Kάθε χρόνο, την ημέρα της ονομαστικής μου εορτής, που τυγχάνει να είναι και τα γενέθλιά μου, την ίδια ακριβώς ώρα κάθε φορά, δεχόμουν τηλεφώνημα από τον ιερέα της ενορίας μου, τον πατέρα Παναγιώτη, ώστε να μου μεταφέρει τις ευχές του. Κάθε χρόνο δηλαδή, εκτός από φέτος, διότι πρωί πρωί του Αγίου Κωνσταντίνου, μας άφησε όλους χρόνους.

Τον είχα επισκεφτεί στο νοσοκομείο μόλις την προηγούμενη εβδομάδα. Μόλις με είδε να εισέρχομαι στο θάλαμο, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του, ρουθουνίζοντας με αποδοκιμασία όταν δεν τα κατάφερε. «Ο Θεός σε έστειλε», αναφώνησε και μετά, καρφώνοντας με, με το διαπεραστικό του βλέμμα, πρόσθεσε: «Τον θάνατο δεν τον φοβάμαι». Ανασήκωσα τους ώμους μου αμήχανα. Υπάρχει κάτι εγγενώς άβολο στο να αναλογίζεσαι τον θάνατο του ιερέα εκείνου που σε καλωσόρισε στην εκκλησία την τεσσαρακοστή ημέρα της ζωής σου, που σε βάφτισε, που σε κοινωνούσε κάθε εβδομάδα, σε πάντρεψε και βάφτισε τα παιδιά σου. Ωστόσο, αυτός ο ίδιος ιερέας γύρω από τη ζωή του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η δική μου, κήδεψε επίσης όλα τα εκλιπόντα μέλη της οικογένειάς μου. Δεν υπάρχει ένα σημαντικό γεγονός της ζωής μας, οικογενειακό ή κοινωνικό στο οποίο να μην έχει συμμετάσχει. Καθώς το εκκλησίασμα της ενορίας μας αποτελούνταν αρχικά σε μεγάλο βαθμό από συγχωριανούς των γονέων μου, μας γνώριζε όλους από κοντά, καταλάβαινε τη λογική των μεταξύ μας συναναστροφών, τις περιπλοκές των αλληλεπιδράσεών μας και το πλαίσιο που καθόριζε τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Αποτελούσε το στερέωμα μας, το σταθερό σημείο εκείνο γύρω από το οποίο περιστρεφόταν η υπόλοιπη ζωή μας. Το να αναλογιστεί κανείς την απώλεια μια τέτοιας σταθερής που πλαισιώνει το σύμπαν είναι αδιανόητο.

Πράγματι, δεν μπορούσα να αποδεχθώ το ενδεχόμενο της εκδημίας του πατρός Παναγιώτη. Άλλωστε, επρόκειτο για έναν άνθρωπο που αφού του αφαιρέθηκε το δίπλωμα οδήγησης στα ενενήντα του, για λόγους ηλικίας, κατάφερε να το επανακτήσει. Κάθε μέρα χωρίς εξαίρεση, για τα σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια που υπηρετούσε την ενορία μας του Αγίου Δημητρίου στο Ascot Vale, οδηγούσε στην εκκλησία. Περνώντας μπροστά από την εκκλησία καθώς πήγαινα σχολείο, και στα χρόνια που ακολούθησαν, στο δρόμο για ή  επιστέφοντας από τη δουλειά, τον έβλεπα πάντα να στέκεται στα σκαλιά της εισόδου της εκκλησίας. «Ο πατέρας Παναγιώτης είναι στην εκκλησία, και δόξα σοι ο Θεός», σκεφτόμουν. «Όσο μπορώ να στέκομαι στα πόδια μου, θα τελώ τη Λειτουργία», συνήθιζε να λέει ο π. Παναγιώτης. «Όσο στέκεται ένας ιερέας δεν μπορεί να εφησυχάσει».

