Η 8η Μαρτίου έχει χαρακτηριστεί ως Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας. Αυτή τη μέρα τιμώνται γυναίκες από κάθε γωνιά της Γης και της ιστορίας που κατάφεραν να πάνε κόντρα στο εκάστοτε κατεστημένο και διεκδικώντας τα δικαιώματά τους ως ισότιμα μέλη της ανθρώπινης κοινότητας σε κάθε τομέα, άνοιξαν το δρόμο για ένα καλύτερο αύριο για τις επόμενες γενιές γυναικών.

Προσωπικά, δεν υπάρχει 8η Μαρτίου από τότε που ήμουν 16 χρονών και πρωτοείδα την ταινία, που να μην φέρω στο νου μου την φιγούρα της Μελίνας Μερκούρη ως «Στέλλα» στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη.

Η «Στέλλα», όπως την ενσάρκωσε η αείμνηστη Μελίνα, έγινε για μένα το πρότυπο της γυναίκας. Με σαγήνευσε το ελεύθερο πνεύμα της, η σταθερότητα στα πιστεύω της, η ξεκάθαρη και απόλυτη αποδοχή της ταυτότητάς της.

Θα μου πείτε, δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν ένα δημιούργημα της φαντασίας του Ιάκωβου Καμπανέλλη που έγραψε το θεατρικό έργο «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» στο οποίο βασίστηκε αργότερα ο Μιχάλης Κακογιάννης για να γράψει το σενάριο της θρυλικής κινηματογραφικής του ταινίας.

Θα συμφωνήσω απόλυτα, πως η Στέλλα της Μελίνας Μερκούρη είναι προϊόν μυθοπλασίας, αναρωτιέμαι, ωστόσο, πόσες «Στέλλες» άραγε έζησαν και θριάμβευσαν ευτυχώντας ή πεθαίνοντας στη μεταπολεμική Ελλάδα της δεκαετίας του ’50;

Η ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΗ «ΣΤΕΛΛΑ»

Ας γνωρίσουμε, όμως, λίγο καλύτερα την κινηματογραφική «Στέλλα».

Η Στέλλα είναι τραγουδίστρια ρεμπέτικων, όχι τυχαία. Το ρεμπέτικο τραγούδι μιλάει για τον έρωτα και τον θάνατο, την ελευθερία και την τιμή, που αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας.

Είναι, θα έλεγα, μια πολύ παθιασμένη και περήφανη Ελληνίδα. Μια ισχυρή, ανεξάρτητη γυναίκα σε μια άκρως συντηρητική μεταπολεμική Ελλάδα. Εργάζεται στο μπαρ-εστιατόριο με το, επίσης κατά την άποψή μου, συμβολικό όνομα, “Παράδεισος”, όπου η ίδια δεν χάνει ευκαιρία για να προκαλεί μεγάλο σαματά.

Η Στέλλα και ο τρόπος ζωής της βρίσκονται διαρκώς στο επίκεντρο των κουτσομπολιών στην πόλη ενώ οι σχέσεις της με μερικούς από τους πιο επιθυμητούς άντρες της Αθήνας προκαλούν μεγάλη ζήλια ακόμη και στις φίλες της.

Ωστόσο, η Στέλλα είναι πιστή στους άντρες που αγαπά, μέχρι να νιώσει πως αυτοί επιχειρούν να της στερήσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία της. Μόλις αισθανθεί ότι δεν είναι κυρίαρχος του εαυτού της, απομακρύνεται.

Αυτό δεν αλλάζει, ακόμα και όταν γνωρίζει τον Μίλτο, έναν σκληροτράχηλο ποδοσφαιριστή που, όπως φαίνεται, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από μια γυναίκα τόσο εκρηκτική, όσο η Στέλλα.

Η ιδιότυπη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ τους στην ταινία, ακολουθώντας το μοτίβο της τραγωδίας φτάνει στην κορύφωσή της και αμέσως μετά επέρχεται η λύση εν είδη κάθαρσης. Ένας παραδοσιακός και κτητικός άντρας είναι το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε ποτέ να χειριστεί ή έστω να αποδεχτεί η Στέλλα, εν τούτοις προχωρά, πρόθυμη να αντιμετωπίσει τις όποιες συνέπειες της ανυποταξίας της, ακόμη και τον θάνατο.

ΟΙ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η ταινία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο από τις συντηρητικές φωνές αλλά και από τις πιο προοδευτικές που από ό,τι φαίνεται ήταν ανέτοιμες να υποδεχτούν ένα γυναικείο πρότυπο του εκτοπίσματος της Στέλλας.

Οι αντιλήψεις της ηρωίδας ενόχλησαν τα αριστερά έντυπα που επιτέθηκαν με πολύ σκληρά λόγια κατά της ταινίας.

