλοψυχίαν της υψηλής Πύλης». (Τρ. ΙΙ, σ. 51)

Την 6η Ιουλίου 1821 (Ιουλιανό ημερολόγιο) ο Στρογγονώφ έλυσε τη σιωπή του και μετέφερε στην Πύλη την απάντηση της κυβέρνησής του. Στο έγγραφο του Τσάρου τονιζόταν ότι η οθωμανική επέμβαση στη Μολδοβλαχία έπρεπε ν’ αποσκοπεί στην αποκατάσταση των νόμων και της ειρήνης, όχι στη μόνιμη παραμονή των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων. Στις χριστιανικές περιοχές να γινόταν δίωξη των ταραχοποιών και των οπαδών τους και όχι «όλου του ελληνικού έθνους».

Να υπάρχει διάκριση μεταξύ του αθώου και του πταίστου. Τονιζόταν ότι οι χριστιανοί μονάρχες της Ευρώπης δεν θα μπορούσαν να παραβλέψουν τις ύβρεις απέναντι της χριστιανικής πίστης αν δεν δινόταν πάνδημη ικανοποίηση.

Το έγγραφο, τέλος, απαιτούσε την αποκατάσταση των κατεδαφισμένων ή γυμνωμένων εκκλησιών και απόκριση στα αιτήματα που έθετε εντός οκτώ ημερών. Αν αυτό δεν γινόταν διατασσόταν η αναχώρηση του Πρέσβη. Δηλαδή ήταν κάτι σαν πολεμικό τηλεσίγραφο.

Η Οθωμανική κυβέρνηση δεν απάντησε εγκαίρως στο έγγραφο του Τσάρου. Πιεζόμενη, όμως, από τους πρέσβεις των άλλων χωρών, έστειλε την απάντησή της την ένατη ημέρα, η οποία δεν έγινε δεκτή από τον Στρογγονώφ, ως εκπρόθεσμη.

Ο Πρέσβης αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 29 Ιουλίου. Η αναχώρησή του ανησύχησε τους πρέσβεις της Αυστρίας και της Αγγλίας, οι οποίοι φοβούνταν έκρηξη Ρωσοτουρκικού πολέμου. Να σημειωθεί ότι οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών δεν είχαν εκφράσει κάποια δυσαρέσκεια περί εξύβρισης της χριστιανικής πίστης.

Ο Αλέξανδρος δεν επιθυμούσε δική του μονομερή επέμβαση και προσπαθούσε να πείσει τις ευρωπαϊκές αυλές για μια συλλογική δράση αλλά δεν εύρισκε ανταπόκριση. Η Πρωσία πρότεινε αρχικά κοινή δράση αλλά μπροστά στην αντίθεση που συνάντησε από τον Μέτερνιχ και τον Κάστλρι δεν επέμεινε. (Brewer, σ. 107)

Ο Μέτερνιχ υποστήριζε τους Τούρκους αναφανδόν και γι’ αυτόν η λύση του προβλήματος ήταν η κατάπνιξη της Επανάστασης. Μ’ αυτόν συμφωνούσε και ο Άγγλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Στρόνγκφολντ, ενώ ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών, Κάστλρι, ήταν περισσότερο ουδέτερος, αλλά δεν ήθελε με κανέναν τρόπο την επίθεση της Ρωσίας κατά της Τουρκίας και την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο.

Για τους λόγους αυτούς ο Μέτερνιχ και ο Κάστλρι συμφώνησαν να συναντηθούν στο Ανόβερο τον Οκτώβριο του 1821. Στη σύσκεψη αυτή συμφώνησαν να παρεμποδίσουν πάσα στρατιωτική Ρωσική επέμβαση κατά της Τουρκίας.

Η Ελλάδα δεν λάμβανε κάποια συγκεκριμένη βοήθεια εκ μέρους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, εντούτοις ο φόβος ενός επκείμενου Ρωσοτουρκικού πολέμου την ωφελούσε γιατί η Τουρκία διατηρούσε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στις παραδουνάβιες χώρες, οι οποίες διαφορετικά, θα κινούνταν προς καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης στη Νότια Ελλάδα.

Το 1822 άρχισε με την ήττα και το τέλος του Αλή Πασά στα Γιάννινα (24 Ιανουαρίου), από τα στρατεύματα του Χουρσίτ Πασά. Στις 30 Μαρτίου συνέβη η σφαγή της Χίου όπου το μεγαλύτερο μέρος των 113.000 κατοίκων του νησιού σφαγιάστηκε ή στάλθηκαν ως δούλοι στα οθωμανικά σκλαβοπάζαρα.

Τη νύχτα της 6-7 Ιουνίου 1822 στο λιμάνι της Χίου ο Κανάρης ανατίναξε με πυρπολικό τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου συμπαρασύροντας στο θάνατο και το ναύαρχό του Καραλή. Στις 4 Ιουλίου συνέβη η πανωλεθρία της μάχης του Πέτα. Τον Ιούλιο έγινε επίσης η εκστρατεία του Δράμαλη στην Αργολίδα και η πανωλεθρία του στα στενά των Δερβενακίων.