Χρόνια αργότερα θα μου μιλήσει για τις εμπειρίες του, ως εφημέριος στο Ντάργουιν και για την καθημερινή του μάχη με τις δυνάμεις της φύσης ώστε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του ποιμνίου του στα πιο απομονωμένα μέρη της Αυστραλιανής υπαίθρου. Ακάματος και πρωτοπόρος, η πεποίθηση ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο και ότι όλα πρέπει να γίνουν δυνατά στην υπηρεσία των ενοριτών του εξέφραζε τη στάση του απέναντι στην ιεροσύνη και παρείχε τα θεμέλια για την ίδρυση και ανάπτυξη της ενορίας μας. Αεικίνητος κι ακούραστος, γι’ αυτόν η ιεροσύνη δεν ήταν απλώς επάγγελμα. Αποτελούσε το νόημα της ζωής του και κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κάθε ματιά του, ήταν υποταγμένη στον σκοπό της.

Η όψη του καθώς τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ή έβγαζε κήρυγμα, επιβλητική. Δεν έκανε απολύτως καμία προσπάθεια να προσελκύσει τη δημοτικότητα ή τη φήμη, ενώ η ματαιοδοξία και ο εγωισμός ήταν για αυτόν τελείως άγνωστα φαινόμενα. Γι’ αυτόν η Λειτουργία ήταν ένα φοβερό μυστήριο και o λιτός τρόπος με τον οποίο την τελούσε ενστάλαξε βαθιά σε όλους μας, μια ενδόμυχη κατανόηση αυτού που δεν μπορεί ποτέ να περιγραφεί πλήρως στις γλώσσες των ανθρώπων. Από μικρός, μου άρεσε να τον παρατηρώ στο σημείο της Λειτουργίας όπου ανυψώνοντας τα χέρια το, έλεγε: ««Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» και ευθύς μετά, εκτελώντας μια βαθιά και ευλαβική υπόκλιση προς την εικόνα του Χριστού, διπλώνοντας τα χέρια του στο στήθος του, σχεδόν ψέλλιζε: «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» Εκείνη τη στιγμή, ασυναίσθητα τα μάτια του έκλειναν και μπορούσε κανείς να αντιληφθεί σε αυτόν τον αγνό ιερέα, το μέγεθος της ταπεινοφροσύνης και της ευγνωμοσύνης που ένιωθε προς τον Πλάστη του.

Ήταν ένας βαθύτατα εγκρατής άνθρωπος, λιγομίλητος, αλλά ποτέ απόμακρος ή αποστασιοποιημένος  από τον συνομιλητή του. Αντίθετα, το έντονο, ερευνητικό του βλέμμα διέσχιζε κοινοτοπίες, κολακείες, δικαιολογίες κι αυτοξεγελασμούς ώστε να διεισδύσει στην ουσία του πράγματος σε δευτερόλεπτα. Άλλωστε δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για αυταπάτες. Αντίθετα, ο π. Παναγιώτης άφοβα και με απόλυτη σοβαρότητα και πλήρη αίσθηση της υποχρέωσής του ως πνευματικός, μετρούσε τα λόγια του, ξεστομίζοντας μόνο αυτά που ένιωθε ότι έπρεπε να γνωρίζει κανείς, παρά αυτά που ίσως ήθελε ο άλλος να ακούσει. Και η κάθε του ρήση συνοδεύονταν από ατελείωτη συμπόνια, ενισχυμένη από αποστάγματα σοφίας αντλημένα από έναν σχεδόν αιώνα ενάρετου βίου.

Θυμάμαι να τον ακούω έκπληκτος να συζητά, προβάλλοντας λεπτομέρειες και επιχειρήματα, με έναν υπερήλικα ιεράρχη, τα πεπραγμένα του Ελευθέριου Βενιζέλου. Αυτή η έκπληξη διογκώθηκε όταν συνειδητοποίησα ότι το βίος του π Παναγιώτη δρασκελίζει μια εποχή κατά την οποία αυτή η ιστορική προσωπικότητα, τόσο φαινομενικά απομακρυσμένη για εμάς τώρα, αποτελούσε  το κέντρο της επικαιρότητας. Θυμάμαι επίσης να ανατριχιάζω καθώς διηγούνταν τις οδυνηρές εμπειρίες που έζησε κατά τον Εμφύλιο, με αποκορύφωμα την έξοδο του από μια κρυψώνα σε έναν αχυρώνα, μόνο για να αντικρύσει τα πτώματα των δολοφονημένων συγχωριανών του να κείτονται κατά μήκος του δρόμου. Τα μάτια του είχαν δει πολλά,  αλλά αντί να παραπονιούνται εξέφραζαν μόνο την επιθυμία να συμπαρασταθούν και να ανυψώσουν την ανθρωπότητα.