«Το ξετραχηλισμένο αυτό γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί για να ‘χει το ελεύθερο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας;» διερωτάται ο Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Επιθεώρηση Τέχνης», ενώ ο Κώστας Σταματίου από τις στήλες της Αυγής χαρακτηρίζει την ταινία «ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο “λούμπεν”, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα».

Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ

Μην ξεχνάμε πως η ταινία ανέβηκε στους κινηματογράφους το Νοέμβρη του 1955, σε μια περίοδο που οι ζωές και οι τύχες των γυναικών καθορίζονταν πρώτα από τον πατέρα και ύστερα από το σύζυγό τους που κατά κύριο λόγο ήταν κι αυτός επιλογή του πατέρα.

Ατάκες όπως, «πάω όπου θέλω, όπου μου κάνει κέφι», όταν έβγαιναν από το στόμα μιας γυναίκας εκείνη την εποχή ήταν υβριστικές και επέσειαν σοβαρές τιμωρίες.

Το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής συντρόφου δεν υφίστατο καν και αξίες όπως ανεξαρτησία, αυτοκυριαρχία και αυτοδιάθεση δεν ίσχυαν για τις γυναίκες.

Η γυναίκες αντλούσαν την οντότητα και την αξία τους από τον άντρα τους. Η ατάκα του πρωταγωνιστή, Γιώργου Φούντα «Θα είσαι η γυναίκα του Μίλτου και θα σε σέβονται όλοι», εκφράζει απόλυτα την αντίληψη αυτή.

Η απάντηση της Στέλλας «Σιχαίνομαι τις παντρειές. Ακούω τις άλλες που λαχταρούν να οικονομηθούν με κανένα παντρολόγημα και γελάω», είναι μαχαιριά στον ανδρισμό και την περηφάνεια του σκληρού άντρα της εποχής.

Η πρόταση γάμου που ήταν το όνειρο κάθε άλλης κοπέλας για τη Στέλλα είναι αιτία χωρισμού. «Είναι κι αυτός σαν όλους τους άλλους: Ιδιοκτήτης. Θέλει να με δέσει», λέει απογοητευμένη για τον μοιραίο έρωτα της ζωής της, το Μίλτο.

Μια αντίδραση που ακόμα και οι φιλενάδες της, οι έμπιστές της αντιμετωπίζουν ως παράλογη, αδυνατώντας να καταλάβουν την πεισματική της άρνηση να παραδοθεί σε έναν άντρα.

Και αυτή η αδυναμία τους εκφράζεται με αντιδράσεις ζήλειας και φθόνου απέναντί της. Ζήλεια επειδή εκείνη έχει την ευκαιρία να ζήσει το όνειρό τους και εν τούτοις το κλωτσά με περιφρόνηση. Φθόνο επειδή έχει τα κότσια να το κάνει σε αντίθεση με αυτές.

Δυο συναισθήματα πολύ πιο ισχυρά από την φιλία και την γυναικεία αλληλεγγύη, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα στο τέλος της ταινίας, όταν η φίλη της Στέλλας επιλέγει να πάρει το μέρος του φονιά Μίλτου, ουρλιάζοντας σε κατάσταση παραφροσύνης: «Αυτή φταίει! Ο Μίλτος δεν είναι φονιάς!».

Είναι το γνωστό «τα’ θελε και τα’ παθε!» που όλοι έχουμε ακούσει, δυστυχώς, όχι μόνο από ανδρικά στόματα αλλά ακόμη και από το στόμα της γιαγιάς, της μάνας, της φίλης μας, καμιά φορά κι από το δικό μας.

Το σαθρό επιχείρημα ότι η γυναίκα είναι αυτή που προκαλεί την κακοποιητική συμπεριφορά του άντρα, συντρόφου, αδερφού, πατέρα ή βιαστή της επειδή έκανε, φόρεσε, είπε, το «λάθος» πράγμα υπήρξε πάντα και δυστυχώς εξακολουθεί να υφίσταται ως δικαιολογία για να καμώνεται η κοινωνία μας και να εφησυχάζει αποποιούμενη κάθε ευθύνης για όλες τις μορφές βίας κατά των γυναικών.

Η αντισυμβατική στάση της Στέλλας ήταν μια σοβαρή απειλή για την ανδροκρατούμενη και πατριαρχική κοινωνία της εποχής, καθώς οι επιλογές της απειλούσαν τα θεμέλιά της αλλά και ένα ξεβόλεμα για τις άλλες γυναίκες που δεν είχαν το κουράγιο να ξεφύγουν από την υποταγή τους στις αυθαίρετες κοινωνικές συμβάσεις που τις ήθελαν υποχείρια και κτήματα των ανδρών.

