Τα Χριστούγεννα κοντεύουν και όταν πάμε φέτος στην εκκλησία -που θα πάμε γιατί στο ναό του Θεού δεν μας πιάνει… τίποτα– να μην ξεχάσουμε να ανάψουμε από τα μεγάλα τα κεριά, ίσως και μια λαμπάδα ίσα με το μπόι της απανθρωπιάς μας.

Αν και δεν ξέρω πια προσευχή υπάρχει για να μπορέσει να ξεπλύνει το μέγεθος της βρωμιάς μας, το μαύρο της ψυχής μας.

Μια ψυχούλα, μωρέ, ένα κοριτσάκι οχτώ χρονών, ήταν καρφωμένο σε μια πόρτα και κάποιοι περνούσαν δίπλα της σφυρίζοντας αδιάφορα, σα να μην υπήρχε;

Πώς το άντεχαν να βλέπουν ένα κορμάκι λιωμένο στα σίδερα κι αυτοί να προσπερνούν, όχι μία, αλλά δύο και τρεις φορές γυρνώντας αλλού το κεφάλι ή μιλώντας στο κινητό τους;

Πώς μπορούσαν να κοιτούν και να μην βλέπουν, να ακούν και να μην καταλαβαίνουν;

Μισή ώρα, ένα παιδί χαροπάλευε εγκλωβισμένο και κανείς δεν ζύγωνε να βοηθήσει. Κι όταν κάποιοι επιτέλους δέησαν να πλησιάσουν, είτε παρατηρούσαν το «ον» με το φακό λες και ήταν τόσο δύσκολο να αναγνωρίσουν τη φύση του, είτε κλωτσούσαν το σμπαραλιασμένο κορμάκι για να δουν αν είναι ζωντανό, λες και επρόκειτο για κάποιο θηρίο που φοβόντουσαν μην ξυπνήσει και τους επιτεθεί εξαγριωμένο.

Δεν ξέρω, αλήθεια, πώς αυτοί – που λέγονται – άνθρωποι, γύρισαν σπίτι τους εκείνο το βράδυ. Πώς αντίκρισαν τους γονείς, τις συντρόφους, τα παιδιά τους, τους φίλους τους και τι άραγε τους είπαν;

«Ωραίος ο μουσακάς, α, δεν σου είπα, σήμερα η πόρτα του εργοστασίου έλιωσε ένα γυφτάκι. Διάλεξε να δούμε κανένα θρίλερ στο Netflix μιας και είμαι στο… mood».

Άραγε να είναι από εκείνους που διαδηλώνουν για τις ανθρώπινες ελευθερίες που περιορίστηκαν από τις κυβερνητικές αποφάσεις για την πανδημία; Που κατεβαίνουν στις πορείες διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους για τα δικαιώματά τους; Αν, ναι, τι υποκρισία…

Ή λέτε να είναι από τους άλλους που μέσα στο παραληρηματικό – όποιας προέλευσης – φασιστικό τους αφήγημα ξεχωρίζουν τις ζωές σε αυτές που αξίζουν και στις άλλες που είναι για πέταμα, ανάλογα με την εθνικότητα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, την οικονομική κατάσταση, την καταγωγή, το φύλο ή τη φυλή εν προκειμένω. Αν, ναι, τι απελπισία…

Ναι, τι πόνος και απογοήτευση και απελπισία για μια κοινωνία γεμάτη ταμπέλες, που αξιώνει και απαξιώνει τον Άνθρωπο κατά το δοκούν ή καλύτερα κατά το συμφέρον.

Πιστέψτε με, ξέρω πολύ καλά πως δεν ανακάλυψα την Αμερική. Σε αυτή την κοινωνία μεγάλωσα και εξακολουθώ να υπάρχω και γνωρίζω πως η Όλγα δεν είναι η πρώτη και, δυστυχώς, δεν θα είναι ούτε η τελευταία.

Ο ρατσισμός, ο διαχωρισμός, η ετικετοποίηση και η απανθρωπιά ζουν και βασιλεύουν, μόνο που μέχρι τώρα ήταν κεκαλυμμένα. Σαν το σπυρί στο πρόσωπο της όμορφης έφηβης που βάζει τόνους μέικ απ για να το καλύψει. Κανείς δεν ξέρει πως υπάρχει, εκτός από την ίδια.

Μόνο που το σπυρί μεγάλωσε πολύ και μετά από το περιστατικό με τη μικρή Όλγα έσκασε αφήνοντας να βγει το πύον που χρόνια μαζευόταν στο στομάχι του. Και είναι τόση η βρώμα και η δυσωδία που κανείς δεν μπορεί και δεν σηκώνει πια να την αγνοήσει.

Η Όλγα, ήταν ένα 8χρονο παιδάκι που βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. «Χωρίς επίβλεψη;», θα παρατηρήσετε και σωστά. «Πού ήταν οι γονείς της;», θα αναρωτηθείτε και πάλι σωστά. «Τι δουλειά είχε στο εργοστάσιο μικρό παιδί;», θα πείτε και θα έχετε δίκιο.

Όλες οι αιχμές σας ευθέως ή εμμέσως θα στοχεύουν στην καταγωγή της και στην κουλτούρα των Ρομά. Που «δεν νοιάζονται για τα παιδιά τους», που «ζουν τυχαία», που τέλος πάντων «όλοι ξέρουμε ποιοι είναι».

Κι εδώ θα απαντήσω, λάθος.

Λες και δεν γνωρίζουμε πώς είναι τα παιδιά. Λες και δεν έχουμε θρηνήσει ψυχούλες που ‘έσβησαν’ κάτω από τις ρόδες του τρακτέρ του παππού, ή του αυτοκινήτου του μπαμπά ή της μαμάς, ή μέσα σε ένα βαρέλι γεμάτο ασβέστη, ή στον πάτο μιας πισίνας…

Όμως, όχι, η περίπτωση της Όλγας ήταν διαφορετική. Γιατί η Όλγα ήταν το «γυφτάκι». Η Όλγα ήταν παρίας και μπελάς. Η Όλγα δεν χώραγε στην «καθώς πρέπει» κοινωνία μας.

Πράγματι, δεν χώραγε. Γιατί αυτή η συναισθηματικά παράλυτη, υποκριτική και σιδηροπρόσωπη κοινωνία δεν έχει θέση για 8χρονα αγγελούδια σαν εκείνη.

Γι’ αυτό η Όλγα το’ σκασε. Και τώρα κοιτά από ψηλά και μας χλευάζει. Φτύνει στα μούτρα την απανθρωπιά μας και πετά ελεύθερη πια στον ουρανό.

Η Όλγα δεν μένει πια εδώ και μην την ψάξετε ούτε στην εκκλησιά την Κυριακή πίσω από τις μεγαλοσταυρίες και τις πονετικές γονυκλισίες των καλών καγαθών Χριστιανών.

Τα αγγελούδια σαν την Όλγα με τα βρώμικα χεράκια, τα ξυπόλητα ποδαράκια και την πεντακάθαρη ψυχή πάνε κατευθείαν στον Παράδεισο και στρογγυλοκάθονται δίπλα στον Κριτή – Θεό.

Αλίμονο από εμάς…