Οδεύοντας προς το τέλος του επετειακού έτους για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση κι Εθνική Παλιγγενεσία, ένας σύντομος απολογισμός για τους δύο τελευταίους αιώνες καθίσταται επιτακτικός. Το πιο καίριο ερώτημα φρονώ ότι είναι (ή πρέπει να είναι) το εξής: Κατάφερε τελικά η Ελλάδα να γίνει ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος; Ή μήπως πρόκειται για ψευδαίσθηση, αν όχι και φάρσα; Διότι όσο ενοχλητικό κι ενδεχομένως αιρετικό κι αν ακούγεται αυτό, δεν είναι λίγοι οι ιστορικοί και μελετητές της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας οι οποίοι  διατείνονται αυτό ακριβώς: Ότι δηλαδή η χώρα μας, παρά τους αγώνες το αίμα και τις θυσίες του λαού της, ουδέποτε κατάφερε να αποκτήσει ουσιαστικά την εθνική ανεξαρτησία, κυριαρχία κι ελευθερία της. Μπορεί βέβαια η Ελλάδα να αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα ως ένα ανεξάρτητο δημοκρατικό έθνος-κράτος (με δικό του γεωγραφικό χώρο, σημαία, σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, κλπ) και να αποτελεί ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό όμως επ’ ουδενί σημαίνει ότι αποτελεί κι ένα «κανονικό» κράτος, όπως τα υπόλοιπα της ΕΕ. (Σημ.: Το ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί «κανονικό» κράτος έχει διατυπωθεί άπειρες φορές από Ευρωπαίους ηγέτες κι έγκυρα ΜΜΕ). Επειδή οι λόγοι είναι πολλοί, στο παρόν άρθρο – ως εισαγωγή – θα επικεντρωθώ στη σημαντικότερη πτυχή αυτού του ζητήματος που δεν είναι άλλη από τον διαχρονικά οικονομικό αλυτρωτισμό της χώρας, με τους ατέρμονους δανεισμούς, τις χρεοκοπίες και πτωχεύσεις της. Ήτοι στη συνεχή υποδούλωσή της στους ξένους. Μια υποδούλωση που ουδέποτε έληξε από το 1821 έως σήμερα. Απλούστατα άλλαξε αφέντες.

Βέβαια το πρόβλημα της οικονομικής κακοδαιμονίας και κακοδιαχείρισης (με τους αλόγιστους κι ανεξέλεγκτους δανεισμούς) δεν είναι κάτι το καινοφανές. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα διαχρονικό φαινόμενο που ανάγεται στην αρχαιότητα. Ήδη από τον 1ο μ.Χ. αιώνα ο Πλούταρχος στο σύντομο πλην μεστό έργο του «Περί του μη δειν δανείζεσθαι (από τα «Ηθικά», βλ. τίτλο «Οι συμφορές του δανεισμού», εκδ. Νεφέλη) κάνει λόγο για τα δεινά απ’ τις καταστροφικές συμφορές που επιφέρει η «υπέρμετρη αφροσύνη του δανεισμού», όπως λέει χαρακτηριστικά. Το ότι ένας κατά τα άλλα χαμηλών τόνων άνθρωπος, όπως ο Πλούταρχος, μιλάει με τόσο πάθος και αυστηρότητα για τις επιπτώσεις του υπέρμετρου δανεισμού, υιοθετώντας έναν καυστικό και καταγγελτικό λόγο, καταδεικνύει πόσο τον απασχολούσε και πόση σημασία έδινε σε αυτό το σημαντικότατο ζήτημα. Στο ανωτέρω έργο του ο Πλούταρχος κάθε άλλο παρά θεωρητικολογεί. Τουναντίον, οι επισημάνσεις του απορρέουν από μια δημόσια ομιλία του και σχετίζονται με κάποια συμβάντα της εποχής του και με τις περιπέτειες των συγχρόνων του. Συγκεκριμένα, όταν η Αθήνα καθώς και άλλες ελληνικές πόλεις δεινοπαθούσαν από τα επακόλουθα της υπερχρέωσης. Πράγμα που τον ώθησε να μιλήσει δημόσια το 92 μ.Χ. για τις ολέθριες συνέπειες αυτής της πρακτικής επισημαίνοντας:

«Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βάρβαρων και βάναυσων. [Οι δανειστές] Μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν βυθίζοντας το ράμφος στα σωθικά τους […] Φύγε να γλυτώσεις από τον εχθρό και τύραννό σου, τον δανειστή που θίγει την ελευθερία σου, βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου και αν δεν του δίνεις, σε ενοχλεί· αν πουλήσεις, ρίχνει την τιμή· αν δεν πουλήσεις σε αναγκάζει· αν τον πας στο δικαστήριο προσπαθεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης· αν του ορκίζεσαι σε προστάζει· αν κρατάς την πόρτα κλειστή στήνεται στο κατώφλι και σου βροντά αδιάκοπα. […] Έχεις; Μη δανείζεσαι γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου…»

Οι δανειστές των τότε χρεοφειλετών ήταν κυρίως ξένοι (Ρωμαίοι) αλλά και δικοί τους άνθρωποι. Αναφερόμενος στους ανάλγητους δανειστές ο Πλούταρχος τους περιγράφει ως «[…] κουβαλώντας μαζί τους σάκους και συμφωνητικά και συμβόλαια σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδος, την οργώνουν από πόλη σε πόλη και σπέρνουν χρέη που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους, και που δύσκολα ξεριζώνονται ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν».

Η αθεράπευτη αυτή παθογένεια κι ο εθισμός στους ατέρμονους δανεισμούς και αλλεπάλληλες πτωχεύσεις αντανακλάται ανάγλυφα στη νεότερη Ελληνική Ιστορία, αφού από το 1821 έως το 2009  η χώρα χρεωκόπησε συνολικά πέντε φορές (στα 1826, 1843, 1860, 1893 και 1932) αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις. Η αδυναμία αυτή μεταφραζόταν, σχεδόν πάντα, σε υποτέλεια της εθνικής κυριαρχίας της χώρας απέναντι στις πιστώτριες Μεγάλες δυνάμεις. Με αποτέλεσμα οι τελευταίες (ως δανειστές-αφεντικά) να διαφεντεύουν (ελέγχουν και διαχειρίζονται) την οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας (όπως συνέβη στην περίπτωση πτώχευσης του Τρικούπη και όχι μόνο).

Το μεγαλύτερο ίσως φιάσκο στη νεότερη Ελληνική Ιστορία σχετίζεται με το τελευταίο ελληνικό δημοψήφισμα που προκήρυξε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας (27-6-2015) για τον αν έπρεπε να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας των τριών θεσμών (Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) που προτάθηκε στην Ελλάδα στις 25-6-2015. Αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (5-7-2015) ήταν να απορριφθεί η πρόταση του σχεδίου συμφωνίας με ποσοστό 61, 31%. Ωστόσο, αμέσως μετά, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανατράπηκε καθώς η κυβέρνηση Τσίπρα κατέληξε σε συμφωνία με τους δανειστές (13-7-2015) αλλά με όρους ενός… τρίτου μνημονίου! Πράγμα που καταδεικνύει περίτρανα πόσο εξαρτώμενη και υποχείριο των ξένων δυνάμεων υπήρξε ανέκαθεν η Ελλάδα κατά τα τελευταία 200 χρόνια. Δηλαδή μετά την υποτιθέμενη… Εθνική Ανεξαρτησία της!

