Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ σύρραξη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα στον παγκόσμιο χώρο, όπως και οικονομικές διαστρεβλώσεις. Σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογείται η επιθετικότητα της Ρωσίας και τα αθώα θύματα αυτού του πολέμου.

Είναι όμως αξιόλογο να κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν και προς τα εκεί στράφηκα μετά από μια συζήτηση με το φίλο και συνάδελφο ομότιμο καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γιώργο Μπήτρο αναφορικά με το ακόλουθο άρθρο του που δημοσιεύυτηκε στο “Βήμα” το 2002, και το οποίο παραθέτω εδώ αυτούσιο:

“Με την τελευταία της διεύρυνση, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μεγάλωσε σε γεωγραφική έκταση και πληθυσμό. Αυτές οι παράμετροι είναι πολύ σημαντικές γιατί αυξάνουν την κλίμακα (scale) και το εύρος (scope) των χειρισμών που μπορούν να υιοθετηθούν.

Αλλά από μόνες τους δεν επαρκούν για να την μεταβάλλουν από τριτοκλασατη σε πρωτοκλασάτη υπερδύναμη. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται μια διεύρυνση η οποία θα της δημιουργήσει στρατηγικό πλεονέκτημα, ώστε να μπορέσει να απειλήσει αξιόπιστα την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ).

Έτσι το ερώτημα που αναφύεται είναι: ποια διεύρυνση θα είχε την ικανότητα να προσφέρει στην ΕΕ αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα; Η άποψη την οποία προτίθεμαι να υποστηρίξω πιο κάτω είναι ότι η μόνη διεύρυνση που θα είχε αυτό το αποτέλεσμα είναι η ΕΕ να περιλάβει στους κόλπους της και την Ρωσία.

Κατά την μεταπολεμική περίοδο οι ευρωπαϊκές χώρες βασίστηκαν για την άμυνά τους στην αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ. Τις πρώτες δεκαετίες αυτή η κατάσταση παρουσίαζε το πλεονέκτημα ότι, ενόσω προσπαθούσαν να ανασυγκροτηθούν οικονομικά, δεν ήταν αναγκασμένες να αφιερώνουν σημαντικά ποσοστά των εθνικών τους πόρων για να συντηρούν αξιόμαχες στρατιωτικές δυνάμεις.

Αλλά πιο πρόσφατα, και ιδιαίτερα μετά την λήξη του ψυχρού πολέμου, διαπιστώθηκε ότι αυτή η μονόπλευρη εξάρτηση από τις ΗΠΑ συνοδεύεται, μεταξύ των άλλων, από το μειονέκτημα ότι περιορίζει την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Με άλλα λόγια, κατέστη φανερό ότι και εάν γινόταν δυνατό η ΕΕ να αποκτήσει άμεσα ενιαία εξωτερική και αμυντική πολιτική, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί.

Συνεπώς, στο βαθμό που η ΕΕ επιθυμεί να αποκτήσει status υπερδυνάμεως, το κυρίαρχο ζητούμενο είναι πως να καλύψει τη σημαντική υστέρηση που παρουσιάζει η αμυντική της βιομηχανία.

Η τυπική προσέγγιση σ’ αυτό το ζητούμενο θα απαιτούσε η ΕΕ να δημιουργήσει το δικό της στρατό και να αρχίσει να επενδύει στην ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας. Λαμβάνοντας ως παράδειγμα τη δυναμική είσοδο και εδραίωση των airbus στην διεθνή αγορά επιβατικών αεροσκαφών, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία θα μπορούσε να κυριαρχήσει. Αλλά το κόστος του εγχειρήματος θα είναι υψηλό, οπότε οι ευρωπαϊκοί λαοί πιθανώς να μην επιθυμούν να το αναλάβουν, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο χρονικό διάστημα θα χρειαζόταν.

Από τις ανωτέρω σκέψεις συνεπάγεται ότι μια ρηξικέλευθη προσέγγιση θα ήταν η επόμενη διεύρυνση της ΕΕ να περιλάβει και τη Ρωσία. Και τούτο για τρεις τουλάχιστον λόγους.

Πρώτον, γιατί με την εμπειρία της υπερδυνάμεως που συσσώρευσε μέχρι πρόσφατα και με το οπλοστάσιο που εξακολουθεί να διαθέτει θα προσφέρει στην ΕΕ τα στοιχεία που έχει ανάγκη. Δεύτερον, γιατί από την σκοπιά της Ρωσίας παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα, αφού στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται αδυνατεί να ασκήσει από μόνη της το ρόλο της υπερδυνάμεως. Και τέλος τρίτο, γιατί η λύση αυτή συνοδεύεται από τεράστιες συνέργειες.

Συμπερασματικά, η επόμενη διεύρυνση πρέπει να επιδιωχθεί με στόχο να καλύψει την ανάγκη της ΕΕ να αυτονομηθεί από την αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ και να εξελιχθεί σε παγκόσμια υπερδύναμη. Για το σκοπό αυτό η πρώτη καλύτερη λύση είναι να περιλάβει και την Ρωσία.”

Πέντε χρονια αργοτερα το 2007 στην σημαντικη ομιλια του Βλαντιμιρ Πουτιν στο Μοναχο της Γερμανιας εμμεσα στην τοποθετηση του εκτιμησε οτι η συμμετοχη της Ρωσιας θα ειχε ενισχυτικο αντικτυπο στο δημοκρατικο οικοδομημα της Δυσης.

Περαιτερω θα δυναμώσει το ευρωπαικο οικοδομημα και το ευρωνομισμα οπως προκυπτει απο τα γραφομενα του κ. Μπητρου. Ομως στο περασμα του χρονου η προοπτικη της Ρωσιας για ενταξη στην ΕΕ δεν ευοδώθηκε και δημιουργησε ενα κλιμα καχυποψιας με αρνητικες επιπτωσεις .