«Ήρεμα Μιχαήλ»… Σαν να ακούω τον Σωτήρη να καραδοκεί επιφυλακτικά πίσω από τα έδρανα της δεοντολογίας. Πρόσεχε μην το παραζαλίσεις, αλλιώς θα λοξοδρομήσεις και δεν θα βρεις το δρόμο σου πίσω. Τώρα ποιος είναι αυτός ο περιβόητος «δρόμος» και πώς θα χαθώ… ένας λαός ξέρει!

Ομολογουμένως, αφετηρία του χρονογραφήματος είναι οι σχετικά πρόσφατες εκλογές της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας.

Μετά από μια επταετία* απραξίας είχαμε εκλογική αναμέτρηση μεταξύ δυο συνδυασμών: μιας της ευρύτερης Αριστεράς, και μιας, τρόπον τινά, προσωποπαγούς Δεξιάς. Στον αστερισμό των κοσμοθεωριών, μετάφερε, έστω νοερά —τουλάχιστον για μένα— τον απόηχο της πολιτικο-εξουσιαστικής αντιπαλότητας Δεξιάς-Αριστεράς, και ένα κρυφό καημό για την επάνοδο ενός διαλεκτικού διυσμού αξιών και πεποιθήσεων.

Λέω τρόπον τινά Δεξιάς, διότι ανέκαθεν, η αποκαλούμενη «Δεξιά» δεν αυτοαποκαλείται Δεξιά. Σαν να διστάζει, σαν να ντρέπεται, σαν να κωλώνει! Φυσικά, ο ορισμός «Δεξιά», ειδικά, αλλά όχι αποκλειστικά, στα ελληνικά δεδομένα, έχει έναν εξουσιαστικό απόηχο.

Ενώ με την Αριστερά συμβαίνει το αντίθετο. Δεν είναι τυχαίο που πρόσφατη έρευνα του Eteron από τον καθηγητή Γεράσιμο Μοσχονά («Μεταξύ Νεοφιλελευθερισμού και Κράτους») βρήκε ότι στην Ελλάδα λέξεις και όροι που συνδέονται με το «σοσιαλδημοκρατικό/αριστερό πολιτικό λεξιλόγιο» έχουν προβάδισμα έναντι του «νεοφιλελευθερισμού» και είναι πιο αποδεκτοί από δεξιούς χαρακτηρισμούς.

Θες η ρομαντική παρόρμηση που γαλουχεί ο νεανικός ιδεαλισμός, θες ο ουτοπικός προσανατολισμός της Αριστεράς περί ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης, θες οι ιδιόμορφες ελληνικές ιστορικές τραγωδίες (πόλεμοι, φυλακίσεις, εκτελέσεις, εξορίες, προσφυγιές, μεταναστεύσεις), έτσι όπως διοχετεύονται μέσα από τις τέχνες, το τραγούδι, τη λογοτεχνία, και συνδράμουν σε ένα ιδιάζουσα ελληνικό αριστερό αφήγημα που βρίσκει διασπορικά ερείσματα ακόμη και στα μακρινά αγγλικά έργα ενός Χρήστου Τσιόλκα, καθιστούν το «αριστερό» πιο ελκυστικό.

Με παλιό μου φίλο, συντηρητικό, δεξιό, φιλελεύθερων φρονημάτων, είχαμε κάποτε ατέλειωτες συζητήσεις φιλοσοφικές, ιστορικές, φιλολογικές, κυρίως για τα ελληνικά και παροικιακά δεδομένα.

Με λίγο κρασί, λίγο τυρί και καμμιά ελαιόπιτα, και πολύ μουσική Θεοδωράκη. Βλέπεις ο Γιάννης, φοιτητής Νομικής, ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, θρήσκος, προσπαθούσε να συμφιλιώσει τον κομμουνιστή Θεοδωράκη με τον ιδιοφυή μουσικοσυνθέτη που πάντρεψε τη βυζαντινή/εκκλησιαστική μουσική, με το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι. Για μια περίοδο μεταφέραμε την κουβέντα μας σε ραδιοφωνικό πειρατικό λόγο – λίγο πιο κάτω από τα κεντρικά γραφεία της Ελληνικής Κοινότητας Σίδνεϊ και ΝΝΟ.

