Η αρχική γνωριμία μου με τον επιφανή Έλληνα εικαστικό και προσφάτως εκλιπόντα Αλέκο Φασιανό έγινε τηλεφωνικά και υπήρξε λίγο περιπετειώδης – κάτι που ομολογουμένως δεν ανέμενα.

Λίγο έλειψε μάλιστα η κατ’ ιδίαν επικείμενη συνάντησή μας να ναυαγήσει εν τη γεννέσει της, εάν δεν επεδείκνυα ιώβειο υπομονή, νηφαλιότητα και αυτοκυριαρχία. Ίσως να έφταιγε ο αιφνιδιασμός. Δηλαδή το γεγονός ότι το τηλεφώνημά μου τον βρήκε ως κεραυνός εν αιθρία, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε προλείανση του εδάφους.

Ας πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή:

Λίγο πριν ξεκινήσω την έρευνα για τη συγγραφή της βιογραφίας μου για τον Κώστα Ταχτσή (της πρώτης επίσημης, ή “authorized biography”*), η στενή οικογένεια και κληρονόμοι του τελευταίου, ήτοι η αδερφή του, αείμνηστη πλέον κυρία Ελπίδα Ταχτσή-Αρτέμη και η κόρη της Έλλη, με προέτρεψαν να συναντήσω οπωσδήποτε τον Αλέκο Φασιανό.

Για τον απλούστατο λόγο ότι υπήρξε απ’ τους πιο αγαπημένους κι έμπιστους φίλους του συγγραφέα του «Τρίτου στεφανιού», και ο πιο στενός συνεργάτης του, αφού του είχε εικονογραφήσει ουκ ολίγα εκ των έργων του. Συνεπώς, αναμφίβολα είχε να μου καταθέσει άγνωστες και πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τον άνθρωπο, τον δημιουργό και τη μεταξύ τους σχέση.

Έτσι, μη γνωρίζοντας καθόλου το ποιον του ανθρώπου και καλλιτέχνη Αλέκου Φασιανού, τον ιδιότυπο χαρακτήρα και το ταμπεραμέντο του, του τηλεφώνησα ένα πρωινό εξηγώντας του ποιος μου έδωσε το τηλέφωνό του, ποιος είμαι και τι ζητούσα απ’ αυτόν.

Εικάζω ότι μάλλον θα αιφνιδιάστηκε, και ίσως δικαιολογημένα. Διότι δεν γνώριζε τίποτα για μένα, εξού και αμφιταλαντευόταν για το αν έπρεπε να με δεχτεί, πολύ δε περισσότερο να μου ανοίξει την καρδιά του και να μου εμπιστευθεί ευαίσθητες πληροφορίες και απόρρητα στοιχεία για το βίο και την πολιτεία τού πιο επίμαχου μεταπολεμικού μας πεζογράφου και την προσωπική σχέση τους.

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να διστάζει να αποφασίσει και να μου δώσει μια σαφή απάντηση στο αίτημά μου, φέρνοντας διάφορα προσκόμματα (όπως λ.χ. ότι δεν ήταν σίγουρος αν και σε τι θα ωφελούσε μια τέτοια συνέντευξη κλπ) και άλλες προφάσεις. Η συνομιλία μας πρέπει να κράτησε τουλάχιστον πέντε με δέκα λεπτά, ικανό διάστημα για να δοκιμάσει κι εξαντλήσει την υπομονή μου, κάνοντας τη δυσφορία μου να χτυπήσει κόκκινο. Προφανώς η απόπειρά μου για μια προσωπική συνάντηση δεν φαινόταν να οδηγεί πουθενά, αφού μου έλεγε συνεχώς «Τι να σου πω… δεν ξέρω…» κλπ.

Παραδόξως, ωστόσο, μέσα απ’ αυτή την αμφιταλάντευσή του διέκρινα αμυδρά ένα φωτάκι στην άκρη του τούνελ. Δεν άργησα δε να συνειδητοποιήσω ότι τελικά το ένστικτό μου δεν με διέψευσε. Όλα μάλιστα παίχτηκαν τα τελευταία πιο κρίσιμα δευτερόλεπτα της συνδιάλεξής μας.

