Φωτεινή Καπελλάκη

Το ελάχιστο σώμα

Εκδόσεις Ενύπνιο

Πρώτη εμφάνιση. Αυτό που μετράει ιδιαιτέρως εδώ είναι το σημαδιακό συμβάν. Το πραγματικό διαθλάται εν συνεχεία κατά τρόπο συστηματικό και έγκυρο. Η κυριολεξία υποστηρίζει στην πράξη την επιτυχή ολοκλήρωση του αισθητικού διαβήματος. Απομονώνω τα εξής για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Αλήθεια χάνομαι. / Οι άγιοι ξυρίζονται / και μπαίνουν στα κάδρα τους[. . .] Εκεί όπου τώρα πουλιά / με ράμφη μέλλοντα / σκαρώνουν τις φωλιές τους. / Αλήθεια κινδυνεύω. / Κλεισμένη διαρκώς / στον πρόλογο μιας μέρας». Οι λειτουργικές σιωπές, η συνειδητή πύκνωση του λόγου, η άνεση στην παράταξη των διασκελισμών, η προβολή της μη αναμενόμενης λεπτομέρειας, από την οποία εν τέλει εξαρτάται το κρίσιμο σημαινόμενο, ως και η παραγωγική χρήση των επίλεκτων αμφισημιών συναποτελούν τα κύρια γνωρίσματα της γραφής. Η ύπαρξη δικαιώνεται όντως μέσα από την αέναη δοκιμή της επιβίωσης. Ο στίχος είναι η αποδελτίωση των διαδοχικών μαθημάτων άγους.

Διονύσης Μαρίνος

Ποτέ πια εμείς

Εκδόσεις Μελάνι

Δεύτερη ποιητική συλλογή. Υπότιτλος: «ποίημα σε 38 εικόνες», αφιερωμένο στη «μνήμη του αγαπημένου Χρήστου Αγγελάκου». Οι πρόσφορες γραμματικές εικόνες, η λειτουργική χρήση του στοιχείου της μεταφοράς, η καλά γειωμένη στο βίωμα λέξη, η αποβολή των όποιων υφολογικής φύσεως περισπασμών, σε συνδυασμό πάντα με την έντονη, τη συνειδητή ανθρωπολογική κλίση συμβάλλουν αποφασιστικά στην αίσια ολοκλήρωση των καταγραφών. Το ποιητικό εγώ ξέρει κι αυτό ότι οι ελλείψεις μας συνιστούν τις κατεξοχήν ελπίδες μας. Θυμίζουν με τον τρόπο τους το συναφές πόρισμα του Φρειδερίκου Σλέγκελ. Ήτοι: «Unsere Mӓngel sebst sind unsere Hoffnungen». Παραθέτω ενδεικτικά τα εξής: «όπου δεν είσαι / έλα ξανά / ποτάμι με τους επτά βυθούς / και τους οκτώ πνιγμένους[. . .] κι ίσως με τον καιρό / ίσως με τη βροχή / σε τούτο το ποτέ / να βρούμε ένα μέλλον / που επιστρέφει». Η απολέπιση του στίχου από ό, τι ηχητικά είναι αντιπαραγωγικό έχει προηγηθεί με εμφανή, όπως προκύπτει, επιτυχία. Η πρόθεση δικαιώνεται συνεπώς ad hoc από το αποτέλεσμα. Κοντολογίς, το πένθος υπαγορεύει ήθος συλλαβών.

Άγης Μπράτσος

Επάμεροι

Εκδόσεις Κέδρος

Δέκατη τέταρτη συλλογή. Περιέχει 147 χαϊκού. Επάμεροι=εφήμεροι. Η γλώσσα εναρμονίζεται με το εκ προοιμίου αυστηρό λακωνίζειν, χωρίς όμως να υπολείπεται σε ένταση ρήματος. Οι αιφνιδιασμοί από τις νοηματικές εναλλαγές ποικίλουν, αναβαθμίζοντας στην πράξη την αξία του κειμενικού πλαισίου. Εύκολα διαπιστώνεται, εκτός των άλλων, η συστηματική ευελιξία της εμφανώς έμπειρης και ως εκ τούτου λειτουργικής διαχείρισης του συγκεκριμένου συγκινησιακού υλικού. Οι συνθέσεις αυτές δρουν με επιτυχία στους αντίποδες του επαπειλούμενου εκμαυλισμού του χαϊκού σε μια καταχρηστική, εμφανώς αυτιστική επανάληψη του επουσιώδους, του οχληρά περιττού και του αφελούς. Η συνέπεια ύφους διατηρείται αμείωτη. Η σκόπιμη εστίαση στο καίριο υπαγορεύει το κάθε τρίστιχο. Συγκρατώ ότι η απρόσκοπτη διατήρηση της επικοινωνίας με την ευρύτερη παράδοση του έγκυρου λόγου αποτελεί το μείζον σημασιολογικό μέλημα. Έστω ένα αρκούντως χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Άλυτος γρίφος: / Επάμεροι˙ τι δε τις; /Πιάσε το ξίφος». Η έμμεση πλην σαφής αναφορά στον Πυθιόνικο, VII, 95-96 του Πινδάρου, δηλαδή κατά λέξη: «επάμεροι˙ τι δε τις; Τι δ΄ ου τις; σκιάς όναρ άνθρωπος», ενισχύει εκ του ασφαλούς την παρούσα λεκτική στρατηγική.

