Αν και έχουν παρέλθει ήδη τρεις μήνες από την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, καμία από τις δύο χώρες δεν δείχνει να έχει επιτύχει καθοριστική νίκη επί της άλλης. Tην εμπόλεμη αυτήν κατάσταση η διεθνής κοινότητα την παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον δεδομένου ότι η Ρωσία και η Ουκρανία είναι οι χώρες με τις μεγαλύτερες ποσότητες παραγωγής σιτηρών και άλλων δημητριακών προϊόντων σε παγκόσμια κλίμακα.

Πριν από λίγες ημέρες ο Πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, βρέθηκε στη δύσκολη θέση να μεταφέρει μέσω συνέντευξης Τύπου το μήνυμα στον Δυτικό κόσμο πως η Ρωσική Ομοσπονδία μπορεί να συνδράμει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης, που πρόσφατα ταλανίζει πολλές χώρες, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα αρθούν οι οικονομικές κυρώσεις που μεγάλες χώρες της Δύσης έχουν επιβάλει στις εισαγωγές σιτηρών από την Ρωσία, λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία

Το προαναφερθέν μήνυμα του Β. Πούτιν προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις στον Δυτικό κόσμο, και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, καθότι ο Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, απέκλεισε κάθε συζήτηση περί χαλάρωσης των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, με αντάλλαγμα τις προμήθειες σιτηρών. Παράλληλα, η κ. Λιζ Τρας, Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, κατηγόρησε τον Βλαντιμίρ Πούτιν ότι «επιχειρεί να κρατήσει όμηρο τον κόσμο», χρησιμοποιώντας ως όπλο την επισιτιστική κρίση που έχει προκαλέσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Εν όψει του γεγονότος που ο Β. Πούτιν πρότεινε τις προμήθειες σιτηρών ως αντάλλαγμα στην άρση των οικονομικών κυρώσεων που επέβαλαν στην Ρωσία οι άλλες χώρες, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επισήμανε πως «η Ρωσία αναστέλλει τις εξαγωγές τροφίμων σαν ένα είδος εκβιασμού, ώστε να αυξήσει τις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων ή για να ανταλλάξει τα σιτηρά της με πολιτική στήριξη».

Εδώ κρίνω ότι πρέπει να αναφέρω πως η Ρωσία και η Ουκρανία είναι χώρες που θεωρούνται σιτοβολώνες της Ευρώπης, και πριν από τον πόλεμο επρόκειτο να εξαγάγουν 50 εκατομμύρια τόνους σίτου από τη συγκομιδή της διετίας 2021-2022, ποσότητες που σε μεγάλο βαθμό απουσιάζουν από την παγκόσμια αγορά.

Το αποτέλεσμα του πολέμου είναι η περαιτέρω εκτόξευση των τιμών των βασικών αυτών ειδών διατροφής σε παγκόσμια κλίμακα. Και αν για τις ανεπτυγμένες οικονομίες του δυτικού κόσμου αυτό σημαίνει κάποιες ελλείψεις, για τους κατοίκους χωρών της Αφρικής συνεπάγεται λιμοκτονία (θάνατο από πείνα).

Ο Ντέιβιντ Μπίσλεϊ, επικεφαλής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών, μιλώντας πρόσφατα σε συνέλευση στο Νταβός της Ελβετίας, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ανέφερε πως εκατομμύρια ανθρώπων μπορεί να μην έχουν επαρκή πρόσβαση σε κάποια τρόφιμα, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, και τόνισε πως στην παρούσα συγκυρία βρίσκονται στα πρόθυρα πείνας περίπου 49 εκατομμύρια άνθρωποι σε 43 χώρες.

Ο κ. Μπίσλεϊ τόνισε επίσης πως «αυτές οι 43 χώρες είναι που μας εμπνέουν μεγάλη ανησυχία για τη μαζική μετανάστευση που μπορεί να ακολουθήσει, και τη συνεπακόλουθη αποσταθεροποίηση».

Ενώ εντείνεται η παγκόσμια ανησυχία για τη διαφαινόμενη επισιτιστική κρίση, και την εκτόξευση των τιμών των τροφίμων σε επίπεδα απαγορευτικά για τις φτωχές χώρες, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε πρόθυμος να «διευκολύνει τις εξαγωγές σιτηρών και λιπασμάτων, αλλά μόνον υπό τον όρο ότι θα αρθούν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας».

Σύμφωνα με τον Ούγκο Μουντέ, οικονομικό αναλυτή της εταιρίας AgFlow, ένα πιθανό κίνητρο της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία είναι να εξουδετερώσει την σημαντικότερη ανταγωνίστρια χώρα στη διεθνή αγορά σιτηρών, καθότι από την 1η Απριλίου μέχρι τις 23 Μαΐου, δηλαδή κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Ρωσία αύξησε σημαντικά τις εξαγωγές των σιτηρών της σε χώρες όπως η Τουρκία και το Ιράν.

«Η Ουκρανία ήταν ο κύριος ανταγωνιστής της», επισήμανε ο Ούγκο Μουντέ, και υπογράμμισε πως η Ρωσία τώρα είναι σε πλεονεκτική θέση, επειδή αντιμετωπίζει πολύ λιγότερο εμπορικό ανταγωνισμό.

Σημειώνω πως τα λιμάνια της Ουκρανίας έχουν αποκλειστεί από ρωσικά πλοία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η χώρα να εξάγει τα σιτηρά της διά θαλάσσης, και έτσι αφήνει χωρίς προμήθειες όσες χώρες εξαρτώνται από τις εξαγωγές της, κατά κύριο λόγο χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.

ΟΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Με τον αποκλεισμό των ουκρανικών λιμανιών, η Ρωσία αναγκάζει την Ουκρανία να μεταφέρει οδικώς τα σιτηρά της προς τα λιμάνια των γειτονικών χωρών, με αποτέλεσμα όχι μόνον να καθυστερούν στον προορισμό τους, αλλά και να μειώνεται δραματικά ο όγκος των εξαγωγών. Ουσιαστικά, η Ουκρανία δεν εξάγει πλέον παρά μόλις το ένα τέταρτο από όσα θα μπορούσε να εξάγει κάτω από ομαλές συνθήκες. Από αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ρωσία, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, μεταξύ άλλων έχει εξουδετερώσει και την σημαντικότερη ανταγωνίστριά της στην παγκόσμια αγορά σιτηρών.

Η απουσία των ουκρανικών εξαγωγών, σε συνδυασμό με τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία που έχουν πλήξει άλλες περιοχές του Πλανήτη, έχει οδηγήσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τις τιμές των σιτηρών.

Από την πλευρά της, η Ρωσία βρίσκει αγοραστές για τα σιτηρά της πρόθυμους να καταβάλουν όλο και υψηλότερες τιμές, και συγκεντρώνει όλο και μεγαλύτερα έσοδα. Εκτιμάται, άλλωστε, πως την επόμενη περίοδο συγκομιδής θα έχει μεγάλη σοδειά, και θα εξακολουθήσει να αντλεί όλο και μεγαλύτερα κέρδη από τον πόλεμο, ο οποίος από τη μια οδηγεί στην καταστροφή της Ουγγαρίας, και από την άλλη στη λιμοκτονία σε πολλές άλλες χώρες.

Πριν από τον πόλεμο, η Ουκρανία ήταν μια από τις πρώτες χώρες στον κόσμο σε εξαγωγές σιτηρών και δημητριακών προϊόντων, καθότι εξήγαγε τουλάχιστον 5 εκατομμύρια τόνους σιτηρών τον μήνα, ενώ από την αρχή του πολέμου εξάγει μόλις και μετά βίας 500.000 τόνους τον μήνα. Σύμφωνα με το ουκρανικό Υπουργείο Γεωργίας, η μείωση αυτή στις εξαγωγές ισοδυναμεί με απώλεια εσόδων ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο.

Όλες αυτές οι ανατροπές με την είσοδο ή την ενίσχυση της παρουσίας άλλων χωρών στην παγκόσμια αγορά εξαγωγών σιτηρών και τροφίμων δεν επαρκούν και πάλι για να αναπληρώσουν το κενό που δημιουργείται από την απουσία των ουκρανικών εξαγωγών.

Όπως τονίζει ο Νταν Μπας, Πρόεδρος της εταιρείας ερευνών αγοράς αγροτικών προϊόντων AgResource, «μπορούμε να φέρουμε τα πάνω κάτω, αλλά αν ο πόλεμος συνεχιστεί και το καλοκαίρι, όταν θα έπρεπε να αυξηθούν οι εξαγωγές από τη Μαύρη Θάλασσα, τότε θα έχουμε προβλήματα και θα αρχίσουμε να βλέπουμε ελλείψεις. Οι προμήθειες από εναλλακτικούς προμηθευτές έρχονται άλλωστε με υψηλότερο ναύλο, μεγαλύτερους χρόνους μεταφοράς, αλλά και διαφορές στην ποιότητα, και το αποτέλεσμα είναι να επιταχύνεται περαιτέρω ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων».

Στο άρθρο αυτό περιορίστηκα στις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις από την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αν στις επιπτώσεις αυτές προστεθούν και οι ανθρωπιστικές, με τις χιλιάδες νεκρούς και πρόσφυγες Ουκρανούς, καθώς και οι μεγάλες καταστροφές κτιρίων που θα πάρουν χρόνια να ανοικοδομηθούν, τότε μιλάμε για έναν ολέθριο πόλεμο, τα αίτια του οποίου παραμένουν αδιευκρίνιστα.

Κυριολεκτικά σε βιβλικό «κρανίου τόπο» έχει μετατραπεί η Ουκρανία από τη Ρωσία, μια γειτονική και ομόθρησκη χώρα.

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 30ής και 31ης Μαΐου, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδίκασαν απερίφραστα τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, και κατέληξαν σε συμφωνία για την δέσμη κυρώσεων. Η δέσμη θα καλύπτει το αργό πετρέλαιο, καθώς και τα προϊόντα πετρελαίου, που παραδίδονται από τη Ρωσία στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προσωρινή εξαίρεση το αργό πετρέλαιο που παραδίδεται μέσω πετρελαιαγωγού.

Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επίσης παρότρυναν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να οριστικοποιήσει, και να εγκρίνει, νέες κυρώσεις χωρίς καθυστέρηση, προκειμένου να διασφαλιστούν τα ακόλουθα:

* Η εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

* Ο θεμιτός ανταγωνισμός.

* Η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών – μελών.

Παράλληλα, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν να χορηγήσουν στην Ουκρανία νέα έκτακτη μακροοικονομική βοήθεια ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2022, και συζήτησαν για τη συνεχή στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ουκρανία με την ανθρωπιστική, πολιτική και στρατιωτική συμπαράσταση.