Με τους «Πέρσες» του Αισχύλου θα αναμετρηθεί φέτος ο καταξιωμένος Έλληνας σκηνοθέτης, Δημήτρης Καραντζάς· μια πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της αρχαιότερης σωζόμενης τραγωδίας, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 15 & 16 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

Στελεχωμένη από μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών (Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πουλιος), προεξάρχουσας της Ρένης Πιττακή, η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το τι συνιστά «κοινωνία», τι σημαίνει η επίμονη προσκόλληση στην εξουσία και η ανάγκη της πίστης σ’ έναν οδηγό, άνθρωπο ή θεό, μέσα σε έναν συντετριμμένο κόσμο.

«Ο άξονας μέσα από τον οποίο διαβάζω το έργο» σημειώνει ο Καραντζάς, «είναι η πορεία ενός λαού που από την απόλυτη πίστη, περνάει στην αμφισβήτηση και έπειτα στη σύγκρουση, μέχρι που φτάνει σε μια μανιακή, σπασμωδική αντίδραση. Ούτε η τυφλή πίστη λειτουργεί, ούτε και η τυφλή αντίδραση. Σαν να βλέπεις το ανέφικτο του κοινωνικού συμβολαίου».

«Οι Πέρσες είναι μια οποιαδήποτε κοινωνία: Είναι σαν να κάνεις μια ακτινογραφία της πλευράς του ηττημένου και μιας κοινωνίας που δεν ξέρει πώς μπορεί να συνεχίσει μετά από μια πανωλεθρία. Η δε Επίδαυρος λειτουργεί ως ένα δημόσιο βήμα. Όπως σε μια πλατεία που βρίσκεται πιθανώς πολύ κοντά μας ή και σε κάποια άλλη χώρα, οι άνθρωποι συζητάνε για το πώς θα αντισταθούν και πώς θα κρατηθούν όταν έχουν χάσει πια όλα τα σημεία αναφοράς τους. Στους Πέρσες χάνεται η πίστη στον βασιλιά, έπειτα στην έννοια της μοναρχίας, μετά στον θεό και τελικά στην ίδια τους τη δυνατότητα να αντιδράσουν».

Την ίδια στιγμή, η Άτοσσα της Περσίας, την οποία υποδύεται η Ρένη Πιττακή, που επιστρέφει στην Επίδαυρο μετά από 20 χρόνια, είναι «η ψυχρή ευγενική φωνή της εξουσίας» που με κάθε τρόπο θέλει να συντηρηθεί και να συνεχιστεί σε μια κοινωνία σχεδόν αποδεκατισμένη. «Δυο τελείως διαφορετικές θεάσεις του τι σημαίνει κόσμος», επισημαίνει ο Καραντζάς.

Γραμμένη το 472 π.Χ., η τραγωδία του Αισχύλου αποτελεί ίσως την παλαιότερη καταγραφή γεγονότων της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο. Στα Σούσα, την περσική πρωτεύουσα, οι πολίτες που έχουν μείνει πίσω και η βασίλισσά τους, Άτοσσα που βασανίζεται από κακούς οιωνούς, αναμένουν νέα από την πολεμική επιχείρηση του Ξέρξη στην Ελλάδα. Οι «Πέρσες» ως τραγωδία της ανθρωπότητας, ως μικροσύστημα που αντανακλά ζητήματα ύπαρξης και συνύπαρξης, άλυτα ανά τους αιώνες, γίνονται, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Καραντζά, κοινός τόπος για μια συνομιλία που φωτίζει εμμέσως τα πολλαπλά παγκόσμια αδιέξοδα του σήμερα. Το θέατρο είναι ο δημόσιος χώρος, η Εκκλησία του Δήμου, η Πόλη. Ο Χορός των Περσών, η «κοινωνία», ξεκινάει με την πίστη και την υπακοή, καταλήγοντας, μετά τον αφανισμό, ένα άναρχο πλήθος χωρίς οδηγό και σημείο αναφοράς.