Χρήστος Νιάρος -Δημήτρης Τρωαδίτης

Σύμπραξη χρόνου

Εκδόσεις Στοχαστής

Αμφότεροι ζουν κι εργάζονται επί έτη στη Μελβούρνη. Η νοσταλγία για την αρχική πατρίδα είναι βεβαίως αναμενόμενη. Οι εγγενείς αντιφάσεις, οι αμφιβολίες, οι όποιοι αιτιολογημένοι επαναπροσδιορισμοί, οι δημιουργικές αποδομήσεις και οι σχεδόν καθημερινοί έλεγχοι των επακόλουθων ψευδαισθήσεων ανιχνεύονται αμέσως. Την ίδια ακριβώς στιγμή οι μηχανισμοί της ικανής και αναγκαίας εκείνης προσαρμογής στο θετό χωροχρόνο επενεργούν μεθοδικά. Ο διάλογος με την ετερότητα επιβάλλει προοδευτικά και συναινετικά, εννοείται, τους δικούς του κανόνες. Ο λόγος πηγάζει λοιπόν από μια νέα ταυτότητα. Έτσι π. χ. ακούω ευκρινώς τον Χρήστο Νιάρο: «Δεν έβγαλα λόγο στην Πνύκα ούτε στη Βαρβάκειο/δεν είχα να προσθέσω ούτε να αγοράσω κάτι/δεν κοίταξα στα μάτια τα αγάλματα/δεν έφυγα σε ταξίδια που ονειρεύτηκα/δεν πέταξα ένα ξερό «τα πάντα ρει»/δεν άκουσα τη σιωπή στο λιμάνι/δεν έριξα ακόμη άγκυρα/δεν έστειλα μήνυμα/δεν το είπα/δεν το έκανα/δεν απουσιάζω/δεν κρατώ ημερολόγιο/δεν μοιάζει η κάθε νύχτα με την επόμενη/δεν αναρωτιέμαι πια/δεν έχω άλλο χρόνο, άλλωστε,/δεν είμαι ο ίδιος πια». Ο Δημήτρης Τρωαδίτης επισημαίνει, αντιστοίχως, ορισμένες διακλαδώσεις των διαλεκτικών εναλλαγών του βίου. Παραπέμπω στα εξής χαρακτηριστικά σημεία των πηγαίων, αναπόφευκτων εν τέλει εξομολογήσεων Καλά κάναμε και φύγαμε/καλά κάναμεκαι μισέψαμε/καλά κάναμε και μοιράσαμε/τα υπάρχοντά μας/καλά κάναμε και δεν επιστρέψαμε/στις καιόμενες πόλεις/τα γεφύρια είχαν κοπεί πίσω μας/τα δάση είχαν γίνει στάχτη/κι οι εαυτοί μας χάθηκαν/με την έλευση του απόβραδου/τα ταξίδια μας ήταν νηστικά/και διψασμένα/δεν είχαμε νερό πια/δεν είχαμε τόπο να κουρνιάσουμε/δεν είχαμε καρδιά να νιώσουμε/καλά κάναμε και αποστατήσαμε». Το τραύμα μάλλον δεν πρόκειται να κλείσει. Η γραφή έχει εν τω μεταξύ αναλάβει το πρόσθετο βάρος να εκλογικεύσει, στο μέτρο του δυνατού, ορισμένες τυπικές εμπειρίες στην Πέμπτη Ήπειρο.

Ελένη Ντούξη

Αντιδραστήρας

Εκδόσεις Ενύπνιο

Δεύτερη εμφάνιση. Οι αφορισμοί διακρίνονται αμέσως τόσο από την καθαρότητα του επιλεγμένου κάθε φορά θέματος, όσο και από την εμβέλεια των συμφραζομένων τους. Δύο παραδείγματα: «Μας έμεινε η απώλεια / σκουλαρίκι στο αυτί» και «Πάλιωσε το κλάμα του˙ / αγριόχορτα στο μαξιλάρι». Η παρουσία του συμβολικού παραμένει αισθητή σε όλη την έκταση της συλλογής. Η δε εμφανώς συγκερασμένη γραφή διευκολύνει ασφαλώς την διεκπεραίωση του κατά κανόνα φορτισμένου μηνύματος. Οι διάσπαρτες πολυφωνικές συγχρονίες διευρύνουν το πλαίσιο αναφορών και αυτοαναφορών. Σημειώνω ότι το ποιητικό υποκείμενο δεν χρειάζεται να προσφύγει σε υποθέσεις και σε καλοστημένα μυθεύματα. Αυτό το ίδιο άλλωστε αποτελεί το βαρύτιμο πάθος. Εξ ου και τα εξής ενδεικτικά: «Στου λαιμού τον γαλαξία / βρίσκεται μια πέτρα / με ουλές φεγγαριού / εξαρχής δοσμένη / που γεννήθηκες μαζί μου / στηρίζει το κεφάλι μου / τρέφεται στη φλέβα / και κάθε που κατεβαίνω γυμνή / κι ο βαρκάρης μού ζητάει τα ρέστα / δεν θα σε παίρνει ο καργιόλης πρέφα / έτσι σφηνωμένο στον λαιμό / που θα σ΄ έχω». Η συνομιλία του εγώ με ποσότητες και ποιότητες του πολιτισμό είναι γόνιμη, οι λέξεις αποτυπώνουν τις συγκληρώσεις, αλλά και τις αναπόφευκτες οριακές αντιθέσεις. Πάντως, η καταλλαγή των κρίσεων συνιστά πάγιο αίτημα του εαυτού.

*Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “Τα Ποιητικά”, τεύχος 44, Απρίλιος 2022.