Παρόλα αυτά όλοι οι Έλληνες κυβερνώντες, από την Επανάσταση του ’21 κι εντεύθεν, όχι μόνο δεν διδάχτηκαν τίποτα απ’ αυτές τις ολέθριες πρακτικές, αλλά συνεχίζουν απτόητοι τον εθιστικά καταστροφικό φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης, σα να μην συμβαίνει τίποτα! Απόδειξη, ότι και ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης… θριαμβολογεί για την άφρονα οικονομική πολιτική του των παροχών, των φορολογικών ελαφρύνσεων, της διευκόλυνσης αποπληρωμών χρεών στις τράπεζες κλπ. Με αποτέλεσμα όλα τα παραπάνω «χουβαρνταλίκια» να αυξάνουν διαρκώς τον κρατικό δανεισμό και τη διόγκωση του δημόσιου χρέους που ανέρχεται σε εφιαλτικά επίπεδα. Χωρίς να τον απασχολεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια στο δημόσιο χρέος. (Το 2020 το χρέος της ανερχόταν σε 392 δισεκατομμύρια ευρώ και – με τους σημερινούς ρυθμούς – δεν αποκλείεται να φτάσει τα 400 δισεκατομμύρια!).

Κι ερωτάται: Είναι ένα τέτοιο δυσθεώρητο χρέος βιώσιμο; Όπως υποστηρίζει ο Γιάννης Μαρίνος (τ. διευθυντής του περ. «Οικονομικός Ταχυδρόμος» και τ. ευρωβουλευτής της Ν.Δ.), «[…] είναι καθαρή απρονοησία να αντιμετωπίζουμε το γεγονός με το επιχείρημα ότι μεγάλο μέρος του χρέους έχει προς το παρόν ρυθμιστεί και δεν πρέπει να ανησυχούμε. Αλλά έτσι πολύ βολικά και με ασύγγνωστη ανευθυνότητα επιφυλάσσουμε την αντιμετώπιση ενός εφιάλτη στα παιδιά και στα εγγόνια μας» («Εθελοτυφλία για το δημόσιο χρέος», εφ. «Το Βήμα», 14-10-2021). Εξυπακούεται δε ότι το σημερινό τεράστιο δημόσιο χρέος θα διογκωθεί υπέρμετρα με τα επιπλέον δισεκατομμύρια που θα ξοδέψει η χώρα για τον στρατιωτικό εξοπλισμό της από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – για την αναβάθμιση της εθνικής της άμυνας. Εξού και ο τ. υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος χαρακτήρισε ως παραλογισμό αυτές τις αλόγιστες παροχές με δανεικά («Τα Νέα», 18-9-21).

Εν κατακλείδι: Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω για ποια «Εθνική Ανεξαρτησία» δικαιούμαστε να μιλάμε όταν, σύμφωνα με το πολυνομοσχέδιο του 4ου μνημονίου, το ελληνικό δημόσιο έχει υποθηκευθεί στο Υπερταμείο για τα επόμενα 99 χρόνια! Σκοπός του ταμείου αυτού είναι η πώληση της κρατικής περιουσίας των Ελλήνων, με σκοπό την αποπληρωμή μέρους του χρέους της χώρας, με τα μισά εκ των εσόδων της εκποίησης, ενώ το άλλο μισό θα το διαχειρίζεται το ελληνικό κράτος μέσω του Υπουργείου Οικονομικών για επενδύσεις ή άλλους σκοπούς που θα καθοριστούν στο μέλλον…

Επιμύθιο: «Άνθρωπος που μπλέκει μια φορά, μένει χρεώστης για πάντα και το άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη του τον έναν αναβάτη μετά τον άλλο», φωνάζει απ’ το μακρινό παρελθόν ο σοφός Πλούταρχος. Το ερώτημα ωστόσο είναι: τον ακούν άραγε καθόλου οι σημερινοί δανειολήπτες – μπαταχτσήδες Έλληνες πολιτικοί;

Κατά τα άλλα… «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει / δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά / μόνο λίγο καιρό ξαποστένει / και ξανά προς τη δόξα τραβά (τραβά, / τραβά) / και ξανά προς τη δόξα τραβά…»

Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αρθρογραφούσε στα «Νέα» των Αθηνών.