Με μουσική Θεοδωράκη, αλλά και του πιο πατριωτικά προσανατολισμένου Θάνου Μικρούτσικου, του αδικοχαμένου Μάνου Λοΐζου, αλλά και του «δεξιού» Ξαρχάκου, και κάπου-κάπου του πιο «ηδονικού» Χατζηδάκη. Θα με πειράξουν οι «συναγωνιστές/ συναγωνίστριες» ότι το μόνο που κατάφερα στην επιστράτευση ήταν να μυήσω στο κίνημα ένα δεξιό! Πάλι καλά!

Για να καταλήξω, φαίνεται ότι η γοητεία της Αριστεράς οφείλονταν στον θαυμασμό του για τον Θεοδωράκη και την περιρέουσα ατμόσφαιρα πολιτικοποίησης των φοιτητικών μας χρόνων, που μας θέλουν επίσης να ψαχνόμαστε με ιδεολογικές, προσωπικές και ερωτικές αναζητήσεις. Στην περίπτωση του Γιάννη συνέβαλε επίσης και που ένα πατριωτικό ΠΑΣΟΚ με το χαρισματικό και λαοφιλή Ανδρέα Παπανδρέου βρισκόταν στην κυβέρνηση και, πέρα από την εθνική συμφιλίωση, έδωσε έμφαση και στον απόδημο ελληνισμό!

Στην γεωμετρία, όμως, οι όροι Αριστερά και Δεξιά χρησιμοποιούνται για να προσδιορίζουν τη σχέση τους με τα άλλα αντικείμενα. Οι όροι «Αριστερά», «Δεξιά» και τα επακόλουθα έχουν ιδιότυπες μορφολογίες. Το ότι όλα είναι σχετικά έχει καταντήσει πληκτικό πλέον ρεφραίν των κυνικών και των τυχοδιωκτών. Καταντούν κίβδηλοι όροι που αναπαράγονται ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Λόγου χάριν οι όροι «Δεξιά» και «Αριστερά» έχουν άλλη έννοια στην Αυστραλία του 2022 από την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, ή την Κύπρο της μετά-1974 προσφυγιάς.

Στη δική μας ιστορία—και παρ΄ότι είχαμε «αριστερές-σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και Δημήτρη Χριστόφια στην Κύπρο) —η αριστερή ηττοπάθεια τροφοδοτά μια μελαγχολία που ταυτόχρονα καταποντίζει και εμπνέει. Ίσως, όμως, τα πράγματα να είναι τόσο απλά όπως το περιέγραψε ο Άγγλος στοχαστής της αισθητικής Roger Scruton, ότι ο κατ’ εξοχήν αριστερός εμπνέεται από μια μεγάλη πηγή και αυτή δεν είναι άλλη από το μίσος για όσους κατέχουν ιδιοκτησία και δύναμη!

Αλλά παρά την πάθηση της αριστερής διανόησης για αίρεση και διχασμό, διαπρέπει σε καταπιεστικές συνθήκες όπου πρεσβεύει η αδικία, η αυταρχία, και η υποκρισία.

Σε αντιστάθμισμα του αγγλικού φιλελευθερισμού προτάσσω τους ποιητικούς διαλόγους του Θεσσαλονικιού ποιητή Κωστή Μοσκώφ ([Αρχαίες Φωνές], από την ποιητική συλλογή «Για τον Έρωτα και την Επανάσταση», εκδ. Κατσανιώτη,1989): Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου·/η Επανάσταση/κοιμάται/στα ανάπηρα σκέλη του χρόνου…/«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει»/Το ταξίδι τέλειωσε,/το ταξίδι ποτέ δεν έγινε·/όλα από καιρό έχουν σιγήσει…/Είμαι μία σχισμένη ταυτότητα/κομματική/— ο έρωτας ανύπαρκτος/Σιωπή ή ιστορία…

Αλλά πάμε πίσω στον ανταγωνισμό Δεξιάς και Αριστεράς και στο πώς διατυπώνεται εδώ στη διασπορική Μελβούρνη. Πού τέλος πάντων εστιάζεται η «παλιά Δεξιά» που μου συνέστησε ο Θεόδωρος;

Αν οι υλιστικές μας ανάγκες έχουν εκπληρωθεί, τότε τι απομένει; Είναι φυσιολογικό οι εθνολογικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές μας καταβολές να χρίζουν διατήρησης. Κάποτε η «διατήρηση» αντικαταστάθηκε από την ανάπτυξη. Δινόμαστε στο δίλημμα της συντήρησης και του εκσυγχρονισμού (προόδου). Αλλά θυμίζω ότι κάπου-κάποτε οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, θα ξεκίνησαν ως καινοτομίες – κάτι το καινούργιο.