Η Στέλλα δεν ήθελε να ζει αυθαίρετα εφήμερους έρωτες, όπως αβασάνιστα συμπέραναν οι συντηρητικοί κριτικοί της εποχής.

Ήταν απλά αυθεντική και ειλικρινής με τον εαυτό της και τους άλλους γύρω της. Ήξερε ποια ήταν, αγαπούσε και σεβόταν τον εαυτό της και δεν ήθελε να αλλάξει για κανένα. Και ο γάμος εκείνη την εποχή ήταν ένα κομβικό σημείο αλλαγής για τις γυναίκες. «Σαν παντρευτεί μια κοπέλα, η ζωή της αλλάζει», άκουσε τη μητέρα του Μίλτου να της λέει λίγο πριν από το γάμο.

Η Στέλλα, όμως, ήταν η Στέλλα. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν αναφέρεται πουθενά το επίθετό της. Όπως γνωρίζουμε, τα ελληνικά επώνυμα εμπεριέχουν ένα δηλωτικό ιδιοκτησίας όσον αφορά την διαμόρφωση του θηλυκού γένους. Οι καταλήξεις των θηλυκών επωνύμων είναι σε γενική πτώση, την πτώση που στα Ελληνικά απαντά στο ερώτημα ‘τίνος’;

«ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ’ΓΙΝΕΣ ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ»

Συνεπώς η Στέλλα δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα τέτοιο πλαίσιο κτήσης. Ωστόσο, μπροστά στο δίλημμα να χάσει οριστικά τον άντρα που αγάπησε όσο κανέναν, χαμηλώνει τα μάτια και συντετριμμένη κυριολεκτικά αποδέχεται με ένα νεύμα την πρόταση του να τον παντρευτεί και το μετανιώνει την ίδια στιγμή.

Αρνούμενη να απογοητεύσει τον εαυτό της και προς ικανοποίηση κάθε γυναίκας που ταυτίζεται μαζί της, παραμένει περήφανη, δυναμική, αντισυμβατική και ανατρεπτική και χωρίς να υπολογίσει τις κοινωνικές συνέπειες, τελικά δεν εμφανίζεται στην εκκλησία και περνά τη νύχτα με έναν νεαρό που συνάντησε τυχαία, δίνοντας ένα ακόμη επιχείρημα στον θάνατο που ήξερε πως την περίμενε τα ξημερώματα.

Περήφανη και ανυπότακτη βάδισε κατευθείαν στο μαχαίρι που κρατούσε ο άνθρωπος που αγάπησε πολύ, βουβή και ανέκφραστη στο απεγνωσμένο του κάλεσμα να φύγει μακριά του για να μην την σκοτώσει.

Δεν είχε νόημα πια. Εκείνη είχε πέσει νεκρή καιρό πριν από το δίκοπο μαχαίρι της αγάπης τους. Η μια λεπίδα είχε καρφώσει το ελεύθερο πνεύμα της και τώρα η άλλη, απλά θα αποτελείωνε το κορμί της.

Η Στέλλα, λοιπόν, στιγμάτισε την αντίληψή μου για τη γυναίκα που ήθελα να γίνω μεγαλώνοντας. Αυτό που με σαγήνευσε ήταν η έντονη αυτοπεποίθησή της και η αφοσίωσή της στα πιστεύω της. Δεν έβαζε νερό στο κρασί της και δεν δεχόταν κανείς να της υπαγορεύσει την ταυτότητά της.

Δεν ξέρω πώς εξελίχθηκα τελικά και πόσα από τα διδάγματα της Στέλλας ακολούθησα. Η ζωή δεν είναι ταινία και η Στέλλα είναι ένα είδωλο, που ως τέτοιο είναι πολύ δύσκολο για να το φτάσει κανείς. Ωστόσο, μέσα στην απόλυτη εξιδανίκευσή του, παραμένει ένα σημείο αναφοράς για κάθε γυναίκα κάθε εποχής.

Έτσι, κάθε βράδυ που κάνω τον απολογισμό της ημέρας μου ως συζύγου, μητέρας, κόρης, αδελφής, εργαζόμενης, φίλης, συναδέλφου, καθόμαστε παρέα με τη Στέλλα των δεκάξι μου χρόνων και, παρ’ όλο που με ενοχλεί λιγάκι ο καπνός του τσιγάρου της, μετράμε παρέα πόσες φορές σήμερα αγνόησα τα θέλω μου, υπέκυψα σε μια απαίτηση, δεν ύψωσα το ανάστημά μου, δέχθηκα μια προσβολή, καταπάτησα την περηφάνια μου ή συμβιβάστηκα.

Συχνά με μαλώνει για τις αδυναμίες μου, αλλά την εμπιστεύομαι γιατί ξέρω ότι η Στέλλα, «δεν λέει ψέματα σαν αγαπά».