Διότι ενώ τα νεύρα μου είχαν φτάσει στο όριο των αντοχών τους και από στιγμή σε στιγμή περίμενα ότι η απόπειρά μου θα τιναζόταν στον αέρα (από ένα δικό του οριστικό «όχι» ή ένα δικό μου «καλώς», συνοδευόμενο από το αντίστοιχο κλείσιμο του ακουστικού) τελικά –ως εκ θαύματος– διαισθάνομαι τον συνομιλητή μου να κάμπτεται, καθώς ακούω επιτέλους το πολυπόθητο: «Καλά, εντάξει… Ελάτε να τα πούμε… Θα σας περιμένω στο σπίτι μου…».

Έτσι, τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα του 2005 (δηλαδή στις 28 Δεκεμβρίου) λίγο πριν σουρουπώσει, βρισκόμουν έξω από την οδό Μπιζανίου 20 στου Παπάγου – όχι και τόσο κοντά στο δικό μου σπίτι. Η οικία του διάσημου ζωγράφου έμοιαζε με κάστρο απόρθητο, λόγω της απίστευτα βαριάς και χοντρής εξωτερικής πύλης του, επενδυμένης με ατσάλι και απρόσβλητης από οιονδήποτε επίδοξο εισβολέα.

Χτύπησα το θυροτηλέφωνο, όπως μου είχε υποδείξει ο οικοδεσπότης. Η βαριά, δυσκίνητη, συρταρωτή «καστρόπορτα» με τον αυτόματο μηχανισμό άρχισε να ανοίγει αργά και μεγαλοπρεπώς, επιτρέποντάς μου την… επίσημη είσοδο στα άδυτα του καλλιτεχνικού «βασιλείου»-άντρου του Αλέκου Φασιανού το οποίο στέγαζε καλλιτεχνικούς θησαυρούς δεκαετιών, αξίας δεκάδων ίσως κι εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.

Εν αντιθέσει με το βαρύ, σχεδόν επεισοδιακό κλίμα που είχε προηγηθεί πριν λίγες μέρες τηλεφωνικά, με υποδέχτηκε ο ίδιος ο οικοδεσπότης αυτοπροσώπως, με μια πηγαία εγκαρδιότητα και ευγένεια, σαν να επρόκειτο για έναν εντελώς διαφορετικό, μεταμορφωμένο άνθρωπο.

Περιττό να πω ότι, εσωτερικά, το σπίτι έδινε αλάνθαστα την αίσθηση μουσείου ή γκαλερί, καθώς παντού υπήρχαν μικροί και μεγάλοι πίνακες και πλήθος άλλων έργων τέχνης. Με οδήγησε στο σαλόνι και με ρώτησε τι ήθελα να μου προσφέρουν για το καλωσόρισμα. Είπα «πορτοκαλάδα», αλλά λόγω εορτών μου έφεραν και κάποιο γλυκό.

Μετά από ένα σύντομο τελετουργικό γνωριμίας και αυτοσύστασης, ο όποιος «πάγος» υπήρξε μεταξύ μας είχε τώρα πλέον διαλυθεί εντελώς. Σε λίγο ήταν σαν να γνωριζόμασταν χρόνια και ξαφνικά βρεθήκαμε να ανταλλάσσουμε σε πολύ εγκάρδιο κλίμα απόψεις γύρω απ’ τα κοινά μας ενδιαφέροντα: τη λογοτεχνία, τα εικαστικά, την τέχνη γενικότερα. Όταν τελικά ήρθε η ώρα να πατήσω το «on» στο κίτρινο μαγνητοφωνάκι που χρησιμοποιούσα τότε, ο κορυφαίος καλλιτέχνης ήταν καθ’ όλα έτοιμος να καταθέσει προθυμότατα “on the record” ένα μέρος των εσωψύχων του που εμφανώς κόχλαζαν μέσα του.

Εξ αφορμής της μακρόχρονης σχέσης του με τον Κώστα Ταχτσή, που κράτησε μια ολόκληρη ζωή, μου παραχώρησε μια συνέντευξη-ποταμό** μιλώντας μου όχι μόνο για τον αλησμόνητο και πρόωρα χαμένο φίλο του, αλλά και για σχεδόν για όλους και όλα που σχετίζονταν με τις τέχνες, τα γράμματα, τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική κοινωνία, την ελληνική γλώσσα, κλπ. Όχι μόνο θεωρητικά, αλλά όπως τα είχε γνωρίσει και βιώσει ο ίδιος προσωπικά «από την όψη και την κόψη».

