Ο Έλληνας διακρίνεται για την ευαισθησία του στην τέχνη, είναι φιλόμουσος, του αρέσει να δημιουργεί και να φιλοσοφεί, έχει αυτήν την έφεση στη ποίηση, στη λογοτεχνία.

Του αρέσει του Έλληνα γενικά να αφηγείται τα βιώματά του, να κάνει τους γύρω του κοινωνούς των σκέψεών του, είναι αυθόρμητος, ίσως και ορμέμφυτος, και εξωστρεφής.

Πολλοί Έλληνες έποικοι στην Αυστραλία έδρασαν με τις ρίμες και τους στίχους τους, τα πεζά τους αφηγήματα, τις πρόζες και τους νουβέλες τους, ακόμη και ως συναξαριστές και ποιητάρηδες, ραψωδοί, όπως τα παλιά τα χρόνια, όταν δεν υπήρχε η σημερινή επανάσταση της επικοινωνιακής τεχνολογίας και σε λίγο της τεχνητής νοημοσύνης.

Όλοι αυτοί που δραστηριοποιήθηκαν φιλολογικά, λογοτεχνικά, καταγράφηκαν από πανεπιστημιακούς δασκάλους, ιστορικούς, γλωσσολόγους και συγγραφείς στα προηγούμενα χρόνια.

Ενώ όλοι τους ήσαν προικισμένοι άνθρωποι, ζωντανοί και ανήσυχοι, φιλοπερίεργοι και φιλόμουσοι, το πηγαίο ταλέντο δεν ήταν έμφυτο σε πολλούς, στους περισσότερους. Τιμούμε πάντα την αγάπη τους για τη τέχνη, τη ζέση τους για δημιουργία, τον αγώνα τους να εξωτερικεύσουν τον πλούτο των συναισθημάτων τους, την προσπάθειά τους να προωθήσουν ένα δικό τους λόγο, μια ξεχωριστή φωνή.

Ωστόσο, μπορούμε να πούμε, ελάχιστοι, είχαν το πηγαίο ταλέντο, το χάρισμα του φιλόσοφου δημιουργού , του ποιητή. Ακόμη ποιο λίγοι είχαν το χάρισμα να καθορίσουν δικό τους ύφος στον λόγο, να ξεχωρίσουν, να μεταδώσουν κάτι νέο και ριζοσπαστικά καινοτόμο. Τέλος, υπήρχαν κι αυτοί που έδωσαν όλη τους τη ζωή στο γράψιμο, στην ποίηση, στη δημιουργία του λόγου. Μία από αυτούς που ξεχωρίζουν για την πολύζηλη πολυγραφότητά τους, μια πολυγραφότητα που υπερβαίνει τον φυσιολογικό κανόνα, χωρίς να υποβαθμίζει την ποιότητα του λόγου και την καινοτομία, είναι και η Έρμα Βασιλείου.

Στα τελευταία τριάντα χρόνια ποιητικής και πεζογραφικής δημιουργίας (1992-2022), γράφοντας σε πολλές γλώσσες (κυρίως Ελληνικά, Γαλλικά και Αγγλικά), η Έρμα Βασιλείου παρουσίασε προς ανάγνωση και δημόσια κρίση εκατοντάδες ποιήματα, πεζογραφικά σημειώματα, νουβέλες, χρονογραφήματα που εντυπωσιάζουν με το ύφος του λόγου, τη σημειολογική τους διάσταση, την έννοια των λέξεων και βέβαια κυρίως την πρωτοτυπία τους. Συγκεκριμένα δημοσίευσε στην Αυστραλία, Ελλάδα και Κύπρο 62 συλλογές ποιημάτων και διηγημάτων αλλά και μυθιστορημάτων.

Χαρακτηριστικά είναι τα έργα της Η Θέαλλη (The Storm) (1993), Καλένδες (Calends) (1995), Εώρακα (I have seen) (1996), Κλέλια (Clelia) (2000), Αγγελιαφόρος (Angelioforos) (2003) & (2005); Άμισθα Χρόνια (Unpaid Years), Η Μεγάλη Δωρεά (The Great Offering), Η Aτέλειωτη Συγκομιδή (The Endless Harvest), Ύαλος (Glass), Μουσώνες (Monsoons), καθώς και το τελευταίο της έργο με τίτλο Νηρηίδες (Nereids), ένα τεράστιο έργο 300 σελίδων χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, με ποιήματα και σημειώματα στην Ελληνική και Αγγλική. Σε κάποιο σημείο του έργο αυτού, η Έρμα βασιλείου, στοχάζεται:

Γιατί να συγκρίνουμε την εξέλιξη στη λογοτεχνία με την Αλεξάνδρεια; Υπάρχουν κι άλλα σύμβολα. Μονμάρτρη του Νότου μπορεί να ονομαστεί η Μελβούρνη. Αλλά, ποιος ξέρει; Ίσως… κάποτε η Μονμάρτρη (στον ύπνο μου) να ονομαστεί Μελβούρνη του Βορρά. Εδώ είμαστε πολλοί ποιητές! Με τους καμβάδες μας! Και ζωγραφίζουμε τη ζωή του Νότου.

Κάποιοι από μας θα τα καταφέρουμε, χωρίς όμως τ’ όνειρο των πολλών. Όνειρο είναι για ορισμένους να γεμίσει ο καμβάς με σχέδια. Σίγουρα μέσα στους τόσους είναι κι αυτοί που αναζητούν τη δόξα, πεινούν για αναγνώριση, με άλλο τρόπο. Τη δόξα ουδείς εμίσησε. Ξέρω πως η έκφραση είναι διψούν. Όμως η πείνα, στην κυριολεκτική της έννοια, είναι δυνατότερη στο λεξικό ορισμένων, εμάς που την είδαμε, τη ζήσαμε στη ζωή πολλών συνανθρώπων, στην Αφρική και αλλού, όπως την είδε ο καθένας. Και πονούν διπλά τα μάτια όταν δουν άλλα, πεινασμένα μάτια.