Υπέφερε την πρόωρη απώλεια της συζύγου του στωικά, αφοσιώνοντας τη προσοχή του, μαζί με τα ιερατικά του καθήκοντα, στο να φροντίζει την πολυμελή οικογένειά του. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο παππούς μου, θυμάμαι τον π. Παναγιώτη καθισμένο στο σαλόνι του σπιτιού μας, να περιγράφει με λεπτομέρεια στη γιαγιά μου τα διάφορα στάδια της θλίψης και του πένθους. Ο π. Παναγιώτης δεν είχε σπουδάσει ψυχολογία. Δεν ήταν γνώστης των σύγχρονών ρευμάτων της αυτοθεραπείας. Όμως είχε υποφέρει και συμμερίζονταν βαθιά τον πόνο των άλλων. Και στις στιγμές του πόνου τους, δεν τους απηύθυνε έναν διαχυτικό μονόλογο παρηγοριάς, μεστό με τετριμμένες κοινοτοπίες. Αντιθέτως, με μια απλή χειρονομία, με ένα χέρι στον ώμο, ένα σφίξιμο του χεριού, μετέφερε χειροπιαστά την παρηγοριά, σε μορφή πρακτικών συμβουλών, ώστε να συμπαρασταθεί στους πενθούντες στη θλίψη τους.

Χάρη σε αυτή του την προσέγγιση, αμέτρητοι πιστοί από την ενορία του και την ευρύτερη παροικία αναζητούσαν τη συμβουλή του και τη διορατικότητά του και ο αοίδιμος π. Παναγιώτης τους δέχονταν όλους. Σε κάθε άτομο που τον συμβουλεύονταν, χάριζε τα ηθικά στοιχεία εκείνα με τα οποία θα μπορούσε να κατασκευάσει τη δική του λύση στο πρόβλημά του ή να βρει τρόπους αντιμετώπισης των προκλήσεων αυτών. Αυτά τα δομικά στοιχεία προέρχονταν πάντα από τις διδαχές της Εκκλησίας, αλλά ήταν διατυπωμένα με απλή, ανεπιτήδευτη γλώσσα, με άμεση συνάφεια και εφαρμογή στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Αν και σπάνια μιλούσε γι’ αυτό, είχε ευρύτατες γνώσεις. Τον θυμάμαι να έρχεται στην τάξη μου όταν δίδασκα στο ελληνικό σχολείο της ενορίας, κρατώντας μια επιτομή από τη γραμματεία των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. «Αυτό είναι για σένα», μου είπε, τοποθετώντας το βιβλίο στο γραφείο μου. «Έμαθα πολλά από το βιβλίο αυτό και είμαι σίγουρος ότι θα το εκτιμήσεις κι εσύ». Πριν προλάβω να τον ευχαριστήσω, είχε φύγει.

Καθώς γερνούσε, το μαύρο χιούμορ του π. Παναγιώτη εκδηλώνονταν όλο και περισσότερο. Ατρόμητος όσο ήταν, τον θυμάμαι να λέει σε έναν μουσαφίρη επίσκοπο που εξέθετε το δικό του όραμα για την εκκλησία και την παροικία: «Δεν ξέρω παππούλη. Το πρόβλημα είναι ότι μερικές φορές, όταν εσείς οι επίσκοποι φοράτε τις μίτρες σας, ξεχνάτε ότι προέρχεστε από τον λαό και δεν μπορείτε να δείτε τους ανθρώπους ως ανθρώπους». Ο επίσκοπος, αρκετά νεότερος από αυτόν, αιφνιδιασμένος, συμφώνησε. Όταν ζήτησε ο εν λόγω επίσκοπος να μάθει τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, αγέρωχος ο πατήρ Παναγιώτης απάντησε: «Να τη φοράτε πιο ψηλά τη μίτρα να μην πέφτει πάνω από τα μάτια σας».  Ταυτόχρονα, μου έριξε ένα αυστηρό βλέμμα για να βεβαιωθεί ότι δεν θα σκάσω στα γέλια. Γνώριζε καλά ότι καμιά φορά, στη δική του περίπτωση, σπάνια, η χιουμοριστική μεταμφίεση μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος για να βλέπουν οι υψηλά υφιστάμενοι την πραγματικότητά τους.

