Στη μυθολογία οι θρυλικές Αμαζόνες έκοβαν το ένα στήθος τους για να μπορούν να χειριστούν καλύτερα το τόξο και να είναι αποτελεσματικότερες ως πολεμίστριες.

Σήμερα, «Αμαζόνες» θεωρούνται για πολλούς οι γυναίκες που μάχονται για τη ζωή τους μετά από μια διάγνωση καρκίνου του μαστού.

Στις 25 Οκτωβρίου, παγκόσμια ημέρα πρόληψης κατά του καρκίνου του μαστού «έφυγε» μία ακόμη «Αμαζόνα», η Φώφη Γεννηματά. Η είδηση του θανάτου της συγκλόνισε κυριολεκτικά ολόκληρη την Ελλάδα. Συνεργάτες, φίλοι, πολιτικοί αντίπαλοι, συνάδελφοι, δημοσιογράφοι, φίλοι αλλά και άγνωστοι έσπευσαν να εκφράσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη λύπη τους για τον πρόωρο και άδικο θάνατό της αλλά και την στήριξή τους στο σύζυγο και τα τρία της παιδιά.

Γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλά για την πολιτικό, επιστήμονα, αρχηγό κόμματος, συνεργάτιδα ή συνάδελφο Φώφη Γεννηματά. Εγώ, απλά αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω δυο φτωχά λόγια για την γυναίκα Φώφη Γεννηματά που έζησε με τον καρκίνο του μαστού.

Γιατί τη Δευτέρα, όλες οι γυναίκες που ζούμε με τη νόσο χάσαμε μία «δικιά» μας, ένα μέλος της ιδιαίτερης οικογένειάς μας. Μιας οικογένειας που υπάρχει παράλληλα στη ζωή της καθεμιάς μας και λειτουργεί ως καταφύγιο και κρυψώνα στις στιγμές του πόνου, του φόβου, της μοναξιάς.

Όταν η απογοήτευση παίρνει το πάνω χέρι, είναι εκεί που ψάχνουμε να βρούμε λίγη παρηγοριά και δύναμη για να σηκώσουμε ξανά το κεφάλι και να συνεχίσουμε τον αγώνα – που ανεξάρτητά από την τελική του έκβαση είναι πάντα άνισος.

Από τη στιγμή της δικής μου διάγνωσης, η Φώφη Γεννηματά υπήρξε ένα τέτοιο πρότυπο γενναιότητας, αξιοπρέπειας και ισχύος.

Την έβλεπα εκεί στις επάλξεις τις οποίες εκείνη είχε επιλέξει για να αφήσει το στίγμα της και να κάνει τη διαφορά, με το πλατύ και ζεστό χαμόγελό της που θαρρείς πως χωρούσε ολόκληρο τον κόσμο – και τον χωρούσε – με το αγέρωχο ανάστημά της όπου τίποτα δεν μαρτυρούσε τα σημάδια της καθημερινής, χρόνιας και επίπονης μάχης της κι έλεγα, καμαρώνοντάς την, στον εαυτό μου: «Να, κοίτα τη Φώφη. Μπορείς κι εσύ…»

Και μπορούσα και σηκωνόμουν και δημιουργούσα και πάλευα και χαμογελούσα και έπεφτα και ξανασηκωνόμουν και πάλι από την αρχή, όπως και η Φώφη.

Γιατί ο καρκίνος είναι πολλά περισσότερα από τις χημειοθεραπείες, τις ακτινοβολίες, τα χειρουργεία, τα φάρμακα, την απώλεια των μαλλιών ή του στήθους. Είναι η τεράστια αλλαγή που συμβαίνει στη ζωή σου, στον τρόπο που βλέπεις τον εαυτό σου, στον τρόπο που σε βλέπουν οι άλλοι, στον τρόπο που εσύ βλέπεις και αντιμετωπίζεις τη ζωή.

Είναι αυτό που σου συμβαίνει μετά το τέλος των θεραπειών. Όταν τα μαλλιά σου ξαναβγαίνουν, όταν η αρρώστια έχει «κοιμηθεί» ή εξαφανιστεί – οριστικά ή για λίγο – όταν οι άλλοι σε βλέπουν και σου λένε: «τώρα πια είσαι καλά» χτυπώντας σε ενθαρρυντικά στην πλάτη.