Στις 30 Νοεμβρίου οι Έλληνες κατέλαβαν το Παλαμίδι και το Ναύπλιο. Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου έγινε από τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή μεταξύ 25 Οκτωβρίου και 25 Δεκεμβρίου. Η επίθεση των Τούρκων την ημέρα των Χριστουγέννων του 1822 κατέληξε σε πανωλεθρία τους και σύντομα μετά στον αποδεκατισμό των υπολειμμάτων τους.

Στο διπλωματικό τομέα η υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης εξακολουθούσε να παραμένει υποβαθμισμένη από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και κατά το 1822. Η αντιφατικότητα της Ρωσικής πολιτικής εξακολούθησε. Ο Τρικούπης μιλάει για δυο αντικρουόμενες τάσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας:

«Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν δύο συστήματα αντεμάχοντο εν τη αυλή της Ρωσίας· και τα δύο ήθελον την διάλυσιν της τουρκικής αυοκρατορίας, αλλά το μεν την ήθελε ταχείαν δια του πολέμου, το δε βραδείαν δια της φυσικής αγωνίας.» (Τρ. ΙΙΙ, σ.12)

Η τάση που υποστήριζε τη λύση δια του πολεμου ήταν εκείνη του Καποδίστρια. Η αναμονή με τη βραδεία λύση υποστηριζόταν από τον Νέσελροντ, τον άλλο υπουργό Εξωτερικών. Η Αυστρία με τον καγκελάριο Μέτερνιχ διαρκώς πίεζε τον Τσάρο να παραμείνει πιστός στις διακηρύξεις της Ιεράς Συμμαχίας εναντίον των επαναστάσεων.

«Σ’ όλη τη διάρκεια του 1821 και 1822 ο Μέτερνιχ περίμενε με βεβαιότητα ότι οι Τούρκοι, αν αφήνονταν μόνοι τους, θα νικούσαν (τους επαναστάτες) και θα αποκαθιστούσαν την εξουσία τους.» (Dakin, σ.142)

Ο Τσάρος θεωρούσε την επανάσταση «τόλμημα ασύνετον και αξιόποινον» αλλά επιθυμούσε την ειρηνοποίηση. Σ’ αυτό τον υποστήριζε και ο Κάστλρι, αλλά γι’ αυτόν ειρηνοποίηση σήμαινε απλώς την παροχή αμνηστείας από τον Σουλτάνο προς τους επαναστατημένους. Για τη συζήτηση όλων των επαναστάσεων στην Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και άλλων χωρών συμφωνήθηκε η σύγκληση του συνεδρίου της Βερόνας.

Ο Μέτερνιχ προσκάλεσε μια προκαταρτική σύσκεψη στη Βιένη. Ο Τσάρος ζήτησε από τον Καποδίστρια να συντάξει τη σχετική απαντητική επιστολή. Ο Καποδίστριας του ανέφερε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει με ο,τιδήποτε είχε σχέση με τον Μέτερνιχ και την ελληνική υπόθεση. Ο Τσάρος του έκφρασε την κατανόησή του, «αλλά δεν μπορούσε ν’ αλλάξει την πολιτική του-η μόνη πολιτική για τη Ρωσία, η πολιτική συνεργασία της με τις συμμαχικές δυνάμεις, ήταν μονόδρομος». (Dakin, σ. 147).

Ο Τσάρος τού ζήτησε να μην παραιτηθεί αλλά ν’ ασχοληθεί με άλλα θέματα και μετά να πάρει απεριόριστη άδεια. Ο Καποδίστριας είδε για τελευταία φορά τον Τσάρο στις 12 Αυγούστου 1822 και το Σεπτέμβριο έφυγε για τη Γερμανία και τη Γενεύη της Ελβετίας.

Στις 12 Αυγούστου 1822, την ίδια μέρα που ο Καποδίστριας αποχαιρετούσε τον Τσάρο, ο Κάστλρι, ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, αυτοκτόνησε. Τον διαδέχτηκε τον Σεπτέμβριο ο Τζορτζ Κάνιγκ, ένας περισσότερο φιλελεύθερος πολιτικός που το πολιτικό του δόγμα ήταν: «Πολιτική και θρησκευτική των λαών ελευθερία» (Τρ. ΙΙΙ, σ. 24)

Το συνέδριο της Βερόνας διεξήχθηκε από τις 6 Οκτωβρίου ως τις 2 Δεκεμβρίου. Η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση έστειλε αντιπροσωπεία υπό τον Ανδρέα Μεταξά, για να μεταφέρει «ικεσία» προς το συνέδριο με επιστολές προς τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄και τους άλλους ηγεμόνες.

Ο Πάπας φρόντισε η αλληλογραφία να διαβιβαστεί αλλά δεν έγινε δεκτή, ούτε επετράπη στον Μεταξά να μεταβεί στη Βερόνα που τότε ήταν κτήση της Αυστρίας.