Ως πνευματικός και σφοδρός επικριτής της υποκρισίας, η δίκαιη και ασυμβίβαστα ειλικρινής κρίση του πατρός Παναγιώτη ήταν ιδιαίτερα περιζήτητη από τους προϊστάμενους του, ειδικά σε θέματα πειθαρχίας. Γι αυτήν και για τη μακρόχρονη υπηρεσία του στην Εκκλησία (χειροτονήθηκε το 1960) του απονεμήθηκε, κατόπιν προτάσεως του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου το 2019. Όταν τον συγχάρηκα για την επίτευξη αυτής της μοναδικής τιμής, ανασήκωσε τους ώμους του, δηλώνοντας: «Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα», με τον συνήθη αυτο-υποτιμητικό τρόπο του. Ωστόσο τα μάτια του και το πρόσωπό του έλαμπαν. Ήταν το δίκαιο αποκορύφωμα μιας ολόκληρης ζωής αδιάκοπης διακονίας που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου εξακολούθησε να τελεί τη Λειτουργία καθώς και να εξυπηρετεί τις ανάγκες του ποιμνίου του μέσω τηλεφώνου.

«Πρέπει να φύγω τώρα», είπα στον πατέρα Παναγιώτη στην τελευταία μου επίσκεψη, έχοντάς του εξομολογηθεί τον λαβύρινθο των  περιπλεγμένων επιχειρημάτων που έπρεπε να προβάλλω για να μου επιτραπεί η πρόσβαση εφόσον είχα φτάσει εκτός των ωρών επίσκεψης. Μόρφασε περιπαιχτικά, και μετά σφίγγοντας το χέρι μου τόσο σφιχτά που άρχισε να πονάει, μου ψιθύρισε: «Το ίδιο και εγώ. Πήγαινε με στο σπίτι».

Τον πήγα σπίτι εκείνο το βράδυ και κάθε βράδυ μετέπειτα, στην καρδιά μου και στις αναμνήσεις μου, αναπολώντας το αινιγματικό του χαμόγελο, ενθυμούμενος κάθε λέξη που είχε πει ποτέ παρουσία μου, επαναξιολογώντας και ερμηνεύοντας εκ νέου κάθε χειρονομία και ανακαλύπτοντας σε όλα αυτά, ανήκουστο βάθος και σημασία. Κι αυτό, διότι ο π. Παναγιώτης αποκάλυπτε μόνο εκείνες τις πτυχές του εαυτού του και των γνώσεών του πού ήταν κανείς ικανός ή έτοιμος να εκτιμήσει ή και στο εφεξής θα επιδιώκω διακαώς να επανεξετάσω τα στρώματα της εμπειρίας μου μαζί του ώστε να φτάσω στον πυρήνα του, γνωρίζοντας ότι βρίσκεται φωλιασμένος εκεί, στο κέντρο της δικής μου συνείδησης, εξ’αρχής.

Όταν απεβίωσε ο πατήρ Παναγιώτης την ημέρα των γενεθλίων μου, μέσα στη θλίψη μου, αρχικά παρεξήγησα εντελώς πιο ήταν το μήνυμα που προσπαθούσε να μου περάσει. Από εδώ και στο εξής όμως, θα αξιολογώ τις μέρες της παραμονής μου σ’αυτή τη γη, με γνώμονα αυτή της αναχώρησής του, γνωρίζοντας ότι είναι, όπως ήταν πάντα, δίπλα μου, παρατηρώντας τα έργα και τις πράξεις μου με ένα καλοπροαίρετο ειρωνικό χαμόγελο και ένα ανασηκωμένο φρύδι.