Ξέρουμε τους λευκούς και αδούλευτους καμβάδες. Ξέρουμε και τους μισογραμμένους. Λευκοί, γιατί δεν μπορούν να γραφτούν με τίποτε, μισογραμμένοι γιατί δεν μπορούν να ολοκληρωθούν. Μα υπάρχουν και γεμάτοι με σχέδια της νεκρής φύσης κάθε χρόνο όμοια, που δείχνουν περισσότερο την ίδια κι ολόιδια ιστορία. Κι ακόμα, υπάρχουν λόγια που μπορούν να ζωγραφίσουν την ίδια τη μέρα, ίδια κι απαράλλακτη, με άλλα χρώματα, έτσι που να την κάνουν να φαίνεται αλλιώτικη.
Αυτά τα λόγια είναι λόγια του συμβολισμού. Ζούμε ορισμένοι, από μας, μέσα στον ίδιο συμβολισμό.

Γιατί γράφουμε; Βρήκαν μήπως άλλοι την απάντηση για να τη βρούμε εμείς; Είναι πως δεν μπορούμε αλλιώς; Δεν ξέρουμε να κάνουμε τίποτε άλλο;
Και οι κριτικοί έχουν τους λόγους τους. Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Αυτό μπορούν, να κρίνουν!

Ας είναι αυτό που είναι. Δεν είναι εναντίον κανενός η ζωή! Μεγαλώνει, και με πόνο στον καθένα. Από πέρσι μέχρι φέτος μεγάλωσε η αλήθεια. Από χθες μέχρι σήμερα μεγάλωσε… Και γίνεται για πολλούς καθαρότερη. Και με νύχτες γεμάτες φεγγάρι, νύχτες λευκές, σ’ ένα καμβά σκυμμένοι… με πείνα για την αλήθεια γράφουμε.

…Άσε την τέχνη να είναι αυτό που είναι…άσε να γίνεται η κριτική γι’ αυτό που πρέπει. Καλή, στα μάτια ορισμένων, κακή σε άλλων την κρίση… Μέσα σ’ όλα, ίσως μια κοινή γνώμη να συναντηθεί κάποτε στο μέλλον, με μια καθαρότερη εικόνα της ζωής και των συναισθημάτων.

Και τυχεροί, όπως τόσοι άλλοι αν ακουστεί ένα όνομα δικό, κι ας λέγεται Μονμάρτρη ή Αλεξάνδρεια ή Μελβούρνη, ή Πανωραία ακόμα-ένα μικρό νησί στη Σικελία κοντά, όπου έζησαν παλαιότερα και ζουν ακόμα Έλληνες. Φτάνει επί τέλους να βγει από την τέχνη κάτι, από τον καμβά ενός εργόχειρου ένα όνομα. Κι αν είναι ελληνικό τιμή μας. Αν είναι ξένο ίδια το τιμάμε.

Κι αλλού αναζητώντας την εσωτερική ηρεμία, τον έσω εαυτόν, προσπαθώντας να οριοθετήσει την αποστολή της ως σκεπτόμενη ποιήτρια και συγγραφέας, προκειμένου να ανακαλύψει τα αίτια του αγώνα της και το μέγεθος της προσφοράς της δηλώνει ευθαρσώς

Θα μπορούσα απλά να πω πως γεννήθηκα για τις λέξεις και για το θόρυβο που κάνουν στα γλυκά στόματα των αδελφών μου. Για τις εικόνες των λέξεων στα όμορφα μάτια τους. Γεννήθηκα για τις λέξεις και για τη σωστή τους άρθρωση και ερμηνεία και το κυνηγητό των εννοιών τους στους αιώνες. Πως μέσα από αυτές η ζωή έβαλε μυστήριο και προφητείες, την τέχνη της με λίγα λόγια.

Kαι πάλι το είπα μετά από κόπο, στο λιτό κόσμο της ανάγκης για επικοινωνία όπου χάνεσαι κανείς το κυνηγητό της λιτότητας! Ναι στη λιτότητα των πολλών λέξεων, να πει μέσα από χίλιους λόγους και με χαμηλό το κεφάλι πως γράφει εύκολα, πολύ εύκολα, κάτι που θα φαινόταν αδύνατο σε πολλούς. Όπως αδύνατα φαίνονται αυτά που οι πολλοί κατορθώνουν με ευκολία και που τόσο προσωπικά παιδεύουν.

Πως τελικά η σειρά Δεκατέσσερα δεν μπορεί να ονομαστεί όραμα, δεν φαίνεται όραμα κάτι που ίσως να μη γνωρίζει κανείς συνειδητά πως κατορθώνει με τόση ευκολία. Η λιτότητα που τόσα χρόνια επιζητώ είναι τελικά η ισορροπημένη, δίκαιη εξίσωση με τον άνθρωπο, η ταπεινή αν και βασιλική προέλευση θεμάτων και η ευτυχία που μεταφέρει η γραφή.

Την Κυριακή, 1 Μαΐου 2022 στις 6.30 στην αίθουσα της Κυπριακής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας θα πραγματοποιηθεί η παρουσίαση του έργου της Νηρηίδες, ένα έργο σε τέσσερις πράξεις, μια αγωνία για την πορεία του ανθρώπου που πολιορκείται από τον άκρατο καταναλωτισμό, την απληστία, τον απάνθρωπο ανταγωνισμό και την αλαζονεία που γεννά η άγνοια και η φιλαυτία.