Η κυβέρνηση έστελε επίσης αντιπροσωπεία προς τον Πάπα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, οι οποίοι, επίσης, μετά την απόρριψη της αντιπροσωπείας από το συνέδριο, δεν έγιναν δεκτοί. Ο Π.Π. Γερμανός παρέμεινε στην Ιταλία για μεγάλο διάστημα προσπαθώντας ανεπιτυχώς να εξασφαλίσει κάποιο δάνειο για την επαναστατική κυβέρνηση. Το συνέδριο μεταξύ των άλλων, συζήτησε και το ελληνικό ζήτημα, καταδίκασε την Επανάσταση που τη θεώρησε μέρος των επαναστατικών κινήσεων στην Ισπανία και την Ιταλία αλλά δεν πήρε απόφαση για μέτρα εναντίον της.

Η Ρωσία απέφυγε να βοηθήσει την Ελληνική Επανάσταση στρατιωτικά, αλλά ξεκίνησε ένα ευρύ φιλανθρωπικό πρόγραμμα εράνων για τους πρόσφυγες στην Οδησσό και τη Βεσσαραβία και λύτρα για τους αιχμαλώτους. Το πρόγραμμα άρχισε με τον πρίγκιπα υπουργό Γκολίτσιν της ρωσικής κυβέρνησης το 1821.

Μέχρι τα μέσα Αυγούστου του 1822 οι πρωτοβουλίες του Γκολίτσιν είχαν συγκεντρώσει 975.000 ρούβλια, χρήματα για πρόσφυγες και λυτρα για σκλάβους. Ο ίδιος ο Τσάρος συνεισέφερε 100.000 ρούβλια. (Brewer, σ. 142)

Ο αριθμός των προσφύγων το 1822 υπολογιζόταν στις 12.000 και άλλες 40.000 έφτασαν από τη Μολδαβία. Οι αιχμάλωτοι υπολογίζονταν στα 100.000 άτομα (γυναίκες και παιδιά) αλλά δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την απελευθέρωσή τους. Μέχρι το 1830 τα συλλεχθέντα ποσά έφτασαν αρκετά εκατομμύρια ρούβλια. Τα χρήματα διαμοιράζονταν ανάλογα με την κατηγορία του ατόμου, περίσσότερα χρήματα για κληρικούς και άτομα αριστοκρατικής καταγωγής.

Στην Οδησσό οι αριστοκράτες πρόσφυγες αποτελούσαν το 5% αλλά λάβαιναν το ήμισι των διαμοιραζομένων χρημάτων. (Brewer, σ. 143) Η εκστρατεία σταμάτησε το 1830 όταν τα μισά χρήματα δόθηκαν στους πρόσφυγες και τα υπόλοιπα στην κυβέρνηση Καποδίστρια για την καταπολέμηση της πείνας και της φτώχειας μέσα στην ίδια την Ελλάδα.

Ανακεφαλαιώνοντας, ο Τρικούπης συνοψίζει την κατάσταση στο τέλος του 1822. Η Αγγλία δεν έθελε με κανέναν τρόπο να αναμιχθεί ενόπλως. Η Ρωσία δεν άλλαξε την πολιτική της. «Ούτε τον παντελή θρίαμβον του ελληνικού αγώνος επιθύμει ούτε την παντελή ανείχετο υποδούλωσιν των Ελλήνων». Παρόμοια με της Ρωσίας ήταν και η πολιτική της Γαλλίας και της Πρωσίας, ενώ η Αυστρία ήθελε «την παντελή αναδούλωσιν της Ελλάδος». Η Ελλάδα, όταν ξεκίνησε τον αγώνα, γράφει ο Τρικούπης:

«Ούτε στρατεύματα, ούτε στόλους, ούτε πολεμικάς ή οικονομικάς προετοιμασίας είχεν… …και όμως ο αδύνατος, ο εγκαταλελειμμένος, ο μικρός ούτος λαός, διελθών δια πυρός και αίματος, ενίοτε δε δια παντελούς καταστροφής καθ’ όλην την παρελθούσαν διετίαν, και στόλους χιλιάρμενους παρά πάσαν προσδοκίαν κατήσχυνε, και στρατεύματα πολυάριθμα κατέστρεψε, και φρούρια απόρθητα εκυρίευσε, και άτρωτος υπό των κατατοξευθέντων ιοβόλων βελών της ιεράς συμμαχίας διέμεινε, και τας βουλάς αυτής διεσκέδασε· και ταύτα πάντα εν μέσω παντελούς απορίας, αμηχανίας, αταξίας, διαιρέσεως και αναρχίας.» (Τρ. ΙΙΙ, σσ. 31-2)

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.

Βιβλιογραφία
– Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμοι ΙΙ και ΙΙΙ.
– David Brewer, The Flame of Freedom, John Murray, London, 2001
– Douglas Dαkin, The Greek Struggle for Independence, 1821 – 1833, B. T. Batsfold, London, 1973
– Dean Kaymniou, “Russian Humanitarian aid during the Greek Revolution”. Διαδίκτυο.
– Theophilus Prusis, “Russian Philoortodox Relief during the Greek War of Independence”, Διαδίκτυο.