Είναι φυσιολογικό η πρώτη γενιά να δίνεται σε καταστάσεις και σχέσεις που αισθάνεται άνετα. Η υστεροβουλία της επόμενης γενιάς γεννά ερωτήματα που συχνά υπερσκελίζουν θέματα ταυτότητας και γοήτρου. Το να οδηγώ Μαζεράτι είναι μια ταξική δήλωση του τύπου «έχω λεφτά και αραδιάζω… γούστο μου και καπέλο μου». Αυτό το «μάγκικο» στίγμα τσαμπουκά, μια ενδεχομένως στιγμιαία συγκίνηση υποσκελίζεται από την ανοησία και το θράσος «χιλίων πιθήκων».

Να θυμηθούμε εδώ, ότι οι πολιτικοί προσδιορισμοί «Αριστερά» και «Δεξιά» ανήκουν στη Γαλλική Επανάσταση και ξεκίνησαν σαν δύο διαφορετικές (αντίθετες) απόψεις που κατά επανάληψη πολώθηκαν σε παρατάξεις και οργανωθήκαν σε ομάδες και κόμματα. Άλλωστε, οι όροι αριστερά, δεξιά, ακόμη και κέντρο, έχουν (ιδεολογικό)-πολιτικό εκτόπισμα.

Γι’ αυτό εννοιολογικά προσδιορίζονται έχοντας ως δεδομένο το πολιτικό φάσμα και πλαίσιο που επικρατεί κατά περιόδους. Έχουν όμως και μια κοινωνική και ταξική έριδα, αυτοί οι όροι. Και εδώ παρατηρούμε το αλλόκοτο. Η παροικία, είτε ως μικρογραφία, είτε ως ενδιάμεσο, «μικτό», συνθετικό φαινόμενο, φανταστικό ή όχι, κινείται μεταξύ δύο πατρίδων (της αρχικής και της θετής/νέας).

Ως μεταναστευτική κοινωνική οντότητα δεν διακατέχεται από αυτόνομα δικούς της οικονομικούς ρυθμούς και εξουσιαστικές δομές. Είναι εξαρτώμενη από το πλαίσιο που εντοπίζεται. Το πλαίσιο είναι η ευρύτερη Αυστραλία, που την οριοθετεί υπαρξιακά, της προσδίδει ταυτότητα, την προσδιορίζει.

Και εδώ αναπαράγω ένα παλιό φοιτητικό ριζοσπαστικό σαρκασμό που κυκλοφορούσε στο Σύδνεϊ του Δημήτρη Τζουμάκα (δεκαετία του 1980) ότι «είναι πιο πατριωτικό να σε εκμεταλλευθεί Έλληνας κεφαλαιοκράτης παρά ξένος». Το πρόβλημα με τον εγκλωβισμό της Αριστεράς-Δεξιάς (ή πιο συγκεκριμένα το δεξιό μονοπώλιο) στα στενά παροικιακά πλαίσια, είναι ότι αγνοεί την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα (βλέπε ταξική συνέπεια) της αναδιανομής του πλούτου, με το να υποτάσσουμε την αποκλειστικότητα του παροικιακού λόγου μόνο στα πολιτιστικά ζητήματα συμβολικής εμβέλειας (δηλαδή, επετειακά, μουσειακά, φεστιβαλικά), χωρίς λαϊκό εκτόπισμα.

Υστερόγραφο: Παρ’ ολίγο να τιτλοφορούσα το χρονογράφημα «Η “κακιά Δεξιά, η “απούσα” Αριστερά και η φαγούρα της 7ετίας». Τελικά, ορόσημο φαίνεται να είναι η 7ετία για τα ελληνικά πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα – βλέπε δικτατορία 21ης Απριλίου, την ερωτική κρίση μετά από 7 χρόνια γάμου, μέχρι και τα απαιτούμενο όριο για έγγραφα απόδειξης διαμονής στην Ελλάδα τα τελευταία συνεχόμενα 7 χρόνια!