Τότε είναι που ξεκινά η αληθινή μάχη με τον καρκίνο. Τότε που ξανασυστήνεσαι στον εαυτό σου που δεν αναγνωρίζεις πια – εσωτερικά και εξωτερικά, τότε που ξανασυστήνεσαι στους γύρω σου, τότε που πρέπει να κηδεύσεις τα όνειρά σου, τους «φίλους» ή τους συντρόφους που δεν άντεξαν και «χάθηκαν» στο δρόμο, τότε που πρέπει να βρεις τι κάνεις σε τούτη τη ζωή και τι θες ή τι προλαβαίνεις να κάνεις στον υπόλοιπο χρόνο που έχεις. Τότε που τσιμπιέσαι για να σιγουρευτείς πως είσαι ζωντανή, που αναρωτιέσαι γιατί «εσύ», που κάθε λεπτό κοιτάς πίσω από την πλάτη σου μήπως «ο κερατάς» έρχεται πάλι για να σε αφανίσει αυτή τη φορά.

Τότε που είναι αδύνατον να ζεις χωρίς το φόβο και συνάμα αφόρητο να ζεις με αυτόν το φόβο.

Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που φωνές σαν της Φώφης Γεννηματά έρχονται και ανακουφίζουν σαν βάλσαμο τις πληγές της ψυχής. Κάθε φορά που με κυρίευε ο φόβος και παρέλυα σωματικά και συναισθηματικά έφερνα τα λόγια της στο νου μου: «Το θέμα είναι να μπορείς να ζεις, να μη ζεις συνέχεια κάτω από τη σκιά και την αγωνία και τον φόβο. Αν ζεις με τον φόβο, αυτή δεν είναι ζωή, έχεις νικηθεί στην πραγματικότητα, στην καθημερινότητά σου».

Την άκουγα να το λέει, την έβλεπα να το κάνει πράξη και την πίστευα και την ακολουθούσα γιατί εκείνη ήξερε, ήταν «μία από εμάς». Έχει πολύ μεγάλη σημασία και άλλη βαρύτητα να σου το λέει κάποιος που το περνά, κάποιος που το ζει στο πετσί του, από έναν φίλο ή δικό σου που προσπαθεί να σε εμψυχώσει. Τον πρώτο τον πιστεύεις, τον άλλον, όχι.

Όταν, λοιπόν, «φεύγει» ένα από αυτά τα πρότυπα δύναμης, θάρρους, θέλησης και αγωνιστικότητας, το πένθος για εμάς που μένουμε πίσω αποκτά άλλες διαστάσεις.

Δεν είναι που κλαις για αυτόν που έφυγε, δεν είναι που λυπάσαι για μια ζωή που «κόπηκε» πρόωρα και άδικα, δεν είναι που σπαράζεις για εκείνους που έμειναν πίσω και κυρίως για τα παιδιά. Είναι που ταυτίζεσαι με αυτόν που φεύγει, που νιώθεις τον θάνατο να βαριανασαίνει στον ώμο σου, που όλα αντιστρέφονται και πιάνεις τον εαυτό σου να μονολογεί: «Να, κοίτα η Φώφη. Γιατί όχι κι εγώ;»

Έτσι αισθανόμουν από την ημέρα που πληροφορήθηκα τον θάνατό της μέχρι και σήμερα, ημέρα της κηδείας της.

Σήμερα, η λύπη έδωσε τη θέση της στην περηφάνια και ο φόβος έγινε θάρρος και θράσος μαζί.

Τι άλλαξε; Είναι που δεν θέλω να αποχαιρετήσω μεμψίμοιρα και με ηττοπάθεια μια γυναίκα που κάθε άλλο παρά έτσι αντιμετώπισε τον καρκίνο.

Που διέσχισε όλη τη διαδρομή του ταξιδιού της μέχρι και το τελευταίο μίλι με το κεφάλι ψηλά και το χαμόγελο στα χείλη, με απαράμιλλη δύναμη και αξιοπρέπεια, μια αληθινή Αμαζόνα.

Η Φώφη Γεννηματά δεν νικήθηκε από τον καρκίνο. Η Φώφη Γεννηματά έζησε με τον καρκίνο, συμφιλιώθηκε μαζί του και έβαλε τους δικούς της όρους σε αυτή την αλλιώτικη σχέση. Ως το τέλος.

Σήμερα είμαι και πάλι δυνατή και αισιόδοξη, όπως μου δίδαξε εκείνη και όλες οι άλλες αγωνίστριες σαν κι αυτήν. Γιατί εμείς που μένουμε πίσω οφείλουμε να συνεχίσουμε να μαχόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για να κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα για τη ζωή, δικαιώνοντας εκείνες που «φεύγουν» νικήτριες.

Γιατί έτσι είμαστε εμείς οι «Αμαζόνες».