Συνειδητοποιούσα δε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ένιωθε μεγάλη ευφροσύνη που, ευκαιρίας δοθείσης, ξαναζούσε στον αυθεντικό «βιότοπό» του, ξεναγώντας με στα χλοερά κατατόπια του που γνώριζε τόσο καλά, με τρόπο ηδονικό, θα έλεγα. Αλλά και η δική μου συγκίνηση ήταν εξίσου μεγάλη, καθώς υπήρξα η αιτία να συμμετάσχω σ’ αυτή την αλησμόνητη πνευματικο-καλλιτεχνική πανδαισία όπου ο φημισμένος καλλιτέχνης μού εμπιστευόταν ξεδιπλώνοντας ενθυμήσεις, σκέψεις, θέσεις, συναισθήματα, εμπειρίες, προβληματισμούς…

Η συνομιλία μας (διότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια ψυχρή «συνέντευξη») κράτησε μιάμιση με δύο ώρες και ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα. Ως επισφράγισμα όλων των παραπάνω, λίγο πριν αναχωρήσω, ο Αλέκος Φασιανός μου χάρισε το νεοεκδοθέν αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Με το μύθο της γειτονιάς «(εκδ. Καστανιώτης, 2005) και την αφιέρωση: «Στον φίλο Γιάννη Βασιλακάκο, με αγάπη Α. Φασιανός», συνοδευόμενη από ένα χαρακτηριστικό σκίτσο που έκανε με μπλε στυλό. Ως αντίδωρο, του χάρισα κι εγώ το μυθιστόρημά μου «Το κόλπο» (2η έκδοση Κέδρος, 2002). Τέλος, με χαρά δέχτηκε να απαθανατιστεί αυτή η συνάντησή μας με μια αναμνηστική φωτογραφία.

Υ.Γ.: Λίγο μετά την προαναφερθείσα συνάντηση, ο κοινός μας φίλος ποιητής, συγγραφέας, ανθολόγος και γνωστός παράγοντας της αθηναϊκής πολιτιστικής ζωής, Θανάσης Νιάρχος, μου είπε κατενθουσιασμένος: «Ο Αλέκος Φασιανός έμεινε πολύ εντυπωσιασμένος από εσάς, ως προσωπικότητα. Σας παινεύει, λέει τα καλύτερα λόγια!…».

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι εξεπλάγην ιδιαίτερα απ’ αυτή την εκμυστήρευση. Πάντως ήταν οπωσδήποτε η καλύτερη ανταμοιβή και αποζημίωσή μου, μετά την περιπετειώδη τηλεφωνική μας συνδιάλεξη. Τελικά διαπίστωσα ότι πίσω απ’ το αυστηρό προσωπείο του Αλέκου Φασιανού κρυβόταν ένας καθ’ όλα προσγειωμένος, προσιτός, γλυκός και καλοσυνάτος άνθρωπος. Ένας γοητευτικότατος και απόλυτα αυθεντικός καλλιτέχνης που σε μάγευε – με τα πρωτότυπα έργα, το λόγο, τις αποκρυσταλλωμένες απόψεις και το πάθος του για την τέχνη και την Ελλάδα.

Νιώθω ευτυχής που –τύχη αγαθή– γνώρισα έναν ακόμη «μεγάλο» της νεότερης Ελλάδας. Τον ευχαριστώ που μου άνοιξε το σπίτι και την καρδιά του. Για τη φιλοξενία, τα καλά λόγια, τη φιλία, τη συνεργασία, την αγάπη του και τις στιγμές μέθεξης που μοιράστηκα μαζί του.

Καλό ταξίδι αγαπημένε φίλε!

*Βλ. Γιάννης Βασιλακάκος, «Κώστας Ταχτσής: Η αθέατη πλευρά της σελήνης», εκδ. Ηλέκτρα, Αθήνα 2009, σελίδες 358. (Σημειωτέον ότι η εν λόγω 1η έκδοση του βιβλίου έγινε μπεστ σέλερ στην Ελλάδα. Επανεκδόθηκε σε δεύτερη, βελτιωμένη κι εμπλουτισμένη έκδοση, από τις εκδ. Οδός Πανός το 2020, σελίδες 551).

**Ολόκληρη η αυτούσια συνέντευξη που παραχώρησε ο Αλέκος Φασιανός στον Γιάννη Βασιλακάκο θα δημοσιευθεί σε γνωστό αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό προσεχώς, εξ αφορμής μεγάλου αφιερώματος για τον Κώστα Ταχτσή.

***Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αρθρογραφούσε στην εφ. «Τα Νέα» των Αθηνών.